Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Στη Μεσαρά υπήρχαν πολλές αιωνόβιες ελιές από την Ενετική εποχή, ακόμα και παλιά από την αρχαιότητα, δηλαδή την Μινωική εποχή. Οι αιωνόβιες ελιές που υπήρχαν ακόμα άφθονες σε αριθμό προ τριαντακονταετίας, είχαν διάφορες ονομασίες από τους ντόπιους, όπως βενετσιάνικες, φράγκικες. Χονδρολιές, λαδολιές κλπ. Τις ελιές αυτές δεν τις είχαν στη διάθεσή τους και να τις εκμεταλλεύονται ο ντόπιοι, γιατί για πολλά χρόνια ήταν υπόδουλοι ραγιάδες. Όλες τις ελιές καθώς και τα κτήματα τα είχαν οι μεγάλοι τσιφλικάδες και γαιοκτήμονες της περιφέρειας, αφού η περιοχή είχε επέλθει στα χέρια τους, και οι ντόπιοι έκαναν όλες τις αγροτικές εργασίες σαν είλωτες. Αυτό συνεχίστηκε και επί τουρκοκρατίας. Ο αγάς της κάθε περιοχής ανάγκαζε τους υπόδουλους ντόπιους να του φυτέψουν τα λιόφυτά του, και να δουλεύουν στα χωράφια, ή να τους βόσκουν τα αιγοπρόβατα. Όλες αυτές τις γέρικες ελιές φεύγοντας οι Τούρκοι από την Κρήτη τους έβαλαν φωτιά και τις έκαψαν μέχρι τη ρίζα. Οι ελιές όμως αυτές αν και καμένες ξαναφύτρωσαν και πάλι από το χώμα μέσα σε κυκλική διάταξη, μάλιστα σε ένα εύρος που πολλές φορές έφτανε και περνούσε τα δύο μέτρα!
Τα τελευταία χρόνια όμως με τις σύγχρονες καλλιέργειες, όλες αυτές οι γέρικες ελιές έχουν ξεπατωθεί, και με την απόχτηση μάλιστα του σύγχρονου τζακιού στο σπίτι έχουν μετατραπεί σε καύσιμη ύλη. Το ξύλο της παλιάς ελιάς, έγινε πλέον εμπορικό προϊόν κέρδους .
Ποικιλίες στη Μεσαρά εκτός της φράγκικης ελιάς ή χονδρολιάς ή λαδολιάς , συναντούμε επίσης και άλλες ποικιλίες, όπως τη κρητική κορωνέικη , που σαν ωριμάζει κάνει άσπρες μικρές στρογγυλές ελιές, και οι παλιοί τις έκαναν ξιδάτες, και ήταν από τις αγαπημένες τους. Ακόμα έχουμε τις γαϊδουρολιές και μηλολιές , που μπορούσαν να φθάσουν σε μέγεθος ακόμα και εκείνο του αυγού! Οι ελιές αυτές ήταν κυρίως βρώσιμες, δεν τις άλεθαν, και ο λόγος γιατί έβγαζαν λίγο λάδι. Υπήρχαν επίσης οι τσουνολιές που είχαν μύτη μπροστά, οι δαφνολιές, τα μανάκια κλπ.
Tα αγριολίδια, από το βουνό στο χωράφι!
Και στα ορεινά του Ψηλορείτη αλλά και στα Αστερούσια, υπήρχαν άγριες ελιές νεαρές, όπου πήγαιναν οι παλιοί με τα μουλάρια ή γαϊδούρια, για να τις ξεπατώσουν και να τις μεταφέρουν στο χωράφι. Τη δουλειά αυτή την έκαναν οι ίδιοι οι αγρότες ή οι ιδιοκτήτες αν ήταν ευκατάστατοι, έβαζαν εργάτες επί πληρωμή. για να φυτέψουν το λιόφυτο τους σε σειρές, περίπου ανά 10 μέτρα απόσταση η μια ελιά με την άλλη. Επίπονη δουλειά να ξεπατωθεί μια άγρια ελιά με τη ρίζα της, να κοπεί στο 1.5 μέτρο περίπου, και να μεταφερθεί σε μεγάλη απόσταση για να φυτευτεί. Ακόμα πιο επίπονη δουλειά, ήταν το άνοιγμα των αγρουλιδόλακων. Η άγρια νεαρή ελιά αυτή που ήταν έτοιμη για φύτεμα, λεγόταν και «αγρούλιδας», που σαν λέξη σημαίνει «άγρια ελιά». Η κάθε άγρια ελιά στη ρίζα είχε πέλμα μικρό ή μεγάλο, ανάλογα την ελιά, το λεγόμενο και «παπούτσι».
