Του Γεωργίου Μ. Πατεράκη *
Το αίμα χύθηκε άφθονο στη Μάχη του Φαλήρου. Είκοσι πέντε μόνο Κρητικοί γλύτωσαν την σφαγή. Από τους Έλληνες νεκρούς, τριακόσιοι ήταν Κρητικοί και μεταξύ τους ο αρχηγός τους Δημήτρης Κουρμούλης.
«…έπεσεν ηρωικώς και ο Δημήτριος εις την τελευταίαν επίθεσιν προς κατάληψιν της Ακροπόλεως υπό τον Τζώρτζ εις θέσιν Ανάλατος την νύκτα 23 Απριλίου 1827 μεταξύ της παλαιάς πυριτιδαποθήκης και του μνημείου του Φιλοπάππου».(Ν. Σταυρινίδης, Καπετάν Μ. Κόρακας και οι συμπολεμιστές του σ. 122)
Ο ήρωας αυτός, ο συμπολεμιστής των Κολοκοτρώνη, Γκούρα, Παπαφλέσσα, Κριεζώτη και Καραϊσκάκη, ο πολεμιστής της Κρήτης στην Κακιά Σκάλα, Δραπανιά, Γόρτυνα… ήταν πλέον νεκρός. Η μεγάλη αυτή μορφή του Κρητικού αγώνα, άφησε την τελευταία της πνοή έξω από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη, παλεύοντας παλικαρίσια όπως ταίριαζε σ’ ένα ανδρειωμένος σαν κι αυτόν.
Μαχόμενος πολέμαρχος, έπεσε ηρωικά στο πεδίο της τιμής εκτελώντας επιταγή καθήκοντος για το ιδανικό της λευτεριάς. Ακούγοντας τη φωνή της πατρίδας όπου τον καλούσε, πάλεψε σαν Διγενής σε μαρμαρένια αλώνια. Δεν δείλιασε ούτε φοβήθηκε το Χάρο που τον χτύπησε οπλίζοντας το βέβηλο χέρι αντίχριστου πολεμιστή.
Τόσο ήταν η μανία και το μίσος των εχθρών στο πρόσωπο και την οικογένειά του, που ο Θάνατος μόνος του παλικαριού δεν ικανοποίησε. Λυσσασμένοι οι Τούρκοι, μόλις διαπίστωσαν την ταυτότητα του νεκρού, έπεσαν πάνω του σαν κοράκια, τον αποκεφάλισαν και τον κατακρεούργησαν.
Η μετά θάνατο διαπόμπευση του είχε αρχίσει.
Μπηγμένο το σεπτό κεφάλι του πάνω σ’ ένα κοντάρι το πρόσφεραν, μακάβριο τρόπαιο θριάμβου, στον πασά τους.
Το κεφάλι ενός Κουρμούλη, και ιδίως του Δημήτρη, επικηρυγμένο πολλές φορές από το σουλτάνο και τους πασάδες της Κρήτης, ήταν ότι πολυτιμότερο μπορούσε να προσφέρει ένας πιστός του Αλλάχ στον πασά του.
Το αίμα του Δημήτρη και των παλικαριών του που έπεσαν εκεί, πότισε το δενδρί της λευτεριάς, που δεν άργησε να βλαστήσει. Ο ηρωικός θάνατός του υπήρξε μια ακόμη προσφορά τόσο της οικογένειας όσο και της Κρήτης στον κοινό αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Υπήρξε θυσία και το οριακό σημείο για τη μετάβαση στην αιωνιότητα και στην αθανασία, αυτού που συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, υπήρξε υπέροχος γιος και συνεχιστής του θρύλου του ένδοξου πατέρα του, Μιχάλη Κουρμούλη.
Να πως έκλαψε η λαϊκή μούσα το χαμό των παλικαριών της Κρήτης:
«Φωθιά να κάψει το Μοριά, φωτιά να τον κεντήσει
γιατ είχα η μαύρη τρεις υγιούς κι οι τρεις αντρειωμένοι
τον Μήτρο και τον Κωσταντή και τον καϋμένο Γιάννη.
Το Μήτρο πιάσαν στο βουνό, τον Κώστα στο Λαγκάδι
κι ο Γιάννης μου το θάρρος μου στον Πειραιά σκοτώθη.
Σκοτώθηκε τ ΑΪ-Γιωργιού τσ είκοσι τρεις τ Απρίλη
μαζί με τόσους κρητικούς αδερφοχτοί και φίλοι.
Σκοτώσανε τον αρχηγό Δημήτρη Κουρμουλάκη,
τον Πλεύρη, τον Καλαμαρά με το Νικηφοράκη.
Κι ο Καραΐσκος αρχηγός κι εκείνος εσκοτώθη
και του Καλλέργη κόψανε τ’ αυτί σαν εσκλαβώθη.
Εγούη μου, εγούη μου τση μαυροκακομοίρας
πλειά από τρακόσιοι κρητικοί αυτό το δρόμο επήραν».
* Απόσπασμα από το βιβλίου του κ. Γεωργίου Πατεράκη, Ο καπετάν Μιχάλης Κουρμούλης, Κουρμούληδες και οι Συναγωνιστές του, σελ. 202 -204.