Η είδηση που είχε φτάσει στις 30.4.1944 στις Αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής, γνωστοποιούσε την απόφαση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Ελλάδος:
«Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και 3 συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.
Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944.
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανάνδρων τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς την Σπάρτην έξωθεν των χωριών».
Την παραμονή της εκτέλεσης, οι δυνάμεις κατοχής πήγαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου και επέλεξαν τα θύματά τους. 200 αντιφασίστες, δεσμώτες οι περισσότεροι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι οι υπόλοιποιτης της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μέσα στους κρατούμενους ο Ναπολέον Σουκατζίδης απ΄το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου, ο Νίκος Μαριακάκης απ’ τα Χανιά και ο Παναγιώτης Κορνάρος από το Σφακοπηγάδι Χανίων. Χαράματα πρωτομαγιάς, στο Χαϊδάρι έγινε το προσκλητήριο του θανάτου. Κι αμέσως μετά μέχρι το μεσημέρι γίνηκε η μεταφορά και η εκτέλεση στην Καισαριανή.
Ο Θέμος Κορνάρος γράφει στο βιβλίο του «Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου»:
«Ο διοικητής του Χαϊδαρίου δεν είχε κανένα δικαίωμα ν’ αλλοιώσει τη σύνθεση του καταλόγου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντικαταστήσει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων με άλλα(…) Ο διοικητής απάν’ στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα (…)Οχι. Οχι εσύ Ναπολέων(…) Το στρατόπεδο αναταράσσεται.
Ως ετούτη τη στιγμή αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του “Παιδιού”. Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τα αυτιά είναι τεντωμένα και αφουγκράζονται. Όσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουν την ίδια στιγμή τα λόγια του: Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!…
Το στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεχτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουν, κοιτάζονται και σα νευρόσπαστα χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή!…».
Με δέκα φορτηγά έγινε η μεταφορά. Στη διαδρομή για την εκτέλεση, από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, ορισμένοι μελλοθάνατοι πετούν στο δρόμο τα στερνά τους σημειώματα. Αποτυπώνουν έτσι με λίγες λέξεις το μεγαλείο της ανδρείας τους.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γράφει στον πατέρα του: «Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. Πατερούλη, Πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου…» Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου».
Ο Νίκος Μαριακάκης γράφει: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος,N.Μαριακάκης Γεωπόνος Χανιά, 1-5-44, Όποιος το βρει να μην το καταστρέψει»
Το Γερμανικό απόσπασμα τους εκτελούσε σε εικοσάδες. Δέκα φορές στήθηκαν στον τοίχο του σκοπευτηρίου της Καισαριανής. Οι επόμενοι μελλοθάνατοι κάθε φορά, μέσα στα αίματα, φόρτωναν τους εκτελεσμένους στα φορτηγά για να ταφούν. Πολλοί από τους εκτελεσμένους, δεν πέθαναν αμέσως και ξεψυχούσαν στο δρόμο.
«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας σημαίες –
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς να ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς
μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας»
Γιάννης Ρίτσος, «Σκοπευτήριο Καισαριανής»
Πηγή: istologos.gr