Όμως για το φύτεμα έπρεπε να ανοιχτούν βαθιοί λάκκοι, μέχρι και ένα μέτρο,για να έχει υγρασία το φυτό, αλλά και βαθειά ριζοβολία.
Οι λάκκοι ανοιγόταν Σεπτέμβριο μήνα, για να προλάβουν τα φυτά να ποτιστούν με νερό της βροχής του χειμώνα, ώστε να μην χρειάζονται μέχρι την άνοιξη πότισμα. Το φύτεμα ήταν μάλλον ευχάριστη δουλειά σε όλη τη διαδικασία του. Από τον αγρούλιδα έπρεπε να έχουν αφαιρεθεί όλα τα κλαριά του και να κοπεί ο κορμός σε ένα ύψος περίπου 1,5 μέτρο. Από το «παπούτσι» του φυτού επίσης πρέπει να αφαιρεθούν όλα τα μικρά μεγάλα ριζαλάκια. Το φυτό έπρεπε σε μισό μέτρο με 60 εκατοστά, να χωθεί στο χώμα, αφού τοποθετηθεί κατακόρυφα στο κέντρο του λάκκου.
Στον πάτο έριχναν χώμα επιφανειακό «για να βρει ουσίες η ρίζα να δουλεύει», γιατί βαθειά το χώμα ήταν ουδέτερο χωρίς θρεπτικές ουσίες. Στη συνέχεια πάλι έριχναν σκούρο χώμα επιφανειακό μια και ήταν πλούσιο σε φυσικό φυτόχωμα. Αφού ο φυτευτής έριχνε χώμα ώστε να χωθεί όλο το πέλμα «παπούτσα» της ρίζας, έμπαινε ο ίδιος στο λάκκο με τα άρβυλα, και πατούσε καλά- καλά το χώμα «να να μη παίρνει αέρα η ρίζα». Μπορούσε αν υπήρχε δυνατότητα να ρίξει και ένα κουβά χωνεμένη κοπριά στο λάκκο, για να διευκολύνει τη καλή ριζοβολία του φυτού. Στη συνέχεια έκοβε αστυβίδες ή αθινοκαλιές και γέμιζε τον υπόλοιπο λάκκο, και τις πατούσε κι αυτές. Πήγαινε μετά και έκοβε ένα θυμαράκι, το έκανε μάτσο και το τύλιγε με σπάγκο στη ρίζα του φυτού, αφού φυσικά το περιέκλειε με τρεις – τέσσερις πλακωτές πέτρες σαν χωνί. Στη συνέχεια έριχνε χώμα σε όλο το λάκκο δέκα εκατοστά περίπου πάνω από τις αστυβίδες ή αθινοκαλιές, χωρίς όμως να μπει χώμα στο θυμαράκι ανάμεσα στις πέτρες. Αυτό το θυμαράκι θα είναι η επικοινωνία από το εξωτερικό περιβάλλον με τη ρίζα του φυτού. Στο τέλος , και αφού μπει το χώμα, το μόνο που θα φαίνεται είναι ο κορμός του φυτού, και κοντά στη βάση του κορμού και το πλακάκι που σκεπάζει το «πέτρινο χωνί» που βρίσκεται από κάτω του.
