Έρευνα: Φανούριος Ζαχαριουδάκης
Σαν να ήταν χθες, που ενώ εμείς βαδίζαμε στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, χωρίς να έχουμε μπει ακόμα στο Δημοτικό Σχολείο και οι γονείς μας προσπαθούσαν να μας πείσουν να αποστηθίσουμε κάποια τραγούδια της εποχής.
Απώτερος σκοπός τους ήταν να μας ακονίσουν το μυαλό, να μας εμφυσήσουν το χιούμορ και να μας κάμουν τη ζωή πιο όμορφη, μέσα στα πλαίσια πάντα των δικών των δυνατοτήτων.
Ήταν τραγούδια βγαλμένα από την ίδια την ζωή!
Τραγούδια που χάνουν την πατρότητα τους στα βάθη των αιώνων!!
Τα τραγούδια αυτά ήταν τραγούδια του τόπου μας, καθώς και της ευρύτερης περιοχής και γι’ αυτό η διάλεκτος είναι καθαρά τοπική.
Αυτά τα τραγούδια, άλλα υπέστησαν αλλοίωση λόγω της επερχόμενης εξέλιξης και του πολιτισμού και άλλα ξεχάστηκαν εντελώς, ενώ ελάχιστα περισώθηκαν.
Μέσα από μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια πολλών ετών, περισυνέλεξα κάποιο αριθμό τραγουδιών του είδους αυτού και τα οποία παρουσιάζω.
Σκοπός μου είναι να μπορέσουν οι παλαιότεροι να θυμηθούν τα παιδικά τους χρόνια και την εποχή εκείνη και οι νεότεροι να συγκρίνουν την εποχή τους, με την συγκεκριμένη εποχή.
Οι κορασίδες.
Δώδεκα χρονών κοπέλι
ήβλεπα ένα αμπέλι.
Πάω πάνω πάω κάτω
και μπερδεύω σ’ ένα βάτο.
Έρχονται τρεις κορασίδες
να μου κλέψουν τσι σταφίδες.
Έρχεται η πλια μεγάλη
και με βάνει στο τσουβάλι.
Έρχεται κι πλια μικρή
με τη βέργα τη κοντή.
Έρχεται κι’ χοντροκόλα
Ώ τι σκύλα πως μου κόλα.
—————————————
Του ψύλλου.
Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε
από το παραθύρι
κι μάνα του του φώναζε
που πας καραβοκύρη.
Να πάω θέλω στα Χανιά
να πάρω μια μανάρα,
να πελεκώ τα μάρμαρα
να τρέχει η κουτσουνάρα,
να τρέχει το κρυγιό νερό
να πίνει η ματζουράνα.
Τση ματζουράνας το κλαδί
του κρίνου το σταφύλι
μιας μαυρομάτας το φιλί
με μάρανε στ’ αχείλι.
————————————–
Να πάω θέλω στα Χανιά
να πάρω μια μπεγήρα,
να κουβαλώ τσι γέροντες
με μια κακοβουργίδα.
————————————-
Ο Καντέμης κάνει γάμο
στον αγκάβανο απάνω
και ‘χει και καλεστικούς,
του χωριού τσι μποντικούς.
Έχει και καλούς κουμπάρους
Λασιθιώτικους γαϊδάρους.
——————————————
Βρέχει βρέχει και χιονίζει
κι γιαγιά μου κοσκινίζει
να μου κάμει μια κουλούρα,
σαν του τράγου τη κουδούνα.
——————————————
Έβγα ήλιε να λιαστώ
και κουλούρια σου κρατώ
με το μέλι με το γάλα
με τη σιδεροκουτάλα.
Έβγα ήλιε να λιαστώ
και κουλούρια σου βαστώ
από κάτω απ’ τη ποδιά μου
για να μη τα δει η Θειά μου.
—————————————–
Τζίγκο Λελέγκο,
παίξε τη καμπάνα
να κατεβούν οι φράγγοι,
να φάνε μακαρούνια
με τα χρυσά πιρούνια.
κι κάτα μαγειρεύει
κι ο μποντικός χορεύει
και ‘σπάσανε τα πχιάτα
γεμάτα ζαχαράτα.
—————————————
Οι ποντικοί κι’ γάτες.
