Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Ήτονε μια χωργιανή μου ένα σεφέρι – Ασημιανή ήτονε η κοπελιά μη γροικάτε τα ότι σας σε λένε άλλοι – συνοροπαντρεμένη ακάτεχη απο μαγεργιά, κι πολυερωτεμένη με τον άντρα τζη.
Ήθελε λοιπόν να τον ευχαριστήσει η κακομοίτσα, και του ψησε την ολιοπρώτη μέρα μετά τη στεφάνωση ντως χοχλιούς μπουμπουριστούς, το ξαθέρι τση κουζίνα μας!! Η γκουρμεδιά απου λέμε σήμερο.!
Στένει τσοι χοχλιούς στο τηγάνι αμπούμπουρα, αλατσίζει αβέρτα, είχε και ξύδι δυνατό( απ’ το Κύρη τζη) δραπέτι!
Ετσιτσιρίζανε αυτοί στο τηγάνι, βάνει και καμπόσο λάδι, κι αρισμαρί απ’ τ’αυλιδακι τζη, κι ήστεκε και τσ’ ανήμενε ύστερα να μαλακώσουνε..
Έντεκα η ώρα τσοι στεσε στο πετρογκάζι και καθε πότε λίγο τως ήπεζε τη πιρουνιά να δει ανε μαλακώνουνε…
Επήγε εντεκάμισι τα ίδια αυτοί πέτρα τα καπάκια ντως..
Επήγε δώδεκα, επήγε μία, μα πράμα..
Στο τέλος τον εδοκίμαζε ένα ένα, και τον ήσφιγκε με τη χέρα τζη να δει ανε ψήθηκε..
Εγιάγυρε και το στεφάνι τζη και έπρεπε να στρώσει τραπέζι.. Μα με ήντα μούτρα;;
Έστεσε αυτή το τραπέζι όπως όπως, και ξάνοιγε ο άντρας τση να ανεσύρει όξω το χοχλιό με το πιρουνι.
Ήπαιζε αυτός το πηρουνίδι μα πράμα ,
στο τέλος εντάκαρε να τσοι σπά απ’ τη μεριά που ‘ναι τ’ αποκώλι, μπας και ξεκαθαρίσει κατιτίς , μα ήβγανε ένα μικιό μαύρο πραματάκι που ήμοιαζε με σκουλικάκι μαύρο κατράμι κι ολόκαυτο !!
Στο τέλος τση πε στη Κεράς του – ερωτεμένος κι ελόγου ντου – και δεν ήθελε να τηνε προσβάλει κιόλας –
– Κατέχεις μπρε ήντα πεθύμησα να φάω;;
Αυγά μάθια μελάτα κιόλας!! Απου κατέχεις να τα ψήνεις σιγούρα!!
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τους Παρανύμφους Αστερουσίων.