Του Γιώργου Μαμάκη
Τελευταία ανατολή σήμερα στη μαγευτική Γαύδο. Ο ήλιος αναδύεται αργά από το πέλαγος, σαν να διστάζει να διαλύσει τη μαγεία της νύχτας. Η γη κρατά ακόμα τη δροσιά της, τα κύματα ψιθυρίζουν μυστικά στις πέτρες. Στεκόμασταν ακόμα με τα πόδια καρφωμένα στον βράχο, σαν να μπορούσαμε να ριζώσουμε για λίγο, να γίνουμε μέρος του τοπίου που μας αποχαιρετούσε. Δεν υπήρχε τίποτα επιτακτικό, κανένα σήμα, καμία ειδοποίηση – μόνο το φως που μεγάλωνε και φώτιζε τις λεπτομέρειες στους βράχους, τις γραμμές στα πρόσωπα που έγιναν πιο ήρεμα αυτές τις μέρες.
Η Γαύδος δεν σου προσφέρει πολλά· σου αφαιρεί. Σου παίρνει τη φασαρία, την ταχύτητα, τα περιττά. Σου αφήνει σιωπή, απλότητα, και μια ιδέα ελευθερίας που πονά γλυκά όταν τη συνειδητοποιήσεις. Σε λίγο θα μαζέψουμε τα λιγοστά μας πράγματα, θα πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Όχι απλώς προς την πόλη, αλλά προς έναν κόσμο που αποκαλούμε «πολιτισμένο», αν και συχνά μοιάζει φτωχός σε ουσία. Έναν κόσμο με ρολόγια, τιμές, deadlines και λογαριασμούς. Τον πολιτισμό των ελαχίστων: των λίγων στιγμών ηρεμίας, των ελάχιστων πραγματικών επαφών, των φευγαλέων αναπνοών ανάμεσα σε υποχρεώσεις.
Και τώρα, αυτή η τελευταία ανατολή είναι σαν τελετουργία. Μια μυστική συνεννόηση ανάμεσα στη φύση και την ψυχή μας. Ένας άρρητος αποχαιρετισμός που δεν χρειάζεται λόγια. Μονάχα το βλέμμα προς τον ορίζοντα και μια σιωπηλή παραδοχή: κάτι μέσα μας άλλαξε. Κι όσο κι αν προσποιηθούμε ξανά τον εαυτό μας στον κόσμο που επιστρέφει απαιτητικά — με τα “πρέπει” και τα “μη” — θα ξέρουμε πως κάτι λείπει.
Ή, καλύτερα, πως κάτι αποκτήσαμε. Μια μνήμη ελευθερίας. Ένα σημείο αναφοράς.