Υπήρχε κάποτε ένας ιερέας πού δέν ήθελε νά υπηρετήσει τή λειτουργία επειδή ήταν μία κρύα χειμωνιάτικη μέρα.
Ή θερμοκρασία ήταν 10 βαθμοί υπό τό μηδέν καί ό ιερέας ήξερε ότι τό μόνο άτομο πού ήταν πιθανό νά έρθει στήν λειτουργία ήταν ό ψάλτης.
Ό ιερέας δέν είχε ιδέα γιά τή διδασκαλία τής Εκκλησίας γιά τήν παρουσία της Θριαμβευτικής Εκκλησίας καί πώς ή Θεία Λειτουργία ωφελεί τούς ζωντανούς καί τούς εκλιπόντες.
Μέ δυσκολία ανάγκασε τόν εαυτό του νά πάει στήν εκκλησία.
Στό δρόμο γιά τήν εκκλησία συνέχισε νά εύχεται νά μήν έρθει ό ψάλτης γιά νά μήν χρειαστεί νά υπηρετήσει καί νά πάει σπίτι.
Ωστόσο, ό ψάλτης ήρθε.
Ό ιερέας έκανε τήν Πρόθεση (ή Προσκομήδεια, τήν λειτουργία τής προετοιμασίας τών ιερών δώρων) βιαστικά καί ξεκίνησε τή Θεία Λειτουργία.
Λίγο αργότερα, ήρθαν κάποιοι επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί καί καλόγριες καί κάποιοι λαϊκοί άνθρωποι. Οί περισσότεροι από αυτούς κάθονταν στό τμήμα τής χορωδίας καί άρχισαν νά ψέλνουν τόσο όμορφα πού ο ιερέας ξέχασε πόσο ψυχρός καί μόνος ήταν νωρίτερα.
Όλο του τό σώμα ήταν ζεστό καί όλη του ή ύπαρξη ήταν μία φλόγα….,
Όταν έκανε τή μικρή είσοδο παρατήρησε ότι ή εκκλησία ήταν γεμάτη από κόσμο – οί περισσότεροι από αυτούς γνώριμοι – δέν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή καί απλά συνέχισε τή Θεία Λειτουργία.
Όταν ήρθε ή ώρα τού Αγιασμού τών Αγίων Δώρων είδε τρείς επισκόπους, φωτεινά ντυμένους καί λαμπερούς νά μπαίνουν στό Ιερό θυσιαστήριο.
Γονάτισαν μαζί του καί προσευχήθηκαν.
Ό ιερέας τότε σηκώθηκε πολύ προσεκτικά από φόβο, πήρε τό θυρωρό καί μέ δυνατή φωνή είπε, «Ειδικά ή Αγία, Άμωμος, Ευλογημένη καί ένδοξη Κυρία Θεοτόκος καί Παντοτινή Παναγία… ».
Ή ψυχή τού ιερέα ήταν έκπληκτη καί γεμάτη μέ θεία χαρά.
Ή ειρήνη καί ή ουράνια ακινησία, ή ψυχία, κυριαρχούσαν στόν εσωτερικό του εαυτό.
Όταν ήρθε ή ώρα γιά τήν ανύψωση καί τή διαίρεση τού Οικοδεσπότη (Αρνίου) όλη ή εκκλησία γέμισε μέ τίς πιό γλυκές μελωδίες. Όλο τό πλήθος τών ανθρώπων πού ήταν παρόντες μαζί μέ τούς μοναχούς, τούς ιερείς καί τούς επισκόπους έψαλλε όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές: «Ένας είναι Άγιος, Ένας είναι ό Κύριος: ό Ιησούς Χριστός, πρός δόξα Τού Θεού Πατέρα. Αμήν».
Στή συνέχεια έψαλλαν τόν ύμνο τής Θείας Κοινωνίας, « Γεύσου καί δές ότι ο Κύριος είναι καλός, Αλληλούια.
Ό ιερέας αναρωτιόταν τί νά κάνει. Εάν συμμετάσχει πρώτος στή Θεία Κοινωνία ή κάνει στήν άκρη γιά τούς τρείς επισκόπους πού ήταν παρόντες. Ακριβώς όπως τό σκεφτόταν αυτό, ένας από τούς επισκόπους τού έγνεψε υποδεικνύοντας ότι πρέπει νά λάβει Θεία Κοινωνία καί στή συνέχεια νά Ενοποιήσει καί νά τοποθετήσει τίς υπόλοιπες μερίδες τού Αρνίου στό δισκοπότηρο μαζί μέ τίς μερίδες στή μνήμη Τής Αγίας Θεοτόκου καί τών Αγίων. Έχοντας ολοκληρώσει αυτό ό ιερέας μετά άνοιξε τήν Ωραία Πύλη … καί δέν είδε κανέναν στήν Εκκλησία… γύρισε καί κοίταξε πίσω στό ιερό θυσιαστήριο, κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, οί επίσκοποι είχαν εξαφανιστεί, στάθηκε εκεί άφωνος, έκπληκτος. Άνοιξε σιγά σιγά τό στόμα του καί φώναξε τήν επόμενη αίτηση,
«Μέ τόν φόβο Τού Θεού καί τήν πίστη καί τήν αγάπη, πλησιάστε … ,’ καί ό ψάλτης πλησίασε αργά γιά νά πάρει τή Θεία Κοινωνία.
Ό ιερέας ήταν ακόμα έκπληκτος, ακόμα αναρωτιέται!
Όλη ή Θριαμβευτική Εκκλησία ήταν παρούσα.
Όλοι αυτοί πού ήταν παρόντες στήν εκκλησία ήταν πρόσωπα γνώριμα σέ αυτόν, ήταν πρόσωπα πού είχαν φύγει από αυτή τή ζωή καί κατά καιρούς μνημονεύονταν τά ονόματά τους κατά τή διάρκεια κάθε λειτουργίας: «γι’ αυτό ήταν παρόντες, γι’ αυτό όλοι τους φαίνονταν τόσο οικείοι», σκέφτηκε.
Όσο γιά τούς επίσκοπους στό θυσιαστήριο ήταν οί Τρείς Ιεράρχες: Ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ό Άγιος Βασίλειος ό Μέγας καί ό Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος. Τόσα χρόνια σπουδών στό πανεπιστήμιο, τόση έρευνα καί τόσες άγρυπνες νύχτες πέρασε μελετώντας καί αυτές οί προσπάθειες δέν μπόρεσαν νά τού δώσουν ούτε μία σταγόνα από τή γλυκύτητα καί τή θεία γνώση πού τού έδωσε αυτή ή Θεία Λειτουργία.
Πηγή: Γιωργος Γεωργουδάκης