Ο ειδικός που θα φυτέψει το κάθε δένδρο, δεν θα ξεχάσει να το προφυλάξει και από τους καλοκαιρινούς καύσωνες, για αυτό θα έχει μαζί του «παλιούς φάρδους», λινά τσουβάλια δηλαδή, θα τα κόψει σε λουρίδες και θα τυλίξει καλά – καλά το φυτό από κάτω μέχρι πάνω, και θα το στερεώσει με σύρμα ή σπάγκο να μην το λύσει ο αέρας!
Με τα γαϊδουράκια θα έχει προμηθευτεί νερό σε σταμνιά ή μεταλλικά κάνιστρα της εποχής, και θα γίνει και το πρώτο πότισμα! Θα φέρει το δοχείο κοντά στο φυτό, θα ανασηκώσει το πλακάκι, και θα αδειάσει ανάλογα δέκα είκοσι κιλά νερό, ρίχνοντας το μέσα στη τρύπα, και στο τέλος θα το σκεπάσει και πάλι. Η διεργασία αυτή με τη τρύπα στο πέτρινο χωνάκι, είχε σαν αποτέλεσμα, πρώτον το νερό να φθάσει εύκολα και κατ’ ευθείαν στη ρίζα του φυτού, και δεύτερον να μην εξατμίζεται το νερό με τον ήλιο το καλοκαίρι, αν είχε ανοιχτό λάκκο! Τώρα στις αρχές θέλει κάθε 15 μέρες πότισμα ώσπου να βρέξει, και μετά πάλι το καλοκαίρι, για το χειμώνα έκαναν κάτι έξυπνο, από τη μεριά που ήταν ανηφόρα, έσκαβαν δύο αυλάκια δεξιά αριστερά σαν συλλέκτες νερού, τις λεγόμενες «ξενερίστρες», και ότι βρόχινο νερό έπεφτε στο μέρος, τα αυλάκια το καθοδηγούσαν στον αγρουλιδόλακο! Η νέα ελιά το καλοκαίρι θα είχε ριζώσει και πετάξει νέα βλαστάρια, και σε δύο χρόνια που θα έχουν μεγαλώσει αρκετά! Εδώ θα μπει σε άλλη διαδικασία να βρει ασπαλάθους και να τυλίξει το φυτό για να προφυλαχτεί από τα διάφορα ζώα.
Τα νέα βλαστάρια θα μπολιαστούν με φλοιό από ήμερη χονδρολιά. Φυσικά τον επόμενο χρόνο από το φύτεμα, τα αγρουλίδια πλέον δεν χρειαζόταν πότισμα. Φυσικά και τα ήμερα πλέον βλαστάρια του φυτού θα χρειαστεί να τα προστατεύσει από αφύλακτα αιγοπρόβατα, τυλίγοντάς τα κι αυτά με κλαριά από αγκαθωτούς θάμνους όπως ασπάλαθους, αχινοπόδια κλπ.
Από τα αγρουλίδια στα αγριγιάδια!
Οι αγρότες είχαν ανακαλύψει σιγά – σιγά, πως δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνουν στο βουνό για να βρίσκουν άγριες ελιές και να τις ξεπατώνουν, αφού νέα δένδρα μπορούσαν να έχουν ετοιμάσει μόνοι τους στο σπίτι σε μεταλλικά δοχεία ή σε σακούλες! Τα νέα φυτά πλέον δεν θα προέρχονται από το βουνό, αλλά από τα λαίμαργα βλαστάρια της ελιάς, που φυτρώνουν στη ρίζα της! Γνώριζαν τους λαίμαργους αυτούς βλαστούς, τα παράριζα, τα λεγόμενα και «αγριγιάδια», ή «παράποδες». Έμαθαν πλέον πως αν τα αγριγιάδια κοπούν με ένα κομμάτι από την ελιά στη βάση τους, το λεγόμενο «παπούτσι», μπορεί να δώσει ένα νέο φυτό! Έτσι έκοβαν τον άγριο βλαστό, πάχους τριών μέχρι πέντε εκατοστών και ύψος ανάλογο, περίπου μισού μέτρου, και φυσικά μπορούσε κάλλιστα να φυτευτεί σε ντενεκέ ή σακούλα, θα είναι στο σπίτι να ποτίζεται, και πάλι αυτό το φυτό την άνοιξη θα πετάξει βλαστάρια, και θα γίνει νέο φυτό!