Ελάστε ούλοι οι μποντικοί
και τα μποντικαλάκια,
να πάμε να χορέψουμε
στου φούρνου τα στενάκια,
μα ο κάτης που κυνήγαγε,
εψόφησε εκείνος.
– Ακόμα δεν εψόφησα
και ούτε θα ψοφήσω.
– Μη με φας κάτη,
να σου φέρω γω το ρύζι.
– Δεν το θέλω ‘γω το ρύζι,
εις τα δόδια μου καθίζει,
μα σε θέλω στη κοιλιά μου,
να στυλώνεις τα νεφρά μου.
—————————————–
Η σκρόφα μας η λαγοτή
κι λαγοφαγομένη
ούλο το κόσμο γύρεψε
κι ακόμα δε χορταίνει.
—————————————-
Αύριο ‘ναι Κυριακή
βάνω τ’ άσπρο μου βρακί.
Πάω στην Αμερική,
βρίχνω κάστανα ψημένα
και καρύδια φουρνισμένα.
Πάω τα τση μάνας μου,
δέρνει με, σκοτώνει με,
σφιχτομανταλώνει με,
κάνει με μπαλώματα
ρίχνει με στα δώματα.
Πάω στου αφέντη μου,
»καλώς το το αντράκι μου».
Πάω πέρα πέρα
βρίχνω μια κοπέλα,
κράθειενε σταφύλια,
πέφτει τση μια ρώγα
σκύφτω να την πιάσω,
παίζει μ’ ένα μπάτσο,
ρίχνει με στο λάκκο.
————————————-
Το Φεγγάρι.
Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα
γράμματα σπουδάσματα,
του Θεού τα πράματα,
να μαθαίνω μαργιολιές,
να φιλώ τσι κοπελιές.
————————————
Αχ και είντα νά ‘χαμε,
σαράντα αυγά σφουγκάτο
και μια χειρομυλόπιτα
σαν τ’ αλωνιού το πάτο
————————————-
Τζίμπι τζίμπι κόρακα,
που τα πας τα πρόβατα.
Κάτω στα λαγγώματα,
είναι ελιές και χώματα,
είναι και νερό να πιούνε
κι ασκιανός να κοιμηθούνε.
Πάρε ψωμί κι’ αγγούρι
κι αγλάκα στο παπούρι
πού ναι και νερό να ποιούμε
κι ασκιανός να κοιμηθούμε,
μα δε σε θέλω πούρι
αν είσαι και καμπούρης.
————————————–
Κάτω πα, κάτω κει,
κάτω στην Αμερική,
πάει η πέρδικα να ποιεί
και τσακίζει το σταμνί.
Του Φλασκούρη τα κουκιά
ήτανε πολύ γλυκιά
κι ο Φλασκούρης το μαθαίνει
κι αρματώνεται και βγαίνει
και βαστά σκουρή λεμπίδα,
για να σφάξει τη ζουρίδα
κι ζουρίδα του γρυλώνει
κι’ άρκαλος τα ‘νεματσώνει.
Τρεις σκατούλες στο πιατέλο
φάτσι συ μα γω δε θέλω.
——————————————
Το σπυρί σπυρί κουκάκι,
το μανά μαναθουλάκι
πιο να πέψω, πιο να ‘φήσω
άμε συ κουτσό ριφάκι.
——————————————
Τάγματα συντάγματα,
λόχους και διμοιρίες
εκάμανε στη ράχη μου
οι κόνιδες κι ψείρες.
—————————————–
Η γάτα.
Μια φορά και ‘να καιρό
μπήκε η γάτα στο χορό.
Δεν εχόρευε καλά
και τση κόψαν την ουρά.
Την επήγαν στην Αθήνα
και την βγάλανε Κατίνα
και τση δώσανε γλυκό
και δεν είπε ‘φχαριστώ
και τση δώσανε καπέλο
κι’ ‘πενε πως δε το θέλω
και τση δώσανε φουστάνι
κι ‘πενε πως δε μου κάνει
και τση δώσανε μια βράκα
και τη πήρενε και γλάκα.
—————————————
Από τ’ αόρι έρχομαι
και παίζω το βιολί μου
και ράξανε οι κοπελιές
και πιάσαν το πουλί μου.
————————————–
Πήδι πήδι Βασιλιά,
το κουλούκι σου πεινά
δώστου πίτα και κουκιά
να γαβγίσει το Χτενά.
