Γράφει ο Μιχάλης Χανιωτάκης
Στο χωριό είχαμε την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω ένα σωρό γλέντια…
Στου Τίτου του Φραγκάκη το μαγαζί που ήταν και το μεγαλύτερο, απέναντι στου Δημήτρη του Πιλατάκη το μαγαζί που το έκαναν διάφοροι εκ περιτροπής, στο μαγαζί του Ρούβα, στου Σιββιανάκη το μαγαζί και απέναντι σε ένα άλλο μικρό!
Δε θυμάμαι άλλα…
Μου λέει ο πατέρας μου: Έκανες καμιά βόλτα στα γλέντια; Έχει κόσμο;
Του είπα τις εντυπώσεις μου και ποιοι παίζουν…
Σε λίγο λέει ένας: Τώρα πάει στου Τίτου μια μεγάλη παρέα 10-12 άτομα και είναι μέσα και ο Κλάδος ο ζαχαροπλάστης….
Είχε ένα ζαχαροπλαστείο στην πλατεία των Μοιρών και έπρεπε να περιμένεις σειρά να βρεις τραπέζι να κάτσεις.
Δεν ήταν ακόμη καθιερωμένος λυράρης ή μάλλον ένα διάστημα είχε διακόψει…
Ο πατέρας μου τον είχε διακρίνει για το παίξιμο του και τον είχε μπεγιαντίσει!
– Και θα παίξει και αυτός άραγε;
– Μπα αφού παίζει ο Γιάγκος…
– Μωρέ όνε πάω εγώ και τον ξεργαγαλισω….Θα τον βάλω να παίξει!
– Γιάντα δεν πας; Γνωρίζεστε;
– Και πολύ μάλιστα! Τα γυρίσματα του Κλάδου στο συρτό ούτε ο Σκορδαλος δεν τα κάνει…
Σκορδαλικός ο πατέρας μου για να τα λέει αυτά κάτι ήξερε.
Ήταν μεγάλος μερακλής της Κρητικής μουσικής, απίθανος τραγουδιστής και απίστευτος χορευτής ειδικά στον μαλεβυζιώτη…
Καθόμαστε στο καφενείο αρκετά άτομα, βοηθούσα και εγώ να τον ξεκουράσω….
Ήμουν δευτεροετής φοιτητής και κατέβηκα τότε αποκριές από την Θεσσαλονίκη γιατί δεν άντεχα το κρύο.
Για να διασχίσω την Αγίου Δημητρίου να πάω στο πανεπιστήμιο κρατούσα τα αυτιά μου να μη πέσουν από το κρύο!
Και αποφάσισα να κατεβώ στην ζεστή Μεσαρά, έστω 10 μέρες να ζεσταθώ.
Μου κάνει σινιάλο, πάμε;
Φύγαμε! Να φωνάξω της μάνας μου να έρθει; Εγώ θα πάω να αλλάξω και σακάκι, εσύ καλά είσαι…
Σε λίγο μπαίνουν ο πατέρας και η μανά μου αγκαλιασμένοι, σημάδι πως πήρε άδεια εξόδου!
Εκεί που τους καμάρωνα τους λέω πάτε οι δυο σας και εγώ θα κάτσω στο καφενείο…..Όχι η μανά μου… Πήγαινε να ξεσκάσεις και εσύ μητέρα! Εγώ έχω καιρό να γλεντήσω! Εγώ για να ετοιμαστώ θα σχολάσει το γλέντι, μονό πάτε οι δυο σας…
Με πιάνει από το μπράτσο ο πατέρας μου και με σφίγγει με νόημα: Δηλαδή πάμε μη αλλάξει γνώμη….
– Γιάε όνε χορέψω θαρθεις δεύτερος να με μπρατσάρεις! Εντάξει;
Είχαμε κάνει τόσες πρόβες όταν μας μάθαινε τον μαλυβυζιώτη….
– Εντάξει, μη φοβάσαι…
Θέλει υποστήριξη ο πρώτος και καλή!
Όταν πάει να κάνει κοτζαμπάκι και άλμα και να μη χάσει τα πατήματα.
Μπαίναμε μέσα!
Πολύς κόσμος μουρμούρα.
Τα όργανα στο φουλ και η καπνά του τσιγάρου να την κόβεις με το μαχαίρι.
Μας καλωσορίζουν και δυο τρεις παρέες μας καλούν να κάτσαμε στις παρέες τους…
Τον βλέπει και ο Κλάδος παίζει ένα πήδο: Στρατηηηηή…
Αγκαλιάζονται!