Το μόνο μειονέκτημα που το νέο φυτό είναι άγριο και θέλει και πάλι του χρόνου μπόλιασμα από ήμερο δένδρο ελιάς.
Από τα αγριγιάδια στους ρόζους!
Και πάλι αρχές της τη δεκαετίας του ’70, στη Μεσαρά είχαμε νέα καινοτομία, που ήταν σχεδόν επαναστατική! Είχαν ανακαλύψει, πως οι ελιές στον κορμό τους, κάνουν κάποια εξογκώματα που τα λέγανε και « ρόζους», ή αλλιώς και «βυζιά» της ελιάς, χωρίς βλαστούς! Έπιαναν λοιπόν σβάρνα τις μεγάλες ελιές, και όπου έβρισκαν τέτοιο εξόγκωμα το αφαιρούσαν προσεκτικά με ένα σκεπάρνι. Τα εξογκώματα αυτά τα λέγανε και «κουτσουράκια». Δεν ήταν απαραίτητο όμως να έχουν σχήμα πάντα «βυζιού», μπορούσε απλά να είναι κομμένα κάποια τμήματα ήμερου κορμού ελιάς με υγιή μαγληνό λείο φλοιό! Κάθε σπίτι πλέον είχε σε σειρά δοχεία από παλιούς κουβάδες, τενεκέδες τυριού με φυτεμένους ρόζους μέσα στο χώμα.
Αν δεν είχαν μεταλλικά δοχεία, τότε εύρισκαν χονδρό νάιλον, το έκοβε σε όμοια κομμάτια που συνέραβαν με τέλι, και έτσι ι και έκαναν αυτοσχέδιες σακούλες, αλλά μπορούσαν να αγοράσουν και έτοιμες. Έβαζαν μέσα στη σακούλα το «κουτσουράκι» το σκέπαζαν με κοσκινισμένο χώμα ανάμεικτο με κοπριά, το πότιζαν, και εκείνο σιγά – σιγά σε δυό μήνες πέταγε βλαστάρι, που θα ήταν ένα νέο φυτό, και προ πάντων κατ ευθεία ήμερο!
Τα πρώτα φυτώρια ψιλολιάς στη Μεσαρά
Στη Μεσαρά βέβαια ήρθε πολύ αργά η ψιλολιά, περίπου μετά το ’67, παρόλο που υπήρχε όμως νωρίτερα στα Χανιά. Λένε πως εμφανίστηκε πρώτα στη Κορώνη Πελοποννήσου, για το λόγο αυτό κάποιοι τη λένε και «κορωνέικη». Υπήρχε όμως σίγουρα πριν το ’67, σε πειραματικά λιόφυτα στην Γεωργική Σχολή Αμπελούζου. Βοήθησε φυσικά και η σχολή στο να έρθει η ψιλολιά στη Μεσαρά. Εκτός της γεωργικής σχολής, και ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Τιμόθεος μερίμνησε για το θέμα αυτό, καθώς επίσης και η δημιουργία του αναδασμού στον κάμπο της Μεσαράς! Μετά τον αναδασμό στον κάμπο, υπήρχε πλέον κατάλληλο «έδαφος», ώστε να γίνουν πλέον οργανωμένες καλλιέργειες ελιάς, φυσικά με την βοήθεια των οργανωτών. Μια μαρτυρία του Μύρωνα Μαραγκάκη από τη Γαλιά μας λέει για το πώς έφθασε η ψιλολιά στη Μεσαρά:
« Τα πρώτα οργανωμένα φυτώρια ψιλολιάς στην Ελλάδα, τα δημιούργησαν και τα διακίνησαν οι Ξυλοκαστρίτες, οι Αιγιώτες και κάτοικοι στην περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου. Από εκεί τα φυτώρια εξαπλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα! Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών αυτών, κατάλαβαν, πως δεν χρειάζονται ούτε αγριελιές, ούτε άγρια βλαστάρια της ελιάς. Διαπίστωσαν πως και με απλά κομμάτια δροσερού ξύλου από κλαδιά δένδρου μπορούσαν να έχουν νέα φυτά! Έτσι λοιπόν έκοβαν τα κλαδιά της ήμερης ελιάς στην κορδέλα σε μικρά κομματάκια 5 εκατοστών, έβαζαν από ένα κομμάτι σε σακούλες με χώμα και λίγο κοπριά, και εκείνα σε δύο μήνες φύτρωναν, και ήταν μάλιστα και κατ’ ευθείαν ήμερα και δεν χρειαζόταν καν μπόλιασμα, και μάλιστα ποικιλίας ψιλολιάς!
