Βρισκόμαστε στο Πάσχα του 1830. Οι καπεταναίοι της Μεσαράς, ο Κόρακας, ο Αποστόλης Κατεχάκης, ο Μαστραχάς, ο Ρωμάνος, ο Λέκκας, ο Τσακίρης, ο Ψωμαδάκης, ο Γερώνυμος, ο Στρατής ο Σκουρβουλιανός, ο Λαδούκος, ο Τσομπάνος, ο Μπαλάσκας και πολλοί άλλοι, κάτω από τη γενική αρχηγία του Βοριζανού καπετάν Νικόλα Μαλικούτη, εορτάζουν όλοι μαζί στην Πόμπια, με τον πιο λαμπρό τρόπο, την κορυφαία αυτή εορτή της Χριστιανοσύνης.
Αυτήν ακριβώς την κορυφαία εορτή εκμεταλλεύονται οι Τούρκοι του Ηρακλείου για να χτυπήσουν τους Μεσαρίτες επαναστάτες και να τους διαλύσουν.
Τη Δευτέρα ή Τρίτη του Πάσχα, λοιπόν, στέλνουν κρυφά από το Ηράκλειο, ένα διαλεχτό σώμα 500 ιππέων υπό την αρχηγία του ικανού αξιωματικού τους, Ντελή Χουσεΐν.
Το σώμα αυτό φτάνει νύχτα στον Πλάτανο Καινουργίου και πιάνει θέσεις γύρω από το χωριό, καθώς και στα Τρυπητά, στήνοντας μια μεγάλη ενέδρα στους επαναστάτες.
Την επόμενη μέρα, το πρωί, ο Ντελή Χουσεΐν στέλνει 30 ιππείς του για να καλπάσουν στον κάμπο κάτω από την Πόμπια, προκειμένου να προκαλέσουν τους επαναστάτες και να τους παρασύρουν στην παγίδα.
Πράγματι, μόλις οι σκοποί των επαναστατών αντιλαμβάνονται από τα υψώματα του Λειβαδιώτη τους Τούρκους αυτούς, ειδοποιούν με συνθηματικούς πυροβολισμούς τους καπετάνιους στην Πόμπια και εκείνοι ιππεύουν αμέσως τα άλογά τους και μαζί με καμιά πενηνταριά εθελοντές ιππείς, αρχίζουν την καταδίωξη των Τούρκων.
Οι Τούρκοι αυτοί, εφαρμόζοντας το σχέδιό τους, υποχωρούν αμέσως προς τον Πλάτανο καταδιωκόμενοι από τους επαναστάτες.
Κάποια στιγμή ο Κόρακας αντιλαμβάνεται το σχέδιο των Τούρκων και προτείνει στον αρχηγό Μαλικούτη να σταματήσουν την καταδίωξη, για να μη πέσουν στην παγίδα του εχθρού.
Ο Μαλικούτης δεν συμφωνεί με τη γνώμη του Κόρακα, πιστεύει πως δεν υπάρχουν άλλοι Τούρκοι και με την γενναιότητα που τον διακρίνει, το θεωρεί δειλία να φοβηθούν τους λίγους αυτούς Τούρκους ιππείς και γι’ αυτό διατάσσει να συνεχιστεί η καταδίωξή των.
Έτσι το σχέδιο των Τούρκων πετυχαίνει απόλυτα και μόλις οι επαναστάτες περνούν την πηγή της Φουντάνας, πέφτουν στην ενέδρα τους και περικυκλώνονται από παντού από το Τουρκικό ιππικό.
Αρχίζει τότε μια Ομηρική αλλά άνιση μάχη.
Γύρω στους εξήντα με εβδομήντα οι επαναστάτες, έχουν να αντιμετωπίσουν γύρω στους πεντακοσίους διαλεκτούς Τούρκους ιππείς.
Σκοτώνονται πολλοί και Τούρκοι και επαναστάτες. Μέσα στο μακελειό αυτό, ο ηρωικός αγωνιστής των Βοριζίων, Κωνσταντής Λέκκας, προσπαθεί να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν και τον καταδιώκουν κατά πόδας.
Με την ορμή που έτρεχε το άλογο του Λέκκα, σκοντάφτει και πέφτει κάποια στιγμή μέσα σ’ ένα χαντάκι. Έτσι, προφτάνουν οι Τούρκο τον Λέκκα και τον έκαμαν κυριολεκτικά, κομματάκια, αφού όμως πρόφτασε κι εκείνος, πριν πεθάνει, να σκοτώσει δύο από τους Τούρκους που τον κυνηγούσαν.
Έχασε έτσι η επανάσταση ένα από τα καλύτερα παλικάρια της.
Στην κρίσιμη στιγμή της μάχης ο Κόρακας προτείνει στον Μαλικούτη να κατευθυνθούν προς την μεριά της Πλώρας, απ’ όπου ήταν ευκολότερο να διασπάσουν τον Τούρκικο κλοιό και να σωθούν πάνω στα βουνά.
Ο Μαλικούτης διαφωνεί, γιατί θεωρεί σαν καλλίτερο μέρος τα Τρυπητά κι από εκεί τα βουνά των Απεζανών.
Λόγω της διαφωνίας αυτής, οι καπεταναίοι χωρίζονται και όλοι οι άλλοι ακολουθούν τον Κόρακα προς τη μεριά της Πλώρας, απ’ όπου πράγματι διασπούν τον κλοιό των Τούρκων και σώζονται πάνω στα βουνά.
