«…Κόντευε, που λες, ο Μάρτης του ’21. Κι έβγαλε τότε ένα κρυφό φιρμάνι ο Σουλτάνος να βρούνε τρόπο οι δικοί του να μαζέψουν στην Τριπολιτσά και ν’ αφανίσουνε τους προύχοντες.
Ο λόγος;
Είχε μάθει ο Χουρσίτ-πασάς πως όντως ετοιμάζανε ξεσηκωμό.
Παίρνει διαταγή ο Βοεβόδας Καλαβρύτων να στείλει τους προκρίτους της περιοχής του στην Τριπολιτσά. Εκεί ο Καϊμακάμης είχε κιόλας μαντρωμένους κι άλλους πολλούς ακόμα προεστούς και ιεράρχες από τις άλλες επαρχίες του Μοριά.
Κάλεσε στα Καλάβρυτα ο Αρναούτογλου όλες τις ύποπτες μεγάλες κεφαλές, τάχα για γεύμα. ΄Ηταν εκείνοι που είχαν δώσει το παρών στη σύναξη τη μυστική του Αιγίου, όπως σου είπα. Ανάμεσά τους κι ο Φωτήλας, ο πατέρας του Παναγιωτάκου. ΄Επειτα, μυστικά, καλεί σε σύσκεψη τους αξιωματικούς του ο Βοεβόδας μες στον πύργο, με κλειστές τις πόρτες, και τους δίνει διαταγές: Αν δεν έφευγαν με το καλό οι προύχοντες για την Τριπολιτσά, έπρεπε να τους στείλουν με τη βία. Ο αφανισμός τους είχε αποφασιστεί.
΄Εξω απ’ την πόρτα την κλειστή έστεκε η κόρη του η Αϊσέ. Και μόλις άκουσε το φοβερό που θα γινόταν, έτρεξε στον καλό της, τον Παναγιωτάκο, του Φωτήλα πρωτογιό, ομολόγησε τα σχέδια του πατέρα της, μαζί και όλα τ’ άλλα που είχε κρυφακούσει
Ενήμεροι πια οι προύχοντες, ξεκίνησαν εννιά του Μάρτη, τάχα υπάκουοι στη διαταγή του Αρναούτογλου, μα στην Τριπολιτσά δεν έφτασαν ποτέ. Μ’ ένα σωρό τεχνάσματα, που σίγουρα τα ξέρεις και δεν έχω λόγο να σ’ τα ξαναπώ, στις 12 του ίδιου μήνα, ξημερώματα, βρέθηκαν στην Αγία Λαύρα. Κι εκεί αρχίσανε ξανά οι συσκέψεις, οι κουβέντες κι οι διχογνωμίες, αν έπρεπε ή όχι να κηρυχτεί αμέσως ο ξεσηκωμός.
΄Ετοιμος από καιρό για τον αγώνα, ξεκίνησε να πάει στο μοναστήρι κι ο Παναγιωτάκος, αφού εμπιστεύτηκε το μυστικό στην Αϊσέ, για να χαρεί πως κόντευε η λευτεριά κι ο γάμος δε θ’ αργούσε.
Στο δρόμο τον συλλάβανε οι άντρες του πατέρα της. Και πάνω που ήταν έτοιμοι να τον σκοτώσουν, ακούνε καλπασμό αλόγου. Μια καβαλάρισσα με φερετζέ μεταξωτό και πισωκάπουλα ένα θεόρατο αράπη καταφτάνει με κομμένη την ανάσα. Λέει δυο λόγια στον τσαούση μυστικά, εκείνος την αναγνωρίζει, και το απόσπασμά του αφήνει τον αιχμάλωτο ελεύθερο. Με τη σειρά της η Αϊσέ είχε γλιτώσει τον Παναγιωτάκο, όπως κι εκείνος είχε σώσει τη ζωή της απ’ τους κλέφτες. Κι ας την απείλησε όταν το ’ μαθε ο πατέρας της ότι θα τη σκοτώσει αν ξαναβγεί από το σπίτι.
Έφτασε λοιπόν στη Λαύρα ο γιος Φωτήλας, ήρθανε κι άλλα ψυχωμένα παλικάρια, μαζί και προύχοντες το ίδιο αποφασισμένοι. Από κοντά και τα μαντάτα πως ασυγκράτητοι οπλοφόροι, είχαν αρχίσει κιόλας τον αγώνα εδώ κι εκεί με μικροεπεισόδια κι επιθέσεις. Κάθε αναβολή, λοιπόν, θα ήταν επιζήμια.
Ξημερώνοντας του Αγίου Αλεξίου, στις 17 του Μάρτη, πάρθηκε τελικά η απόφαση. Κι ευλόγησε τα όπλα ο Παλαιών Πατρών, προτού να φύγει για την Πάτρα, δώσανε τον όρκο κι οι αγωνιστές: Ελευθερία ή θάνατος!…»
Πηγή: lotypetrovits.blogspot.gr