Της Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη
Κρίμας να φεύγουνε οι νιοί κι οι γέροι να πομένουν
τη νειότη ντως την ακριβή
ο Χάρος να την παίρνει,
ο άπονος ο άκαρδος
κι αδικομακελάρης
απού κοπέλι ήβρηκε
τση μάνας του ν’ αρπάξει
και του κυρού του άζουδου άδικα να στερήσει
απού πρεπε να το φηνε στον κόσμο τον απάνω
να χαίρεται και να γλεντά γαμπρό να τονε ιδούνε
ο κύρης του κι η μάνα ντου
κι η γ-εδικολογιά ντου
κι όχι να το θυμιάζουνε
να το μοιρολογούνται
καντήλι να μην τ’ άφτουνε με το δικό ντως δάκρυ
απού θα τρέχει ποτάμός κι απού στεμό δε θα χει
Χάροντα που να όψεσαι….
Εμπήκες Χάροντα σκληρέ πάλι στο διαλεγώνα
αφού καρδιά έχεις σκληρή σα μαρμαροκολόνα..
Πήρες κοπέλι αμούστακο
εις τον αθό τση νειότης
άπονε και δεν το φηκες
να πάει στρατιώτης….
Χάρε και για δεν το φηκες άντρας να ξετελέψει
να παντρευτεί να ιδεί παιδιά
και να καλιμεντέψει…