Κείμενο – Φωτογραφία: Γιώργος Μαμάκης
Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Ένα απαλό, λευκό πέπλο τύλιγε το οροπέδιο, μεταμορφώνοντάς το σε έναν αληθινό χειμωνιάτικο παράδεισο. Η σιωπή ήταν σχεδόν απόκοσμη, λες και ολόκληρη η φύση κρατούσε την ανάσα της κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού.
Προχωρούσα αργά, νιώθοντας το τρίξιμο του παγωμένου εδάφους κάτω από τις μπότες μου. Ο αέρας ήταν καθαρός, κρύος, γεμάτος με την αψάδα του χειμώνα.
Γύρω μου, το τοπίο απλωνόταν άγριο και αμόλυντο. Οι πλαγιές των βουνών, σκεπασμένες με χιόνι, δημιουργούσαν έναν φυσικό φράχτη γύρω από το οροπέδιο, ενώ οι μικρές πέτρινες μάντρες, σχεδόν θαμμένες στο χιόνι, αποκτούσαν μια νέα, σχεδόν μυθική όψη.
Κάπου στο βάθος, ένα μικρό ξεχασμένο κοπάδι από πρόβατα, με το χνώτο τους να φαίνεται στον κρύο αέρα, πάλευε να βρει τροφή κάτω από το χιόνι, βυθισμένο σε αυτή τη γαλήνια μοναξιά που μόνο το χιόνι μπορεί να χαρίσει.
Λίγο πιο κάτω, ανάμεσα σε βράχους και ρίζες δέντρων, μια μικρή πηγή συνέχιζε να ρέει, αδιάφορη για τον χειμώνα. Το νερό της ήταν κρυστάλλινο, διαυγές σαν γυαλί, αναβλύζοντας από τα σπλάχνα της γης με μια αδιάκοπη ροή. Αγγίζοντάς το, μια διαπεραστική ψύχρα ανέβηκε στα δάχτυλά μου, θυμίζοντας πως το νερό αυτό, πριν λίγο, ίσως να είχε διαπεράσει στρώματα πάγου, ταξιδεύοντας μέσα από υπόγειες φλέβες.
Σκύβοντας να πιω, η γεύση του ήταν καθαρή, αμόλυντη, σαν την ίδια τη φύση που το περιέβαλλε. Ο ήχος του, ένας απαλός ψίθυρος μέσα στη σιωπή, έδινε ζωή στο παγωμένο τοπίο—μια υπόμνηση ότι ακόμα και στο πιο αυστηρό χειμωνιάτικο σκηνικό, η ζωή έβρισκε πάντα έναν τρόπο να ρέει.
Καθώς η μέρα προχωρούσε, ο ήλιος έκανε μια διστακτική εμφάνιση, ρίχνοντας ένα απαλό, χρυσαφένιο φως πάνω στο τοπίο. Το χιόνι έλαμπε σαν θρυμματισμένο κρύσταλλο, ενώ η παγωνιά έμενε σταθερή, ζωγραφίζοντας μικροσκοπικά άνθη πάγου στις πέτρες και τους κορμούς των δέντρων.
Έμεινα εκεί για λίγο, αφήνοντας την αίσθηση του τοπίου να με τυλίξει. Ήταν ένα μέρος άγριο, αλλά συνάμα γαλήνιο. Μια στιγμή που φαινόταν να ανήκει σε έναν άλλο χρόνο, σχεδόν έξω από την πραγματικότητα.
Καθώς περπατούσα, το φως του ήλιου άλλαζε, δημιουργώντας παιχνιδίσματα πάνω στο χιόνι. Σκιές από τα γυμνά κλαδιά απλώνονταν σαν σχέδια πάνω στο λευκό χαλί, ενώ μικρές στάλες πάγου κρέμονταν από τις άκρες των φύλλων, έτοιμες να πέσουν με το παραμικρό άγγιγμα του ανέμου.
Ξαφνικά, ένα σμήνος πουλιών πέταξε από τις κορυφές των δέντρων, σπάζοντας για λίγο την απόλυτη ηρεμία με το φτεροκόπημά τους. Η φύση, αν και φαινομενικά κοιμισμένη κάτω από το βάρος του χιονιού, έστελνε διακριτικά σημάδια ζωής.
Καθώς το απόγευμα πλησίαζε, μια απαλή ομίχλη άρχισε να απλώνεται χαμηλά, προσθέτοντας μια μυστηριακή νότα στο ήδη παραμυθένιο σκηνικό. Το κρύο δυνάμωσε, αλλά η ομορφιά του τοπίου ήταν τέτοια που δεν ήθελα να φύγω.
Και τότε, μέσα στην απόλυτη σιωπή, μια νιφάδα άρχισε να πέφτει αργά, ακολουθούμενη από άλλες. Το παραμύθι δεν είχε τελειώσει ακόμη.