Από τα όρη της Κρήτης, ως τα στάδια της Δυτικής Γερμανίας, και από εκεί ως το Μανχάταν της Νέας Υόρκης και το Μάινχεντ της Αγγλίας. Μια συνεργασία με τον Nick Cave το 2009. Συμμετοχές σε Φεστιβάλ στο εξωτερικό. Πολλά βραβεία. Και πολλή μουσική. Ο Ψαραντώνης αποτελεί πλέον έναν από τους ζωντανούς θρύλους της μουσικής παράδοσης και της ελληνικής μουσικής γενικότερα.
Στίχοι βγαλμένοι από τη μυθολογία και τον αρχαίο πολιτισμό. Ήχοι παραδοσιακοί. Τρελαμένες δοξαριές. Διονυσιακές μελωδίες.
Μες τα τραγούδια του Ψαραντώνη νιώθεις να ξαναζωντανεύει η μυθολογία της Κρήτης, o Δίας, οι Κουρήτες, το λίκνο του πολιτισμού, η Κρήτη.
Μέχρι να πάμε στο καφέ που μας περίμενε, ήμουν αγχωμένη. Πώς τάχα μπορεί ένας άνθρωπος να συνομιλεί με ένα θρύλο;
Φτάνοντας, μας υποδέχτηκε εγκάρδια. Με τρόπο που μόνο οι Κρήτες ξέρουν.
«Καλώς τα παιδιά», θα μας πει χαμογελαστός και θα εξαφανίσει το άγχος μου αμέσως. Η ευγένεια της ψυχής του μας κάνει να νιώθουμε αμέσως οικεία. Η κρητική φιλοξενία μεταφέρεται σε ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας.
Η συζήτηση θα ξεκινήσει σχεδόν φυσικά. Τον παρακολουθούμε με δέος. Μοιάζει απλός άνθρωπος, καθημερινός. Κι όμως, είναι πολλά περισσότερα.
«Πώς ξεκίνησε η ενασχόληση με τη μουσική;», θα τον ρωτήσω και θα τον γυρίσω χρόνια πίσω.
«Ήμασταν παιδιά. Ο Νίκος… τον έβαλε ο δάσκαλος να τραγουδήσει στις εξετάσεις στο σχολειό. Εγώ δεν είχα μπει ακόμα σχολείο. Μια στιγμής ήθελε ο Νίκος, λύρα και έλεγε «θέλω λύρα», «θέλω λύρα». Και πάει ο πατέρας μας στο δάσκαλο, ωραίος τύπος συγχωριανός μας και του λέει «δάσκαλε το κοπέλι θέλει λύρα, τι θα κάμω;». Και του απαντάει «Γιώργη, θέλει το κοπέλι λύρα; Ο Νίκος; Να πα να του την πάρεις Γιώργη και θα με θυμηθείς». Θα ‘ταν τρίτη-τετάρτη δημοτικού τότε. Και πάει και του παίρνει τη λύρα. Εμείς ακούγαμε τότε τους πιο παλιούς τον Καλομοίρη, τον Μανωλά, τον Πασταράκη, ωραίοι. Και ακούγαμε και παίρναμε εικόνες και πράξεις. Κι εγώ του πείραζα τη λύρα. Ότι είχα μπει στην πρώτη τάξη. Και μου ‘λεγε να μη του την πειράζω τη λύρα και του κάμω ζημιά. Κι έτσι από την ακοή, από αυτό που άκουγα… Επήγα, πάνω στο κρεβάτι και την έπιασα τη λύρα και μου ‘ρθε μια μελωδία. Και άκουσε αυτός τη μελωδία και δε με ενοχλεί, να ανοίξει την πόρτα. Έστεκε και άκουγε μια μελωδία. Με μιας στιγμής ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα, αφήνω εγώ τη λύρα για να μη με μαλώσει και μου λέει κάτσε, για πες μου αυτό που έπαιζες. Βγάνεις ωραίο ήχο. Να παίζεις. Επήρε μου και μαντολίνο και παίζαμε σε γλεντάκια. Κι έτσι μάθαμε.»