————————————-
Ο παπάς από τη Κράνα
ελειτούργα στη κοπράνα
κι ήπαιζε το σιμαντήρι
και μαζόνουνταν οι χοίροι.
Κι ο παπάς από τ’ Αμώνι
τη γαϊδάρα του ζυγώνει,
στα πλακάκια τη νε φτάνει,
στην οριά τη νε δακάνει
κι ο παπάς εμάνιζε
κι’ γαϊδαρα γκάνιζε
κι ο παπάς επορδοκόπα
κι γαϊδάρα τσινοκόπα.
————————————-
Ο καλόγερος ο βάτσης
και ο κατρουλοκανεβάτσης
όξω κάθεται και εργά
και σφεντύλια πελεκά.
Στο πουλί του τα κρεμά.
– Πόσο δίδεις τα σφεντύλια.
– Μια οκά ταγή τα τρία.
————————————
Το κουκί και το ρεβίθι
επαλέψανε στη βρύση
και περνά και η φακή
και τσι βάνει φυλακή.
———————————
Αχ το κακορίζικο
μια βράκα που τη βάνω
και σφίγγει το κολάκι μου
και δε μπορώ να κλάνω.
————————————-
Μωρέ κοπέλι Κρητικό
ειντά ‘χεις μες τη βράκα
δυο βολαράκια ζάχαρη
και μια ποτίλια ράκα.
———————————-
Σε γάιδαρε, να πάμενε στη χώρα
να πάρουμε μια κοπελιά
να ναι γεμάτη ψώρα
———————————————–
Από παέ θα παίξω μια
να πάω στσ Άγιους Δέκα
ξανοίξετε το μπόι μου
και θέλω και γυναίκα.
————————————-
Από παέ θα παίξω μια
να πάω στση Γκαγκάλες
που ‘χουνε ψείρες γαλανές
σα τα κουκιά μεγάλες.
—————————————
Επήγα και παντρεύτηκα
μέσα από τση Μοίρες
και πήρα μνια κοπελιά
κι’ είναι γεμάτη ψείρες.
—————————————-
Επήγα και παντρεύτηκα
από του Καμηλάρη
και χάρισε μου η πεθερά
ντελόγο ένα μουλάρι
—————————————-
Από παέ θα παίξω μια
να πάω στο Τυμπάκι
να βρω τη θεια μου τη Λενιό
που ψήνει κουνελάκι.
—————————————–
Ένα δύο πέντε δέκα
και του Παντελή η γυναίκα
πήγε να ‘γοράσει γάλα
και κατάπιε μια κοκάλα.
—————————————–
Μαμουνάκι γαζωτό
πες μου που θα παντρευτώ
ή στη πόλη ή στο κάστρο
ή στη Βενετιά από κάτω.
——————————————
Αχ μάνα δεν μπορώ
σφάξε μου να πετεινό
βάλε μέσα στο ζουμάκι
εμισή οκά ρυζάκι
και κιανείς να μη προβάλει
γιατί θα ΄ρωστήσω πάλι.
——————————————
Τη Δευτέρα πάει να πλύνει
και τη Τρίτη τα στραγγίζει.
Την Τετάρτη τα απλώνει
και την Πέμπτη τα μαζώνει.
Την Παρασκευή μπαλώνει
το Σαββάτο σιδερώνει
και την Κυριακή αλλάζει,
πω πω ψείρες που τινάζει!!!!!!!!
———————————————-
Της ζωής
Εις τα δέκα είναι κοπέλι
και για πράμα δεν το μέλει.
Στα είκοσι ‘ναι γλεντιστής
και καλός τραγουδιστής.
Στα τριάντ’ ανθεί και δένει
και το νου τ’ ανθρώπου παίρνει.
Στα σαράντα είν’ αντρειωμένος
και στο κόσμο ξακουσμένος.
Στα πενήντα για βουλή,
αν έχει κεφαλή καλή.
Στα εξήντα καμπουρώνει,
βεργαλάκι ανεμαζώνει.
Στα εβδομήντα δε φελά,
μόνο το ψωμί χαλά.
Στα ογδοήντα γέρνεται
και τυφλοκουφαίνεται.
Στα ενενήντα λεν οι δικοί του:
θέμου, πάρε την ψυχή του,
γιατί ανέ πατήσει τα εκατό,
μπλιό μου δεν τον ε βαστώ.