Οι Κρητικοί έμποροι που πήγαιναν στο Ξυλόκαστρο και αγόραζαν μεγάλες ποσότητες από 500 έως 1000 φυτά,! Σιγά – σιγά είδαν τη πατέντα και φυσικά την έκλεψαν!
Άρχισαν μετά να κάνουν το ίδιο και εκείνοι, αλλά και οι ίδιοι αγρότες της Μεσαράς τη δεκαετία του ‘70, που κι εκείνοι με τη σειρά τους έκλεψαν τη πατέντα από τους εμπόρους! Αρχικά έτσι έκοβαν τα εξογκώματα (βυζιά) από χονδρολιές, όμως αργότερα έκοβαν πλέον από ψιλολιές.
Σιγά – σιγά πάλι σταμάτησαν οι Μεσαρίτες αγρότες να φυτεύουν οι ίδιοι τα φυτώρια τους. Ο λόγος, γιατί σε περιοχές έξω από το Ηράκλειο άνοιξαν μεγάλες επιχειρήσεις, που προμήθευαν τον κόσμο μεγάλες ποσότητες φυτώριων. Πολλούς τέτοιους εμπόρους έχει το χωριό Ποταμιές, κοντά στο Καστέλι Πεδιάδος. Πολλοί Μεσαρτίτες με τα αγροτικά πήγαιναν στις Ποταμιές και αγόραζαν 200 και 300 φυτά. Από τη δεκαετία του ’80 και έκτοτε και οι έμποροι γεωπόνοι όμως της Μεσαράς, είχαν βρει πολύ πιο εύκολους και απλοϊκούς τρόπους φύτευσης με μικρά κλαδάκια ή μικρά κομμάτια νεαρών κορμών 5 εκ, και πλέον η παραφωγή νέων φυτών ήταν εύκολη, άρα και η τιμή γίνεται προσιτή, ώστε να αγοράσει ο κάθε αγρότης πλέον νερά φυτά υγιή. μάλιστα σε ότι τιμή θέλει ανάλογα το μέγεθος του φυτού!».
Ήταν ταχεία πράγματι η δενδροφύτευση ελιάς της Μεσαράς σε ψιλολιά, αφού επιδοτήθηκαν και τα αμπέλια να ξεπατωθούν, και να αντικατασταθούν με ελαιόδεντρα ψιλολιάς. Οι χονδρολιές ξεπατώθηκαν, και αντικαταστάθηκαν με ψιλές ελιές. Συνεργεία ανελάμβαναν να ξεπατώνουν εκτάσεις με λιόφυτα, να κρατήσουν τα ξύλα, και σαν αμοιβή έκαναν εκείνοι τη φύτευση δενδρυλίων! Η Μεσαρά παράγει πλέον το έξτρα παρθένο λάδι με έντονα αρωματικά αιθέρια έλαια, και ο κάθε ένας πλέον μπορεί να απολαμβάνει τη γεύση του λαδιού χωρίς τα βαριά οξέα του παρθένου ή λαμπάντε ελαιόλαδου της χονδρολιάς. Βασικό όμως και το κόστος, το ότι χάθηκαν χιλιάδες γέρικαδένδρα, των οποίων πολλά ήταν αιωνόβια, και είχαν στη πλάτη τους μια ιστορία αιώνων.