Της Παρή Στιβακτάκη
Ένα καπηλειό-ανεπίσημο ιστορικό αρχείο με 1.800 φωτογραφίες στους τοίχους, ένας-δυο μεζέδες που πυροδοτούν πολλές κουβέντες, κι ένας καφετζής που δεν πίνει ρακές και δε μασάει τα λόγια του.” (από το τεύχος του Γαστρονόμου το καλοκαίρι του 2024)
Δεν είναι απλά ένα τοπόσημο της πόλης. Για 25 χρόνια ο καφενές του Καγιαμπή είδε, γνώρισε, άκουσε, αγάπησε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, όλων των ηλικιών, που κάτω από το φιλόξενο και ανεπιτήδευτο βλέμμα του Μήτσου τραγούδησαν, συνομίλησαν, γέλασαν, κριτίκαραν, διαφώνησαν με διάθεση και αγάπη. Και το σπουδαιότερο, οι θαμώνες του ήταν από κάθε γωνιά της γης, που αναγνωρίζοντας την αυθεντικότητα και λιτότητα του μαγαζιού και των εξαιρετικών μεζέδων και φαγητών του, τίμησαν με την παρουσία και στήριξή τους τον καφενέ για τόσα χρόνια. Και ποιοι δεν πέρασαν και άφησαν το ιδιαίτερο στίγμα με την παρουσία τους! Ηθοποιοί και καλλιτέχνες, συγγραφείς και αγωνιστές, φοιτητόκοσμος και προλετάριοι (που θα έλεγε και ο ίδιος), όλοι μια αγκαλιά και μια παρέα γιόρτασαν, αντάλλαξαν γνώμες και διαφωνίες και πίνοντας το εκλεκτό κρασί του και σιγοτσιμπώντας τα νόστιμα εδέσματα, μοιράστηκαν καημούς, χαρές, προσδοκίες, απογοητεύσεις, με την ζεστασιά που δίνει ο οικείος, σχεδόν οικογενειακός, χώρος του καφενέ.
Σήμερα, η λαίλαπα της καθολικής σχεδόν τουριστικοποίησης των πάντων, αφήνει τον καφενέ άστεγο. Και δεν είναι μόνο που η πόλη θα χάσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητάς της, δεν είναι μόνο ότι θα χάσουμε μια γωνιά ζεστή δική μας ,με το καλό φαγητό και την παρέα του Μήτσου. Είναι και ο κίνδυνος να χαθούν τα χιλιάδες στοιχεία-ντοκουμέντα της 25χρονης λειτουργίας του καφενέ, με τις φωτογραφίες, τα σκίτσα θαμώνων, τα σημειώματα που άφησαν στο πέρασμά τους επώνυμοι και άγνωστοι στους πολλούς και που μέσα από όλα αυτά μια ζωντανή ιστορία του τόπου ζωντανεύει και διδάσκει. Μια σκέψη θα ήταν όλα αυτά ως μία ενότητα με επιμέρους υποενότητες να βρούν μια στέγη, όχι μουσειακού χαρακτήρα, αλλά ζωντανού κύτταρου που θα συνεχίσει να “κινείται”, να συνομιλεί με τους ενδιαφερόμενους και όλους εμάς που δεν έχουμε ξεχάσει πώς ξεκινήσαμε, τι ονειρευτήκαμε, πώς διαψευστήκαμε επανειλημμένα και πώς μπορούμε ακόμη να ελπίζουμε σε καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες μέρες που μας αξίζουν, χωρίς δηθενιές, χωρίς στρας και μαρμάρινη χλιδή. Απλά με ένα ποτήρι μπρούσικο κρασί, μια ελιά ή μια ομελέτα και με πίστη και αγάπη σε όλα αυτά που πέρασαν ή περνούν και φεύγουν σιγά-σιγά από κοντά μας…
Μήτσο μας, εμείς θα περιμένουμε ένα νέο ξεκίνημα.