Τα μαύρα, τα φορούσε ακόμα η χήρα του Κώτσιου, αλλά το μαντήλι το’ βγαλε. Τα μαλλιά της δεν τα’ χε λύσει από τότε, παρά μονάχα να τα λούσει κι όση ώρα χρειαζόταν να στεγνώσουν.
Κοτσίδες τα έκανε. Δυο κοτσίδες χοντρές και κόντευαν να φτάσουν μέχρι την μέση της.
Και για να μην της φεύγουν δεξιά κι αριστερά, τις έδενε στο τελείωμα μ’ ένα λαστιχάκι μαύρο. Ετούτα τα μαλλιά ήταν, που ο Κώτσιος της πρόσεξε πρώτα, κι ύστερα τα άλλα της χαρίσματα, κι είχε πολλά! Άξια ήταν και νοικοκυρεμένη σε όλα της!
Κι ο χαρακτήρας της παστρικός κι αυτός.
Κουβέντες λίγες και μετρημένες. Δεν είχε αυτή πολλά πολλά λόγια. Ποτέ δεν της αρέσανε.
Αυτό που είχε να σου πει, θα σου το’ λεγε κατάμουτρα ,κι ας μην σου άρεσε. Σαν έχασε τον άντρα της, όλοι την λιμπίζονταν, μα δεν έδωσε δικαίωμα ποτέ.
Φόρεσε το μαντήλι της στο κεφάλι, και δεν σήκωνε το βλέμμα της σε κανέναν.
Ετούτη η συμπεριφορά της, άναβε τους άντρες, κι όλοι την θέλανε.
Κι όταν ζούσε ο Κώτσιος της, το ίδιο την θέλαν, μα τον σέβονταν και το κρύβανε λίγο. Άμα όμως χάθηκε, χάθηκε κι ο σεβασμός.
Κάποιος θέλησε μια φορά να της πει για τις κοτσίδες της, ήταν τότε που είχε βγάλει πια το μαντήλι. Λύσε τα μαλλιά σου της είπε, κι άπλωσε το χέρι του να τα αγγίξει.
Κι έφαγε ένα χαστούκι, που του’ σπασε τα δόντια. Και μολόγαγε η γυναίκα του, πως ανέβηκε στην μηλιά να της κόψει μήλα που της αρέσανε ,έπεσε κι έσπασε τα δόντια του.
Τα μήλα μπορεί να της αρέσανε αυτηνής, αλλά αυτός άλλες μηλιές κοιτούσε. Σ’ άλλες ήθελε ν’ ανέβει…
Από τότε, την έβλεπε κι άλλαζε δρόμο, γιατί δεν είχε άλλα δέντρα στην αυλή να ανέβει. Ε, δεν θα ξανάπεφτε απ’ την μηλιά…
Δέκα χρόνια είχαν περάσει. Δέκα χρόνια το φορούσε, κι οι θυγατέρες της, δεν την είχαν δει χωρίς το μαντήλι.
Μην το βάζεις μάνα της είπανε, και κείνη δεν το ξανάβαλε για το χατίρι τους. Αλλά τα μαλλιά κοτσίδες και δεμένες στο τελείωμα, να μην της ξεφεύγουν.
Τράβηξε σιμά το μουλάρι της, τύλιξε το καπίστρι στον πάσσαλο από τον φράχτη να μην της φύγει, και το φόρτωσε με δυο σακιά καλαμπόκι, και κίνησε για τον μύλο, να πάει να τ’ αλέσει.
Φώναξε τον μυλωνά, και βγήκε στην πόρτα κορδωμένος, τίναξε την ποδιά από τ’ αλεύρι, έστριψε και την μουστάκα του, που’ χε μια χούφτα αλεύρι πάνω της, και καλώς την Κώτσιαινα της είπε.
Μισή καλημέρα του’ πε κείνη. Μούτρα σαν του μυλωνά ολόκληρη δεν την έλεγες.
Άντρας που κορδώνεται στη χήρα του φίλου του, του σχωρεμένου, θάρρος δεν θέλει, και τούτος πολυκορδώνεται. Αλλά άλλο μύλο δεν έχει κι αναγκάζεται να βλέπει τα μούτρα του.
Βγαίνει να την βοηθήσει να ξεφορτώσει, μα η χήρα δεν τον άφησε. Μπορώ και μόνη μου του είπε.
Και σαν την θωρεί αυτός ν’ αρπάζει τα σακιά σαν να’ ταν πούπουλο, άναψε και φούντωσε και γούρλωσε τα μάτια του. Η χήρα το κατάλαβε και του λέει, έχεις μηλιά μυλωνά;
Όχι Κώτσιαινα, δεν έχω. Άμε να βρεις τον τον άντρα της Λένης να σου πει, και τραβάει το μουλάρι της να φύγει.
Κι άμα έκανε καμιά δεκαριά βήματα, γύρισε το κεφάλι της να τον ρωτήσει πότε θα’ ναι έτοιμο τ’ αλεύρι.
Απόψε της είπε κείνος κορδωμένος. Απόψε μόλις χαλιπώσει έλα.
Αμ δεν θα’ ρθω λες; Θα’ ρθω του’ πε κι έφυγε. Κι όλο τον δρόμο σκεφτόταν τι χουνέρι να του κάνει.
Ακούς εκεί άμα χαλιπώσει… Μωρ τι κακό είναι τούτο σκεφτόταν. Να μην μπορεί να χηρέψει γυναίκα. Ανάθεμά τους γι άντρες, ανάθεμά τους. Και συ μωρ Κώτσιο μου, που τον βρήκες και τον έκανες και φίλο; Κι όλο σκεφτόταν το χουνέρι.
