Του Χάρη Βαβουρανάκη*
ΘΥΜΑΜΑΙ…
Τη Μεγάλη Πέμπτη πάντα ξυπνούσα πρωί.
Τι κι αν δεν είχα σχολείο…;
Η γιαγιά μου με ξυπνούσε αξημέρωτα για να πάμε στην εκκλησία. Ξυπνούσε μόνο εμένα, η αδερφή μου, λέει, ήταν μικρή.
Δέκα λεπτά δρόμος η Αγία Τριάδα από το σπίτι μας, στον παραλιακό, από το Τάλως στην Ηλεκτρική, το μουσείο Φυσικής Ιστορίας σήμερα, μα πάντα προλάβαινε να μου εξηγήσει τα της εκκλησίας και το πρόγραμμα της ημέρας.
Από πολύ μικρός έμαθα για την λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ότι πρέπει να “κοινωνούμε” πάντα την ημέρα αυτή.
Πολύς ο κόσμος μεγάλη η αναμονή στην Θεία Κοινωνία και έτσι τελειώναμε αργά.
Γυρίζαμε σπίτι από άλλη διαδρομή, μέσω Χανιόπορτας, η γιαγιά μου έπρεπε να αγοράσει μπογιά για τα αυγά, πάντα από ένα συγκεκριμένο μαγαζάκι με γκρι ξύλινες πόρτες στο Καμαράκι κι ένα στεφάνι για τον Σταυρό από ένα μικρό ανθοπωλείο, στη γωνία στο δρόμο της Αγίας Παρασκευής.
Το βάψιμο των αυγών ήταν η πρώτη της, η πρώτη μας, δουλειά.
Μαζί με τα αυγά, στο δίπλα μάτι της κουζίνας σε ένα άλλο τσικαλάκι “κολυμπούσε” το μεσημεριανό μας, χοχλιοί και μάλιστα “λιανοί”.
Μόλις τελείωναν τα κόκκινα αυγά… τρώγαμε…
Μαζί με τους χοχλιούς στο τραπέζι πάντα ήταν τα πιρούνια, ανασηκωμένα στην μια άκρη για να τους βγάζουν, ένα πιατάκι με ξύδι να τους βουτάμε και να παίρνουν γεύση, και ντομάτες με αλατάκι. Εμένα μου άρεσαν οι άλλοι, οι “μπουμπουριστοί” αλλά έλεγε ότι δεν τρώμε λάδι κι έτσι την “έβγαζα” με ντοματούλα.
Τελικά το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης δεν είναι για καλοφαγάδες.
Το απόγευμα η ίδια διαδρομή, από νωρίς στην εκκλησία για να πιάσουμε “καλή” θέση.
Η γιαγιά πάντα, καλού-κακού, κρατούσε κι ένα “σπαστό” καθησματάκι. Τα Ευαγγέλια δώδεκα και η λειτουργία μεγάλη.
Μαζί μας και το στεφάνι για το Σταυρό που το βάζαμε πάνω αμέσως μετά που προσκυνούσαμε.
Η απόλυτη σιωπή διακοπτόταν μόνο από τις ψαλμωδίες και στα μάτια ενός παιδιού, στα μάτια μου, η ώρα κυλούσε αργά.
Ένα στεφάνι από λεμονανθούς ήταν εκείνο που μου έκανε πάντα εντύπωση…
Πάντα το πρώτο, κάθε χρόνο, ήταν μια γνωστή της γιαγιάς από άλλη γειτονιά, είχε χάσει τον γιο της…
Πάντα παρακολουθούσα τα λόγια των Ευαγγελίων, όσα προλάβανα δηλαδή… με συγκινούσαν οι εμπαιγμοί, τα χτυπήματα, οι χλευασμοί όλων αυτών που ανέβαζαν τον Χριστό στο σταυρό.
Εκεί κάπου στις δέκα έσβηναν τα φώτα.. η πομπή της σταύρωσης, το αμυδρό φως των κεριών, οι πένθιμες νότες της ψαλμωδίας, κι αυτό το “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…” έκανε την ατμόσφαιρα κατανυκτική… Ποτέ δε νύσταζα κι ας τελείωνε αργά, πάντα μετά τις δώδεκα, ήταν όλα μαγικά λες από άλλο κόσμο…
Η διαδρομή της επιστροφής σκοτεινή, η γιαγιά μου πάντα μου μιλούσε για την επόμενη ημέρα, τον επιτάφιο, τα εγκώμια, την Ανάσταση… Πάντα μια καινούργια ιστορία για τον Ιησού είχε να μου πει.
Ακόμα κι αν κάναμε το γύρω του κόσμου δε θα με πείραζε… τόσο πολύ μου άρεσε κι ας ήμουν πολύ κουρασμένος…
Χωρίς να το καταλάβω φτάναμε.. κι έπεφτα “ξερός” για ύπνο… Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή…!
* Ο κ. Χάρης Βαβουρανάκης είναι Γιατρός και Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου.