Γράφει ο Ζαχαρίας Κατσακός
Ο τόπος είχε μείνει θαμμένος για χιλιάδες χρόνια. Μια ξεχασμένη πόλη, σμιλεμένη στη βάση του βράχου, πίσω από ελιές που φύτρωναν μονάχες τους, σε μια κοιλάδα που η Ιστορία είχε εγκαταλείψει όπως εγκαταλείπεις μια παλιά ερωμένη – χωρίς μίσος, χωρίς τύψεις, μόνο από κόπωση.
Οι ντόπιοι την έλεγαν «Πανάργυρη Σκιά», όχι επειδή κάτι έλαμπε, αλλά γιατί τα απογεύματα η γη άλλαζε χρώμα, κι έμοιαζε σαν να βυθίζεται το παρελθόν κάτω απ’ το φως ενός ξένου άστρου. Ώσπου ήρθε η Εταιρεία.
Μια τεράστια κατασκευαστική, που εξειδικευόταν σε αυτόνομα εργοτάξια: ρομποτικοί βραχίονες, σμηνεύοντα drones, τεχνητή νοημοσύνη διαχείρισης πόρων και ανθρωπογεωγραφίας. Η κυβέρνηση είχε εγκρίνει τη δημιουργία της πρώτης «Έξυπνης Πολιτείας» στην περιοχή, ένα πείραμα υψηλής τεχνολογίας με χαμηλό κόστος και ακόμα χαμηλότερη συνείδηση.
Στις πρώτες μέρες της εκσκαφής, βρήκαν τις πρώτες πέτρες. Λιθόκτιστοι τοίχοι, φτιαγμένοι χωρίς κονίαμα, με τέτοια ακρίβεια που τα μηχανήματα κόλλησαν. Η Εταιρεία ανέλυσε το εύρημα σε δευτερόλεπτα: «Αρχαία δομή ασαφούς πολιτισμικής αξίας. Δεν εντάσσεται στο αρχαιολογικό μητρώο. Να συνεχιστεί η αποψίλωση.»
Η δεύτερη φορά που τα μηχανήματα σταμάτησαν, ήταν γιατί βρήκαν ανθρώπινα ίχνη – σκελετούς, τάφους, εργαλεία τελετουργίας. Ξανά, η τεχνητή νοημοσύνη απεφάνθη: «Μη καταχωρισμένα. Χαμηλό ιστορικό ενδιαφέρον. Κίνδυνος καθυστέρησης έργου: υψηλός. Να συνεχιστεί η κατεδάφιση.»
Ο Αντώνης, ένας αρχαιολόγος που είχε εγκατασταθεί χρόνια πριν στην περιοχή για τις σπουδές του, άκουσε τις ειδήσεις μέσα από το παλιό του τρανζίστορ. Έτρεξε στην κοιλάδα με μια τσάπα και μια κάμερα. Μπήκε στα εργοτάξια νύχτα, κατέγραψε τους βωμούς, τα ανάγλυφα, τα ελάχιστα κομμάτια ζωής που πρόλαβαν να φανούν.
«Δεν χτίζετε το μέλλον», φώναζε την επομένη στους εργολάβους, «ξεθεμελιώνετε το παρελθόν που σας ανήκει χωρίς να το ξέρετε!»
Τον έσυραν μακριά σαν να ήταν αρχαίο απολίθωμα κι αυτός – ακατάλληλος για επεξεργασία, επικίνδυνος για την πρόοδο. Η κοιλάδα σκεπάστηκε με πλαστικό υπόστρωμα. Ο ήχος των μηχανών κάλυψε για πάντα τη σιωπή των πεσμένων λίθων.
Η Έξυπνη Πολιτεία εγκαινιάστηκε έναν χρόνο αργότερα. Είχε έξυπνα φανάρια, φωνητικούς βοηθούς, τεχνολογίες πρόγνωσης επιθυμιών, θερμικούς καθρέφτες και ιπτάμενα αντικείμενα σαν πουλιά να πετούν με αόρατες ιδιότητες. Οι κάτοικοι περπατούσαν πάνω σε αισθητήρες που αντιλαμβάνονταν τη διάθεση, αλλά κανείς δεν γνώριζε ότι περπατούσαν και πάνω σε ναούς.
Μονάχα κάποιες νύχτες, όταν κόβεται το ρεύμα ή παρεμβαίνουν παράσιτα στα δίκτυα, η τεχνητή φωνή του ψηφιακού οδηγού χάνεται για λίγο· και τότε από τα ηχεία των δρόμων ακούγεται ένας ακατανόητος ήχος, σαν ψαλμός, σαν αναστεναγμός, σαν κάτι που δεν πρόλαβε να πει η Ιστορία προτού τη διαγράψουν.
Κάποιοι λένε ότι είναι λάθος στον κώδικα. Άλλοι, ότι είναι τα πνεύματα των “ανεκάλυπτων”.
Ο Αντώνης, πάντως, δεν μιλάει πια.
Μένει σε ένα τροχόσπιτο λίγο πιο πάνω απ’ την Πολιτεία.
Κι όταν τον ρωτούν γιατί δεν φεύγει, λέει απλά:
«Για να θυμάμαι τι ξέχασαν οι άλλοι».
ΥΓ. Οι ανεκάλυπτοι είναι:
-οι νεκροί χωρίς όνομα,
-οι ζωντανοί χωρίς φωνή,
-τα σύμβολα χωρίς αναγνώριση,
-το υπόγειο παρελθόν που σβήνεται από τον χάρτη πριν το κατανοήσουμε.