Την θειάκω Σταματίνα δεν την είδε, και κείνη, που πας, μωρ Κώτσιαινα και δεν μου κρένεις; Μεγάλη γυναίκα και σεβάσμια στον τόπο τους. Χήρεψε κι αυτή νέα.
Θειάκω Σταματίνα, σχώρα με, δεν σε είδα, μα σε θέλω να σου πω αν έχεις χρόνο. Έχω, πως δεν έχω, της είπε. Τα παιδιά μου σκούζουν; Κι έκατσε και της είπε για τον Μυλωνά, το και το…Κι η Σταματίνα, που τα’ χε ζήσει ετούτα των αντρών σαν χήρεψε και κείνη, θα στον κανονίσω εγώ καλά της είπε, μα εσύ να πας σαν πέσει το σκοτάδι, και μη σε νοιάζει.
Άχτι είχε και τούτη στον πατέρα του, που της έκανε τα ίδια. Το’ χει το σόι να’ ναι άτιμο σκέφτηκε και γελούσε μόνη της για κείνο που ετοίμαζε να του κάνει.
Πολλές ήταν οι γυναίκες που φεύγανε με τ’ αλεύρι στα σκέλια τους αλλά αυτή, δεν την λέρωσε ποτέ ο πατέρας του μυλωνά, κι ούτε δέχτηκε ποτέ να μην του δώσει τις τρεις χούφτες αλεύρι σε κάθε σακί που άλεθε. Στο μύλο μέσα δεν μπήκε ποτέ.
Απ’ εξω έπαιρνε τα σακιά αυτός, κι έξω τα έβγαζε και τα φόρτωνε στο γαϊδούρι της. Κι αν της έλεγε να σε βοηθήσω, έχω γάιδαρο του’ λεγε. Δεν θέλω άλλο.
Αλλά σήμερα θα τα πλήρωνε όλα ο γιος του. Όλα. Πάει και βρίσκει την γυναίκα του μυλωνά. Την φωνάζει, βγαίνει εκείνη στην πόρτα.
Έλα μέσα θειάκω, έλα.
Δεν θα μπω, της είπε, μόνο έρχομαι από το μύλο και σου παραγγέλνει ο άντρας σου, άμα πέσει το σκοτάδι να πας και να κρυφτείς εκεί πίσω από τις φτέρες, και θα’ ρθει να σε βρει. Μη φύγεις, αν δεν έρθει. Παραξενεύτηκε κείνη, αλλά σκέφτηκε πως θα’ θελε παιχνίδια….ο μυλωνάς της, κι ας είναι.
Πήγε, κρύφτηκε και περίμενε. Βλέπει την Κώτσιαινα να’ ρχεται με το μουλάρι της και φωνάζει του μυλωνά να βγει, να της φέρει το αλεύρι. Βγαίνει αυτός κορδωμένος, κορδωμένος. Τούτο το κόρδωμα το’ βλεπε η κρυμμένη και το γνώριζε, και κοίταγε να δει, αν θα στρίψει την μουστάκα του, να βεβαιωθεί για κείνο που πέρασε από το νου της.
Και τη μουστάκα του έστριψε ο κερατάς, και με το ζόρι τράβαγε την χήρα που αντιστεκότανε. Και πετάχτηκε σαν φάντασμα απ’ τις φτέρες και σου τον έκανε τ’ αλατιού..
Ετούτα κάνεις και δεν έρχεσαι στο σπίτι; Και δωσ’ του…Ετούτα κάνεις και έχεις να μ’ αγγίξεις μέχρι να σκολάσεις τ’ αλέσματα; Και δωσ’ του του μυλωνά.
Κι η χήρα πήρε το αλευράκι της, του πέταξε και έξι χούφτες αλεύρι, την πληρωμή του, στα μούτρα κι έφυγε.
Κι η θειάκω Σταματίνα που ήταν και κείνη κρυμμένη παραπάνω, κάθε που τον χτύπαγε η μυλωνού, έλεγε δώσε και μια για τον πεθερό σου. Λες και την άκουγε και τις έδινε διπλές..
Σκάλωσε το καπίστρι στο παλούκι από τον φράχτη η Κώτσιαινα. Είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι.
Ξεφόρτωσε τ’ αλεύρι της, το’ βαλε μέσα, έριξε σανό στο μουλάρι της, του πήγε και νεράκι να πιει, και μπήκε στο σπίτι της.
Απόψε Κώτσιο, θα τα λύσω τα μαλλιά του είπε. Θα τα λύσω και θα’ ρθω να πλαγιάσω δίπλα σου, όπως έκανα στα νιάτα μου. Και ξάπλωσε να κοιμηθεί με τα μαλλιά λυτά.
Ένα χέρι την ξύπνησε το πρωί. Ένα χέρι που της χάιδευε τα λυτά μαλλιά της. Αχ, βρε άντρα μου, του είπε. Αχ….
Οι θυγατέρες σου, να ξέρεις τρώνε τίμιες μπομπότες. Τίμιες και πληρωμένες με τ’ αλεύρι στα μούτρα του μυλωνά.
Και διπλοπληρωμένες μάλιστα. Τον πλήρωσε κι η γυναίκα του, η μυλωνού. Εκεί να δεις πληρωμή…
Ακούς άμα χαλιπώσει; Ούτε να χηρέψεις δεν μπορείς…
Ελευθερία Λάππα
Πηγή: Ομφαλός της γης