«Οι δικοί σου στίχοι; Πώς σκαρφίζεσαι τις μελωδίες και τους στίχους; Υπάρχει κάτι που να είναι έμπνευση για σένα;»
«Έμπνευση είναι η φύση παιδί μου. Όλα είναι η φύση. Δεν υπάρχει Θεός άνθρωπος. Θεός είναι μόνο η φύση. Κι αν μας τιμωρεί έτσι όπως τις φερόμαστε, θα καθαρίσει. Χωρίς τη φύση δε γίνεται τίποτα. Ο παλμός είναι η ζωή. Η φύση γεννά συναισθήματα. Όταν μπορείς να πάρεις από τη φύση, μπορείς και να δώσεις, να γράψεις, να πεις κάτι, να κάμεις μουσική..»
«Η Κρήτη είναι από τα λίγα μέρη που κρατούν ζωντανή την παράδοση και αυτό είναι ένα από τα συστατικά της γοητείας της. Ειδικότερα, όμως η παράδοση βρίσκεται και στα τραγούδια σας. Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική;»
«Η παράδοση είναι πάντα και παντού παρόν. Είναι η ρίζα ενός λαού. Και χωρίς ρίζα δεν υπάρχει ούτε φύλλο, ούτε καρπός. Δεν είναι μόνο η Κρήτη. Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουνε μουσικοί. Και στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Ο κάθε λαός πρέπει να έχει παράδοση. Να την κρατά ζωντανή. Στην Κρήτη, κείνο που με γεμίζει αισιοδοξία είναι ότι όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότεροι νέοι μουσικοί πιάνουν τη λύρα. Εκατοντάδες παιδιά σήμερα, δεν υπήρξαν ποτέ. Ξυπνάει ο κόσμος, ακούει, πάει στην ουσία. Κι όσο πάει ο καιρός όλο και περισσότεροι. Και αυτό είναι το καλό. Κάποιο ταλέντο θα βρεθεί και θα κάνει και περισσότερα.»
«Παίζουν και τα παιδιά σας μουσική. Η μουσική είναι οικογενειακή υπόθεση;»
«Μόνα τους ξεκίνησαν. Επήραν τα όργανα και ξεκίνησαν να παίζουν».
Ο Χρήστος που ακούει καθηλωμένος θα μπει στη συζήτηση:
«Πώς νιώθετε που πολλοί νέοι έχουν πάρει από εσάς; Που είστε δάσκαλος, αν θέλετε για πολλούς;» θα ρωτήσει.
«Κι εγώ έχω πάρει απ’τους άλλους τους παλιούς. Οι νέοι προσπαθούν να κάμουν περήφανους εμάς, όπως προσπαθήσαμε κι εμείς να κάνομε τους προηγούμενους.»
«Εσείς παίρνετε πράγματα από τους νέους;»
«Φυσικά. Από όλους παίρνεις. Και από τους νέους, και από τη φύση. Ακόμα και από τα πουλιά μπορείς να πάρεις ερεθίσματα.»
«Αυτό το βλέπουμε έντονο στην Κρήτη. Βλέπουμε μουσικούς, στα Ανώγεια, να τραγουδάνε μαζί, να παίρνουν πράγματα ο ένας από τον άλλο..»
«Ναι, από παλιά. Εμείς, θυμάμαι, στο σχολείο κάναμε καντάδες με τα κοπέλια, με λύρα, μαντολίνο, μπάσο… Και γυρνούσαμε, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα. Είχανε βγάλει τότε, ο Λεωνίδης ο Κλάδος, μικρά δισκάκια. Επαίζαμε αυτούς τους σκοπούς. Τους μαθαίναμε και κάναμε καντάδα. Ο Κλάδος, καλός παίχτης, καλλιτέχνης, ωραίος, έπαιζα κάτι σκοπούς του, από δισκάκια και κάναμε καντάδα. Οι βοσκοί τόνε πειράζανε και του λέγανε, άμα ακούσεις του σκοπούς από ένα κοπέλι, θα κρεμάσεις τη λύρα σου στον τοίχο. Τονε γνώρισα, λοιπόν, σε ένα πανηγύρι, σε ένα πλάτανο από κάτω. Θα ήμουνα εννιά χρονώ. Νέος αυτός, λεβέντης. Και σηκώνεται και μου δίνει τη λύρα και έπαιξα δεκάμιση ώρα, τους σκοπούς μου και όταν κατέβηκα είχε τα χέρια από πίσω και με στένει μπροστά του και μου λέει «συ ‘σαι βρε μαϊμούνι που θα με κάμεις να κρεμάσω τη λύρα στον τοίχο;» Άκου να δεις ωραίοι ανθρώποι! Και με πιάνει και με αγκαλιάζει και με σήκωσε. Από τότε είμαστε αγαπημένοι και πάω και κουβεντιάζομαι. Και μου λεγε θέλω να γράψεις αυτούς τους παλιούς μου σκοπούς να τα παίξεις εσύ με το δικό σου τρόπο. Ο άθρωπος έχει ένα στούντιο, που το ‘χει ένας που παίζει και καλή λύρα, και έγραψε μια δεκαριά κομμάτια, σκοπούς και αυτός πέθανε μετά από λίγο. Και λέει εά δε τα πει ο Αντώνης, να μη τα κυκλοφορήσεις. Και έχω πάει και έχω πει τέσσερα τώρα.»
