Του Μιχάλη Στρατάκη
Απόψε ξορκίζω τον ύπνο και την ανάπαψη.
Γιατί, χρέος μου είναι να ξαγρυπνήσω, ξενυχτώντας έναν Άγγελο, μια σταλιά, μα που ετούτη η σταλιά του πιότερο βαραίνει από ολάκερο το σύμπαν.
Εδά που αποκοιμηθήκανε όλοι, έστεσα ομπρός στα μάθια μου τη φωτογραφία του κοπελιού και τηνε ξανοίγω, δίχως κιανείς να με θωρεί.
Ξανοίγω και τα βάνω, πρώτ’ απ’ όλα με τον ίδιο το Θεό.
Για δε χωρεί ο νους μου κιαμιά εξήγηση, κιαμιά δικαιολογία, που ν’ αλαφραίνει τη θέση του Θεού, απού ‘πεψε ετούτο να το κοπέλι στη μαύρη πίσσα, δίχως να του ‘χει φταίξει σε πράμα.
Πρώτα με το Θεό τα βάνω, απού τονε λένε και πανάγαθο, και αρνούμαι να του δώσω μήτε μια σταλαμαθιά δίκιο, για την αδικία που ‘καμε στον ίδιο τον δικό του Άγγελο.
Και δεν περιμένω, βέβαια, απόκριση από το Θεό, γιατί ποιος είμ’ εγώ που θα καταδεχτεί να μου απαντήσει.
Ακόμη και στο ερώτημα, γιάντα σκοτώνει τους Αγγέλους του;
Ξανοίγω την εικόνα του και παλεύω να διώξω από το νου μου τις φάτσες της μάνας και του πατριού του, των δολοφόνων του.
Ή μάλλον, παλεύω να τις στριμώξω στη γωνία του ανάθεμα, γιατί έχω και πολλούς άλλους να χωρέσω στον ίδιο τόπο.
Θωρώ τη φωτογραφία του κοπελιού και τα βάζω με την κοινωνία μας.
Την κοινωνία των καραγκιόζηδων, των μασκαράδων και των ταχαμουτζήδων.
Την κοινωνία απού εγνώριζε τα πάθητα του κοπελιού, γιατί εθώριε κι εγροίκα, μα πράμα δεν έκανε για να γλυτώσει το κοπέλι από τα χέρια που το μακελεύανε.
Την κοινωνία, που για να ξεπλύνει τις τύψεις της, εμαζώχτηκε όξω από τα δικαστήρια, τάχα μου δήθεν για να λιντσάρει τους μακελάρηδες του κοπελιού.
Στην αρχή ήσανε μια πενηνταριά, μα μόλις εμαθεύτηκε πως ήτανε εκεί και τα κανάλια, εγενήκανε μιλιούνια.
Και μόλις εφύγανε τα κανάλια, εξαναγενήκανε μια πενηνταριά.
Κι εκείνη την ώρα έβρεχε όξω από τα δικαστήρια και στην άσφαλτο ήσανε νερά την βροχής, ανακατεμένα με αποπλύματα φαρισαϊσμού και δηθενιάς.
Ξανοίγω τη φωτογραφία του Άγγελου και τα βάνω με τους δημοσιογράφους, που εβρήκανε την ευκαιρία που εγυρεύανε για να καρφώσουνε τα νύχια και τα δόντια τους στο σακατεμένο κορμάκι, γεμίζοντας τζάμπα τα δελτία, τις εκπομπές και τις σελίδες τους, με γαργαλιστικό υλικό.
Και με τον απατό μου τα βάνω, γιατί τον θεωρώ υπεύθυνο για όλα τα εγκλήματα που κάνουνε οι θεοί, οι διαόλοι και οι αθρώποι, αφού μήτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ, όχι για να τα σταματήσω, μα για να φωνάξω «ρε απατεώνες, σας πήρα χαμπάρι».
Ξανοίγω ετούτη τη φωτογραφία και σκέφτομαι, μέσα απ΄ αυτό το έγκλημα, πόσοι εβγήκανε φταίχτες και πόσοι κερδισμένοι, με πολλούς τρόπους.
Με όλα τούτα, κι άλλα πολλά να στριφογυρίζουνε στο μυαλό, άντε μετά να κοιμηθείς.
Δίχως να φοβάσαι, πως μπορεί να σε βρούνε μπόσικο στον ύπνο σου, είτε ο Θεός, είτε οι διαόλοι, είτε οι αθρώποι τούτης της κοινωνίας.
Ξενυχτίζω απόψε τον μια σταλιά Άγγελο.
Γιατί, κάποιος πρέπει να τον ξενυχτίσει.