Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 χρόνων ο παλαίμαχος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού Τάκης Οικονομόπουλος.
Γνωστός και με το παρατσούκλι «Πουλί» λόγω των θεαματικών του εκτινάξεων, έχει επίσης ξεχωρίσει για το καλλιτεχνικό του ταλέντο, ασχολούμενος με τη ζωγραφική, όπου έχει συμμετάσχει σε αρκετές εκθέσεις.
Η μεγάλη καριέρα του Οικονομόπουλου
Η ποδοσφαιρική του καριέρα ξεκίνησε από τις αλάνες και το 1959 εντάχθηκε στην Αθλητική Ένωση Καλλιθέας, αν και σύντομα μεταπήδησε στον Απόλλωνα Αθηνών, σε ηλικία 16 ετών, με τη μεταγραφή να κοστίζει 5.000 δραχμές. Το 1962, μετακόμισε στην Προοδευτική και το 1963, μετά από ανταλλαγή παικτών, υπέγραψε στον Παναθηναϊκό.
Στον Παναθηναϊκό παρέμεινε για 13 χρόνια, διατηρώντας για μεγάλο διάστημα τη θέση του βασικού τερματοφύλακα. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του ήταν το 1965, όταν κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφη την εστία του για 1.088 λεπτά. Ο Οικονομόπουλος έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ελλάδας το 1965 και αγωνίστηκε συνολικά 25 φορές με το εθνόσημο, από το 1965 μέχρι το 1974, συμμετέχοντας σε σημαντικές προκρίσεις και αγώνες για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Η ζωή μετά το ποδόσφαιρο
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό ποδοσφαιρική δράση, ο Οικονομόπουλος ανέλαβε τον ρόλο του προπονητή τερματοφυλάκων στον Παναθηναϊκό, θέση που διατήρησε μέχρι το 2006.
Αν και ο κόσμος τον γνωρίζει κυρίως για τα ποδοσφαιρικά του επιτεύγματα, η αγάπη του για τη ζωγραφική υπήρξε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Δημιουργεί έργα με ιδιαίτερη τεχνοτροπία, χρησιμοποιώντας ακόμη και οδοντογλυφίδες για τις λεπτομέρειες, ενώ έχει δημιουργήσει και έργα από πέτρα, που εντυπωσιάζουν για την καλαισθησία τους.
Η ιστορία με τον Μίμη Δομάζο
Ο Τάκης Οικονομόπουλος είχε αναφερθεί σε συνέντευξή του σε μία χαρακτηριστική στιγμή με τον αείμνηστο Μίμη Δομάζο, που έφυγε τόσο ξαφνικά από τη ζωή.
«Ο Μίμης ήταν ένας παίκτης που μπορούσε να κάνει τα πάντα. Θυμάμαι μία στιγμή που είχαμε πάει να παίξουμε ένα παιχνίδι μπάσκετ και έκανε ένα τακουνάκι και πήγε στο καλάθι.
Του λέει τότε στον Πούσκας, “Το έβαλα με τακουνάκι, πάμε στοίχημα αν θα το βάλεις κι εσύ.” Ο Πούσκας, χωρίς να το σκεφτεί, πήγε στη μέση του γηπέδου και έβαλε καλάθι, ενώ ο Δομάζος του είπε: “Στοίχημα αν το ξαναβάλεις”, και εκείνος το ξαναέβαλε!».