Του Δημήτρη Σάββα
Βρισκόμαστε στην “κουφή” ή “βουβή” εβδομάδα!
Μια εβδομάδα χωρίς ψαλμωδίες και χαιρετισμούς εν αναμονή της Μεγάλης Εβδομάδας, της εβδομάδας των Παθών. Ο πάντα σοφός ελληνικός λαός αποκαλεί αυτή την εβδομάδα “βουβή” ή “κουφή” με μοναδική δικαιολογία ότι δεν τελούνται ακολουθίες και δεν σημαίνουν καμπάνες. Άλλη όμως, ίσως, είναι η πραγματικότητα.
Όχι μόνο βουβή και κουφή δεν είναι, αλλά πρόκειται για μια εβδομάδα με πολλά μηνύματα και με πλούσιες θεολογικές έννοιες γύρω από το μυστήριο του θανάτου. Μια εβδομάδα που προετοιμάζει κλήρο και λαό για την επόμενη εβδομάδα, αυτή των σεπτών και αγίων παθών! Την εβδομάδα αυτή που ξεκινάει μ’ ένα πανηγύρι, με μια θριαμβευτική υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα από έναν “μεθυσμένο” όχλο. Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, η αυλαία της ιστορίας αρχίζει να πέφτει μπροστά στις έννοιες της εξαπάτησης και του αυτοεξευτελισμού, οδηγώντας τελικά στο “σταυρωθήτω”.
Σάββατο του Λαζάρου! Σίγουρα ο Λάζαρος, φτωχολάζαρος κατά τα λεγόμενα του λαού μας, είναι μία συμπαθητική μορφή, ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπημένο και προσιτό. Δεν ξεχνούμε, όμως, ότι ήταν φίλος του Ιησού και πεθαίνοντας είχε την εξαιρετική τύχη ν’ αναστηθεί από τον Κύριο. Ο πόνος του Χριστού για το χαμό του φίλου του είναι ουσιαστικός και ανθρώπινος. Το σχέδιο σωτηρίας φαίνεται να μην είναι ούτε ψυχρό ούτε απρόσωπο. Περιέχει όλα τα στοιχεία που μπορούν να αναδείξουν και να φανερώσουν ακόμα και τα πιο λεπτομερή συναισθήματα. Σίγουρα ο Ιησούς Χριστός συμπάσχει για τον θάνατο του φίλου του. Λίγο πριν τον αναστήσει, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού Ιωάννης διασώζει τη συγκίνηση αυτή. Μια συγκίνηση που κορυφώνεται μέχρι τη στιγμή της Ανάστασης.
“Ιησούς ουν, ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας αυτή Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν, και είπε, που τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ, Κύριε έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον ουν οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν. Ιησούς ουν, πάλιν εβριμώμενος εν αυτώ, έρχεται εις το μνημείον…”.
Σίγουρα όμως ο Λάζαρος μετά την ανάστασή του δεν θα είχε και τις καλύτερες αναμνήσεις, από τα όσα είδε και τα όσα έζησε. Σίγουρα αυτά που γνώρισε στην κατοικία των νεκρών να χάραξαν ανεξίτηλα στη ψυχή του τον φόβο και τον τρόμο. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που ο λαός μας φαντάστηκε το Λάζαρο αγέλαστο. Το Σάββατο του Λαζάρου είναι η πρώτη μέρα μιας περιόδου γεμάτης από λαϊκά έθιμα, παραδόσεις, αλλά και κατάνυξη ενόψει της Μεγάλης Εβδομάδας που θ’ ακολουθήσει. Είναι μέρα καλέσματος και εγρήγορσης γι’ αυτά που θ’ ακολουθήσουν τα οποία είναι πολλά και θαυμαστά! Η Μητρόπολη των Ιουδαίων, τα Ιεροσόλυμα, βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού. Ο Χριστός που ως βασιλιάς μπαίνει επίσημα θριαμβευτής στην Αγία Πόλη, δέχεται μια πρωτοφανή υποδοχή. Αμέτρητα πλήθη κατοίκων μαζί με προσκυνητές του ιουδαϊκού Πάσχα, τον ακολουθούν, ζητωκραυγάζουν! Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι τρέχουν κοντά του. Τον βλέπουν σαν αρχηγό τους, ελευθερωτή, προσδοκούν στον ίδιο.
Όμως… Αυτός ο ενθουσιασμός απεδείχθη επιπόλαιος και παροδικός. Σε λίγο τα “Ωσαννά” θα μετατραπούν σε “Σταύρωσον αυτόν”. Έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, έτσι συμπεριφερόνται λαοί και κοινωνίες. Αυτή είναι η πορεία της ιστορίας! Το βράδυ της ίδιας μέρας θ’ ακούσουμε στους Ιερούς Ναού το “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός”. Το τροπάριο αυτό ουσιαστικά μας εισάγει στα γεγονότα και στο πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας. Μια εβδομάδα πένθους και περισυλλογής, για όσους δεν επιθυμούν την πλήρη ισοπέδωση.