«Πρόσφατα κάνατε μια συνεργασία με την Παυλίνα Βουλγαράκη. Στηρίζετε νέους καλλιτέχνες;»
«Ναι, αμέ. Βέβαια. Τα νέα παιδιά πρέπει να τα σέβεσαι και να τα αγαπάς. Γιατί προσπαθούνε.»
Ο Χρήστος θα ξανασχολιάσει:
«Έχω ακούσει πως είστε αυστηρός σε αυτό που κάνετε».
«Όχι, καθόλου. Η μουσική πηγάζει από την ψυχή. Αν λείπει αυτό, είπαμε, δε μαθαίνεται αυτό. Δε γράφεται στο χαρτί το συναίσθημα του καλλιτέχνη για να το μάθεις. Αυστηρός μπορεί να είμαι όταν κάποιος προσπαθεί να παίξει μουσική χωρίς ψυχή».
Ύστερα, η συζήτηση θα βγει από τα σύνορα. Θα τον ταξιδέψουμε ως την Αγγλία, για να ρωτήσουμε πως έγινε η γνωριμία με τον Nick Cave.
«Γνωριστήκαμε σε ένα φεστιβάλ στην Αγγλία. Και έπαιξε. Και κάθομουν εγώ σε μια άκρη με κάτι συγχωριανάκια μας και τη Νίκη. Πιάνει το μικρόφωνο όταν τελείωσε και μίλησε. Και μου λεν τα κοπέλια, για σένα λέει. «Αύριο, λέει, μη χάσετε τον αρχαίο μέγα εκείνο που εγώ τον ακούω σπίτι μου και όταν ταξιδεύω.» Δε θέλω να πω τίποτα άλλο, τέλος πάντων. Κι από τότε γνωριστήκαμε.
Οι μεγάλοι άνθρωποι, παιδί μου, αγαπούν ο ένας τον άλλο. Όπως βλέπονται τα ψηλά βουνά, περήφανοι, έτσι είναι κι οι αθρώποι. Δε φοβούνται να εκφράσουν θαυμασμό. Μετά είχαμε παίξει και μαζί με τον Nick Cave, στο Φεστιβάλ στην Αυστραλία που είχα πάει το 2009».
«Και πώς προέκυψαν αυτά τα ταξίδια, αυτές οι συμμετοχές σε φεστιβάλ του εξωτερικού;»
«Σε αυτά τα φεστιβάλ στέλνουν ένα από κάθε χώρα. Έτσι και στην Ελλάδα, κάθε χρόνο, το υπουργείο πολιτισμού επιλέγει να στείλει ένα μουσικό. Τότε που ήμουν νεαρός, είκοσι πέντε χρονώ με επέλεξαν για να πάω στη Γερμανία. Είναι τιμή μου που με επέλεξαν, να εκπροσωπήσω τη χώρα και την παραδοσιακή μουσική.»
