Ο Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από τη μεγάλη οικογένεια των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς ήταν στρατηγός του θέματος των Ανατολικών.
Από πολύ νεαρή ηλικία απέκτησε πλούσια εμπειρία από τους πολέμους των Βυζαντινών εναντίον των Αράβων.
Ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία και ως νεαρός Πατρίκιος διακρίθηκε στην εκστρατεία του πατέρα του εναντίον των Αράβων. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος τον διόρισε αρχηγό του Βυζαντινού στρατού στην Ανατολή. Ο Ρωμανός Β΄ (959 μ.Χ-963 μ.Χ.) τον τίμησε με τον τίτλο του Μάγιστρου και τον διόρισε πάλι Δομεστίνο των σχολών της Ανατολής, ενώ το 960 του ανέθεσε την αρχηγεία της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες.
Ο θάνατος του Αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄(15 Μαρτίου 963) δημιούργησε σοβαρά προβλήματα, αφού η αυτοκράτειρα Θεοφανώ ήταν μόλις 20 ετών, οι δε γιοι του Βασίλειος και Κωνσταντίνος έξι και τριών ετών αντίστοιχα. Η άσκηση της εξουσίας θα περιερχόταν στον ευνούχο Ιωσήφ Φρίγγα, ο οποίος συνωμοτούσε εναντίον του ενδόξου στρατηγού. Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε πλήρη γνώση της κατάστασης. Απέκτησε σιγά σιγά και το θαυμασμό της νεαρής Αυτοκράτειρας, η οποία δεν συμφωνούσε με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από παρακοιμώμενο ευνούχο. Τελικά ο Νικηφόρος Φωκάς πείστηκε να επιδιώξει την άνοδό του στον θρόνο της Aυτοκρατορίας παρά τη ροπή του προς το ασκητικό ιδεώδες, την οποία του την είχε εμφυσήσει ο φίλος του Αθανάσιος ο Αθωνίτης.
Η δύναμή του ήταν τέτοια που η χήρα του Αυτοκράτορα, η Θεοφανώ, ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και, αφού στέφθηκε αυτοκράτορας από το στρατό το 963 στην Καισάρεια, τον νυμφεύτηκε στη μεγάλη εκκλησία της Πρωτεύουσας, την Αγία Σοφία.
Μέλος της μεγάλης στρατιωτικής οικογένειας των Φωκάδων, ο Νικηφόρος είναι ιδιότυπη περίπτωση αυτοκράτορα, που συνδυάζει την τραχύτητα του στρατιωτικού με τη θρησκευτική απλότητα του μοναχού. Μακριά από κάθε πολυτέλεια, ζει στα ανάκτορα όπως και στο στρατόπεδο χωρίς όμως να αδιαφορεί για τα συμφέροντα των αριστοκρατών, στους οποίους ανήκει. Με τη νομοθεσία του, ενώ καλυτερεύει τη θέση των μεγαλογαιοκτημόνων απέναντι στους μικροϊδιοκτήτες, προστατεύει ιδιαίτερα τη στρατιωτική ιδιοκτησία, θεωρώντας πρωταρχικής σημασίας την οικονομική ενίσχυση του στρατού. Παράλληλα σταματά τον πολλαπλασιασμό των μοναστηριών – επιτρέπει την ίδρυση νέων μόνο σε έρημα μέρη, όπως είναι το Άγιο Όρος – και εκδίδει διάταγμα (964) εναντίον της αύξησης της εκκλησιαστικής περιουσίας καθώς πίστευε πως ο πλούτος δεν ταίριαζε με την πνευματική φύση της και τον ασκητικό τρόπο ζωής των μοναχών. Περιόρισε επίσης την αρχή της προτιμήσεως για γαίες δυνατών ή φτωχών στα μέλη των αντίστοιχων τάξεων και φρόντισε να ενισχύσει την τάξη των στρατιωτών, ορίζοντας ως αναπαλλοτρίωτο όριο στρατιωτικών κτημάτων εκτάσεις αξίας 12 νομισμάτων. Με τον τρόπο αυτόν οι στρατιώτες μπορούσαν να καλύπτουν τα έξοδα του εξοπλισμού τους.
Έκανε πολλούς πολέμους και εκτίναξε τα σύνορα της Aυτοκρατορίας πέρα από τον Ευφράτη. Ακόμα έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον για τα Βυζαντινά συμφέροντα στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Αντιμετώπιζε με μεγάλη επιτυχία τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ακόμα απελευθέρωσε πολλές πόλεις με θριαμβευτικές νίκες, ανακατέλαβε την Κύπρο και επιβεβαίωσε την Βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο.
Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του Αυτοκράτορα υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή.
Πράγματι ο Νικηφόρος αφού συγκέντρωνε τον Βυζαντινό στρατό στα Φύγολα της Μικράς Ασίας εκμεταλευόμενος την απουσία του αραβικού στόλου από την Κρήτη κατέπλευσε στον κολπίσκο πλησίον του Χάνδακα και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του συγκεντρωμένου στρατού. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν ολόκληρο το χειμώνα.
Στις 7 Μαρτίου του 961 μ.Χ. κατέλαβε το Χάνδακα και εκκαθάρισε το νησί από τα υπολείμματα των Αράβων, ενώ άφησε αξιόλογη τη φρουρά για τη προστασία του νησιού από νέες αραβικές επιδρομές.
Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη τέλεσε θρίαμβο ενώπιον του Αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ και μεγάλου πλήθους, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από τον μεγάλο αριθμό των αιχμαλώτων καθώς και τον Άραβα Εμίρη της Κρήτης Αμπντ-Αλ-Αμιζ.