– Έλα να κάτσεις στην παρέα μου.
Με συστήνει και εμένα!
Καθόμαστε…
– Να πάω ένα λεπτό να ζητήσω συγγνώμη από τις παρέες που με φώναξαν και δεν πήγα..
– Εντάξει…
Πήγε πρώτα στον Μύρο το Σιββιανάκη ανιψιό από την μανά μου αλλά τον αγαπούσε σαν και εμάς.
Μετά στον Μύρο τον Φραγκακη!
Παιδικός φίλος και μαζί στρατιώτες και στον πόλεμο…
Αλλά του λέει μετά θα μας πεις όταν πήγες στο γιατρό του στρατοπέδου που είχες συγκαεί στα σκέλια!
Γελούσαν και οι δυο με την ψυχή τους.
Είχε συγκαεί από την σέλα του αλόγου…
Όλη μέρα στα γυμνάσια και πήγε στο ιατρείο να του βάλουν καμία αλοιφή.
Και πιάνει ο γιατρός με μια λαβίδα ένα κομμάτι βαμβάκι…
– Κατέβασε τα βρακιά σου …..
Και το ιώδιο πάνω στο έγκαυμα!
Με κατεβασμένα τα παντελόνια βγήκε έξω τρέχοντας να δροσιστεί από τον αέρα.
Και έκανε σινιάλο στους επόμενους να φύγουν!
Αφού έπιανε τα νέα τους ο Κλάδος και ο πατέρας μου του λέει να πάω να σου φέρω την λύρα ή θα έρθεις μαζί μου να πάμε μαζί; Δε φεύγω αν δεν σε ακούσω! Για σένα ήρθαμε!
Και εγώ θέλω να σε δω να χορεύεις μαλεβιζιώτη.
Ντρεπόταν τον Γιάγκο…
Δικό μας κοπέλα είναι ο Γιάγκος! Άσε θα του το πω εγώ του λέει…..
Σηκώνετε ο Γιάγκος με την λύρα του και την προσφέρει στον Κλάδο.
Και του κάνει νόημα να πάει στην καρεκλά του.
Αρχίζει ο Κλάδος τα συρτά και σηκώθηκε όλο το μαγαζί να χορέψει…
Ο Γιάγκος έκατσε στην θέση του Κλάδου.
Λέει ο Γιάγκος του πατερά μου: Άκου τώρα ποσά γυρίσματα κάνει και με τι φυσικότητα…
Αραιώσαν σιγά οι χορευτές και φωνάζει ο Λεωνίδας: Στρατηηηηηηή…
Σηκώνεται ο πατέρας μου και πίσω του εγώ.!
Και από συρτό να τον και τον μαλεβυζιωτη…
Μαλακά στην αρχή!
Ένα στυλ είναι ο κάλος χορός, καλό στήσιμο και να βρεις την αρμονία της μουσικής…
Ο μαλεβυζιωτης έχει και αλλά πράγματα ποιο εξιδανικευμένα.
Είναι νευρικός χορός γρήγορος.
Οι παλιοί λέγανε ότι έχει κάπου εβδομήντα γυρίσματα..
– Κατέχεις τα όλα πατέρα;
– Τα μισά μου έλεγε. Έχει και κτυπήματα στα παπούτσια στα γόνατα και άλματα.
Αρχίζει ο πατέρας μου τα ωραία του σηκώθηκε όλο το γλέντι να τον βλέπει, χειροκροτήματα….
Και ο Μύρων ο Φραγκάκης να φωνάζει γεια σου ιππέααααα!
Ο Κλάδος είχε τόσο ενθουσιασμό που θα έπαιξε και τα 70 γυρίσματα του μαλεβυζιωτη….
– Σταματά γιατί ο Κλάδος έχει αφηνιάσει θα σε σκάσει…
Κάνω σινιάλο να σταματήσει και σταματά…
– Άμα σε βλέπω να χορεύεις με συνεπαίρνεις, του λέει .
– Και εσύ όταν παίζεις. μου βάζεις φτερά στα πόδια.
Παλιά είχαμε πολλούς και καλούς χορευτές!
Οι σημερινοί υπερτερούν στο θέαμα….οι ποιο πόλοι είναι από σχολές…
Έχουμε και τώρα ένα πολύ καλό χορευτή!
Ιδανικό θα έλεγα…
Δεν σας τον λέω.
Έφυγε και είναι στην Αμερική!