«Οι άνθρωποι έξω; Πώς αντιμετωπίζουν την ελληνική μουσική;»
«Γενικά στο εξωτερικό έχω δεχθεί πολύ αγάπη. Οι άνθρωποι μας αγαπούν, μας εκτιμούν. Γνωρίζουν την ιστορία μας, την παράδοσή μας και τη σέβονται. Γνωρίζουν ακόμα και πράγματα που εδώ στην Ελλάδα, είναι πολλοί που δε ξέρουνε για την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Ειδικά στα φεστιβάλ πριν βγω, αυτά που λένε για εμάς, δε τα λένε για κανένα άλλο λαό. Μας αντιμετωπίζουνε με δέος, με θαυμασμό. Μάλιστα, με έχει συγκινήσει ότι πολλοί ξένοι έρχονται στην Κρήτη σε δισκάδικα και ζητάνε τον Αντώνη.
Πρόσφατα είχε έρθει ένας μαέστρος Ρώσος και κάναμε παρέα. Ήρθανε τα ταλέντα Ρώσοι από ένα σχολείο, με το μαέστρο, στο θέατρο. Και είχανε κάνει ένα κλαδάκι ελιά και παρουσιάζαμε το κάθε κοπέλι με τιμές. Και πήγαινα εγώ και του δινα το κλαδάκι ελιάς στο κεφάλι. Και μετά παίξαμε κιόλας. Μένει ο μαέστρος στο θέατρο πολύ συλλογισμένος και έλεγε του προέδρου: «θα πάω στην Ρωσία και θα πάψω να διδάσκω, τι είναι τώρα αυτό, από δω ξεκίνησαν όλα.» Είναι συγκινητικό να το ακούς αυτό».
«Όσον αφορά την κρίση…»
«Παιδιά, οι αρχές προκαλούνε όλο το κακό. Δε τα κάνει ο Γερμανός ή ο Τούρκος. Οι αρχές τα κάνουν. Γιατί έχω πάει παντού και ξέρω τους ανθρώπους, πόσο μας αγαπούν και σέβονται την ιστορία μας».
«Πιστεύετε πως η κρίση μπορεί να φέρει πολιτισμική επανάσταση;»
«Μπορεί να γίνει κάτι καλό. Να συμμορφωθούμε. Να καταλάβομε τι κακό κάνομε.»
«Κάποια ιστορία που σας έκανε εντύπωση;»
«Θυμάμαι σε ένα φεστιβάλ, έρχεται ο Κινέζος αντιπρόσωπος να με συγχαρεί. Μουσικοί υπάρχουν από την αρχαιότητα, από την αρχαία Ελλάδα, μου λέει. Η λύρα που έπαιζε ο Ορφέας και ο Απόλλωνας ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα γεννήθηκε ο πολιτισμός. Ακόμα και οι ονομασίες του ουρανού είναι ελληνικές, γκρεκ. Αυτά λένε, σε όλο τον κόσμο. Κι εδώ στην Ελλάδα πάμε και καταστρέφουμε τις αρχαίες μας περιουσίες. Όταν πηγαίνεις σε έναν αρχαίο χώρο και βλέπεις πα σε ένα μνημείο μια μουτζούρα… Αυτοί που έρχονται ξέρουνε και έρχονται με δέος και βλέπουνε αυτή τη μουτζούρα. Και αναρωτιόνται… Τι θέλουνε να κάμουνε, λέει; Να θάψουνε αυτή την ιστορία; Ή τάχα δεν έχει πιο πέρα χώρο;»
Κλείνοντας, θα του ζητήσω να μου πει μια μαντινάδα για να πάρω λίγο άρωμα Κρήτης. Θα μου πει μία από τον επόμενο δίσκο που ετοιμάζει, όμως επιλέγω να σας αφήσω με την απορία.
Κι αν ίσως πρέπει να κρατήσουμε μια επίγευση από όλη αυτή τη συνάντηση, είναι πως «οι πιο απλοί άνθρωποι, γεννούν τα πιο σύνθετα συναισθήματα», φράση που έχω ξαναγράψει για τον αυτό το θρύλο της μουσικής. Και πως η ψυχή σε ότι κάνουμε είναι το βασικό συστατικό της επιτυχίας, το μυστικό αν θέλετε, αν τάχα υπάρχει μυστικό για την επιτυχία. Η ψυχή και το μεράκι, το πάθος για δημιουργία, το συναίσθημα.
Κείμενο: Χάρις Γεωργίου, Φωτογραφίες: Χρήστος Διαμάντης
Πηγή: Nostimonimar.gr