Τούτες τις μέρες θυμάμαι και αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια. “Ακούω” την καμπάνα της εκκλησίας του χωριού μου, του Λαύκου, να χτυπά, τονίζοντας τη μελαγχολία αυτών των ημερών με τον ιδιαίτερο ήχο της. “Περνάω” από εκείνα τα καθαρά καλντερίμια του χωριού μου για να πάω στην πλατεία, “βλέπω” τους φρεσκοβαμμένους τοίχους με ασβέστη όπως το συνήθιζαν οι νοικοκυρές και “μυρίζω” το έντονο άρωμα που έβγαζαν τα κρινάκια, οι βιολέτες και οι πασχαλιές, στις αυτές των σπιτιών. Όλα αυτά μου θυμίζουν την παιδική μου ηλικία, εκείνα τα όμορφα και ξέγνοιαστα χρόνια.
Με φέρνουν πίσω σ’ αυτά βέβαια οι στίχοι του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, στίχοι με ιδιαίτερη τρυφερότητα αλλά και στίχοι με μια ασυνήθιστη ανθρωπιά και ένα αίσθημα μοναδικό, γι’ αυτές τις καμπάνες της Μεγάλης Εβδομάδας.
“Καμπάνες μες τη σιγαλιά
καθώς σιγοχτυπάτε,
στις εκκλησιές, στη χώρα εδώ
δεν πάτε την ψυχή μου…
Εσείς μου την επαίρνετε
κι αλάργα την τραβάτε,
στις εκκλησίες που πήγαινα
παιδάκι στο νησί μου…”.
Στο χωριό μου! θα συμπλήρωνα εγώ. Τώρα βέβαια στην εποχή μας, ποιος να ακούσει καμπάνες; Μέσα σ’ όλον αυτό τον ορυμαγδό που κάνουν τα μαρσαρίσματα των δικύκλων, οι κόρνες, οι φωνές των οδηγών, τα σπινιαρίσματα των αυτοκινήτων και η μουσική στη διαπασών που βάζουν αρκετοί οδηγοί, προκειμένου να κερδίσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον κάποιων, χωρίς να τους κάνει παρατήρηση κανείς. Η έννοια της Δημοκρατίας σε όλο της το μεγαλείο ή της ασυδοσίας θα έλεγα!
Θυμάμαι εκείνες τις μέρες… να επιτρέπονται μόνο κάποιες δουλειές του σπιτιού, όπως ασβέστωμα και σφουγγάρισμα. Ο κόσμος να νηστεύει και γενικά να είναι αφοσιωμένος στην εκπλήρωση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Γενικά το πλήθος αυτό των τελετών της Μεγάλης Εβδομάδας έχει δώσει αφορμή στη γένεση πολλών λατρευτικών εθίμων. Μεγάλη Τρίτη! Το τροπάριο της Κασιανής, μια ιδιαίτερη στιγμή με ξεχωριστό νόημα και μελωδία. Το ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης.
Μια τελετή που πίστευαν πως δίνει ξεχωριστή θεία ιδιότητα αλλά και δύναμη. Το ξημέρωμα της Μεγάλης Πέμπτης έβρισκε ολόκληρο το χωριό μου στο πόδι. Ήταν και η ημέρα που τα πασχαλινά έθιμα άρχιζαν να γίνονται όλο και πιο έντονα. Τα βάψιμο των αυγών και ο ευπρεπισμός της γεμάτης με εωδιαστά λουλούδια πηλειορίτικης αυλής.
Ήταν η χαρά μου να πάρω το πινέλο και το κόκκινο βαθύ χρώμα και να βάφω τις γλάστρες, αλλά και τα παρτεράκια της αυλής μας. Όλα αυτά βέβαια ακολουθούσαν μετά την πρωινή θεία λειτουργία της Πέμπτης, αφού ήταν η ημέρα που συνήθως εμείς τα παιδιά έπρεπε να κοινωνήσουμε. Το βράδυ με το τελευταίο λεωφορείο, έρχονταν αρκετοί συγχωριανοί μου που βρίσκονταν σ’ άλλα μέρη για να γιορτάσουν μαζί με τους δικούς τους την Ανάσταση. Αυτό το βράδυ η εκκλησία γέμιζε ασφυκτικά, ντόπιοι και ξένοι ήθελαν ν’ ακούσουν στο χωριό τους, στη γενέθλια γη τους, το “σήμερον κρεμάται επί ξύλου…”, αλλά και τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Μόλις τέλειωνε η εκκλησία οι άνδρες έπιαναν τα καφενεία, γευόμενοι το χταπόδι, τα τσιτσίραβλα και το γευστικό τσίπουρο και ό,τι άλλο νηστίσιμο έβρισκαν. Πολλές γυναίκες, κυρίως ηλικιωμένες έμεναν στην εκκλησία, διανυκτερεύοντας, για να μοιρολογήσουν και να ξενυχτήσουν τον Χριστό. Οι πιο νέες ασχολούνταν με το στόλισμα του Επιταφίου.
Μεγάλη Παρασκευή! Η μέρα που η συγκίνηση για το θείο δράμα κορυφώνεται.
Ημέρα απόλυτης αργίας και νηστείας. Σπάνια έβλεπες νοικοκυρά αυτή τη μέρα να μαγειρέψει. Με ιδιαίτερη κατάνυξη οι χωριανοί μου παρακολουθύσαν την αποκαθήλωση και το βράδυ συμμετείχαν ευλαβικά στην περιφορά του επιταφίου κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, ψάλλοντας το: “Ω γλυκύ μου έαρ…”! Μνήμες, αναμνήσεις μοναδικές που σίγουρα μέσα μας κάτι έχουν αφήσει…
Μια νοσταλγία! που η λησμονιά, σίγουρα δε θα σβήσει!