Μετά την επιστροφή του στην Ανατολή οργάνωσε συστηματικά τον αγώνα των Αράβων.
Νίκησε σε επανειλημμένες αναμετρήσεις τον χαλίφη των Αράβων Σαιφ-αλ Ντάου Λαχ, κατέλαβε 60 σημαντικά φρούρια και την πρωτεύουσα του κράτους του Χαλεπίου στη Βόρεια Συρία (Δεκέμβριος 962 μ.Χ.). Οι νίκες εναντίον των Αράβων σε όλα τα πεδία ανύψωσαν το γόητρο της Aυτοκρατορίας και την προσωπική ακτινοβολία του μεγάλου βυζαντινού αρχηγού.
Τα πρώτα δύο έτη της βασιλείας του απομάκρυνε τους ΄Αραβες από την Κιλικία. Οι πόλεις Τάρας, Άδανα, Μονεστία και άλλες απελευθερώθηκαν με θριαμβευτικές νίκες του βυζαντινού στρατού. Το 966 μ.Χ. ο Νικηφόρος πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Αντιόχεια αλλά προσάρτησε μεγάλο τμήμα της Συρίας. Το 967 μ.Χ. οργάνωσε νέα εκστρατεία στη Συρία, κινήθηκε κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, απελευθέρωσε πολλές πόλεις και τελικά αποφάσισε την πολιορκία της Αντιόχειας. Κατέλαβε την ΄Εδεσσα, στην οποία βρήκε την αχειροποίητη εικόνα του Χριστού, προχώρησε μέχρι την Τρίπολη του όρους Λιβάνου, κατέλαβε είκοσι περίπου οχυρά φρούρια και επέβαλε νέα πολιορκία στην Αντιόχεια. Η πολιορκία ανατέθηκε στους στρατηγούς Πέτρο Φωκά και Μιχαήλ Βούρτζη οι οποίοι τελικά κατόρθωσαν να καταλάβουν την Πόλη (29 Οκτωβρίου 969 μ.Χ). Σύντομα καλύφθηκε και το Χαλέπι και ο Άραβας εμίρης του Χαλεπίου αναγνώρισε τη βυζαντινή κυριαρχία. Οι επιτυχίες του Νικηφόρου στην Ανατολή εξουδετέρωσαν πλήρως την αραβική απειλή για πολλές δεκαετίες ενώ παράλληλα αποκατέστησαν την βυζαντινή παρουσία μέχρι τη Μεσοποταμία.
Η τόσο σημαντική αύξηση δύναμης και αίγλης του Βυζαντίου υπαγορεύει στον Νικηφόρο την αγέρωχη στάση του απέναντι στους Βουλγάρους, όταν αντιπρόσωποί τους ζητούν την πληρωμή φόρων που πληρώνονταν από παλαιά. Η μυστική συνεννόηση Βουλγάρων και Ούγγρων, που έδινε τη δυνατότητα στους τελευταίους να κάνουν επιδρομές στη Θράκη περνώντας από βουλγαρικό έδαφος, προκαλεί τον Νικηφόρο να στρέψει τους Ρώσους εναντίον των Βουλγάρων, γεγονός επικίνδυνο για το ίδιο το Βυζάντιο, κυρίως ύστερα από τη ρωσική κατάληψη της Βουλγαρίας. Συναίσθηση υπεροχής, αλλά και παράδοση αιώνων, δημιουργεί τη δυσμενή αντίδραση του Νικηφόρου, όταν επανιδρύεται στη Δύση η Αυτοκρατορία, αυτή τη φορά από Γερμανό ηγεμόνα, τον Όθωνα Α’ (962), ο οποίος μονοπωλεί τον τίτλο του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Η ισχυρή αντίδραση του Νικηφόρου για την ανεπίτρεπτη στάση του Γερμανού ηγεμόνα εκδηλώνεται και με τη δυσμενή υποδοχή, που επιφυλάσσει στον πρέσβη του Όθωνα, Λιουτπράνδο (968).
Η συνεχής πολεμική δραστηριότητα των Βυζαντινών για μια ολόκληρη εξαετία (963 μ.Χ.-969 μ.Χ.) είχε κουράσει τον Βυζαντινό στρατό και είχε προκαλέσει τη δυσφορία του λαού από τις επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις. Ο ανιψιός του, Ιωάννης Τσιμισκής εκμεταλεύτηκε αυτή τη δυσφορία και σε συνεργασία με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, συγκρούστηκε με το Νικηφόρο και οργάνωσε συνομωσία για την εκθρόνισή του, η οποία συντελέστηκε με τη δολοφονία του ηρωικού Αυτοκράτορα τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου το 969 μ.Χ. Αυτό ήταν το άδικο τέλος του Νικηφόρου Φωκά, ενός από τους σημαντικότερους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Ο Νικηφόρος Φωκάς υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου και μεγαλόπνοος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της Αυτοκρατορίας. Φύση ιδιόρυθμη και δυναμική, αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση στο πεδίο των μαχών και στην εμπειρία της ασκητικής ησυχίας. Οι στρατιωτικές και στρατηγικές του ικανότητες είχαν αναπτυχθεί στο έπακρο όπως φαίνεται και από τα στρατιωτικά του έργα. Αδάμαστος πολεμιστής και μεγαλόπνοος ηγέτης, αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στο πεδίο των μαχών και στην πνευματική άσκηση.