Ο Μαλικούτης, μαζί με εννιά εθελοντές από την άλλη Ελλάδα, κατευθύνεται στα Τρυπητά. Στο σημείο όμως, περικυκλώνονται από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις και κάθε διαφυγή είναι αδύνατη. Μη έχοντας άλλη διέξοδο, ο Μαλικούτης και οι εθελοντές κλείνονται μέσα σ’ ένα εκκλησάκι, που ήταν τότε μετόχι των Απεζανών και προβάλλουν απελπισμένη άμυνα εναντίον των Τούρκων.
Ο Ντελή Χουσεΐν καλεί τον Μαλικούτη με τους εθελοντές να παραδοθούν και τους υπόσχεται, μεγάλους όρκους στο κοράνι, ότι δεν θα πάθουν τίποτε. Ο Μαλικούτης, βέβαια, δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους όρκους και τις υποσχέσεις των Τούρκων, γιατί τους ξέρει καλά. Από την άλλη μεριά ελπίζει ότι οι άλλοι καπετάνιοι θα κατορθώσουν να διασπάσουν την πολιορκία και να τους απελευθερώσουν.
Για τους λόγους αυτούς δεν παραδίδονται αυτός και οι εθελοντές, αλλά συνεχίζουν την ηρωική τους άμυνα μέχρι το τελευταίο φυσίγγιο.
Οι Τούρκοι, παρά τις λυσσώδεις επιθέσεις τους, δεν μπορούν να κυριεύσουν το εκκλησάκι. Οι καπετάνιοι πάλι, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να διασπάσουν την πολιορκία, λόγω του πλήθους των εχθρών.
Έτσι, όταν τελειώνουν τα πυρομαχικά τους, αναγκάζονται οι πολιορκημένοι να παραδοθούν. Ο Ντελή Χουσεΐν, αθετώντας τις υποσχέσεις και τους όρκους του, δένει αμέσως πισθάγκωνα τον Μαλικούτη και τους εθελοντές και με μύριους εξευτελισμούς και κακοποιήσεις τους φέρνει στο Ηράκλειο.
Δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν από κει και ύστερα οι εθελοντές.
Πιθανόν να τους απελευθέρωσαν οι Τούρκοι, επειδή ήταν Έλληνες υπήκοοι.
Τον Μαλικούτη όμως τον υποβάλλουν σ’ ένα φρικτό μαρτύριο, παρόμοιο με του Δασκαλογιάννη.
Ο Σουλεϊμάν Πασάς του Ηρακλείου παραδίδει τον Μαλικούτη στον αφηνιασμένο Τουρκικό όχλο της πόλης.
Εκείνοι τον σέρνουν γυμνό και δεμένο στους δρόμους και τον υποβάλλουν σε αφάνταστα βασανιστήρια.
Τον βρίζουν, τον φτύνουν, τον χτυπούν με πέτρες και ξύλα, κόβουν κομμάτια από τις γυμνές σάρκες του, έκοψαν και τις «χερούκλες» του, όπως ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες.
Ούρλιαξε και η Αγριολίδαινα και ζητούσε κι αυτή να τον σφάξουν και να τον κρεμάσουν στον πλάτανο της πλατείας των Λιονταριών, για να πάρει κι αυτή ένα κομμάτι από τις σάρκες του, σαν εκδίκηση της εξόντωσης του άνδρα της, του αιμοβόρου αρχιγενίτσαρου και τυράννου της Μεσαράς, τον Ιμπραχήμ Αγριολίδη από τον Άη Γιάννη της Φαιστού, τον οποίον εσκότωσαν τον Αύγουστο του 1928 στα Καπαριανά των Μοιρών ο Μαλικούτης με τον Κόρακα, για να γλυτώσουν τη Μεσαρά από τις θηριωδίες του.
«Ως κι η Αγριολίδαινα εβγήκε στο παλάτι κι είπε να τονε σφάξουνε, να παρ’ ένα κομμάτι».
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι ένας Ευρωπαίος πρόξενος του Ηρακλείου μεσολάβησε στον Σουλεϊμάν Πασά και του πρότεινε να του δώσει χρήματα, προκειμένου να σώσει τον Μαλικούτη, αλλά ο Πασάς αρνήθηκε κατηγορηματικά. Αναφέρει επίσης η παράδοση ότι ξεψυχώντας ο Μαλικούτης είπε τούτα τα λόγια στους Τούρκους βασανιστές του:
«Εμένα κι αν με κάνετε θρουλιά-θρουλιά στην τάβλα, τα μπαϊράκια δε χαλούν, μόνο θα έρθουν άλλα».
Μπαϊράκια λεγόταν τότε τα επαναστατικά σώματα.
Εξαντλημένος, λοιπόν, από τις πληγές και την αιμορραγία, ξεψύχησε στη μέση του δρόμου ο μεγάλος αυτός αγωνιστής της Κρητικής ελευθερίας.
Οι Τούρκοι, σέρνοντας στους δρόμους δεμένο το πτώμα του, το φέρνουν και το κρεμούν στον πλάτανο της πλατείας των Λιονταριών, σαν τρόπαιο.
Πηγή: phorum.gr
Ήταν τότες 25 Ιουνίου 1830…