Του Αρχιμ. Αντωνίου Φραγκάκη
Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας
«Μάθετε, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια’,29). Γαληνό το προσωπό του απ’ την ουράνια πραότητα, και αθόρυβη η ζωή του απ’ την βαθειά ταπεινότητα. Πενήντα τόσα χρόνια, βημάτισε τον επίπονο και δοξασμένο δρόμο της ιερατικής διακονίας ο παπά Νικόλας της Βαγιονιάς. Ήταν ανάλαφρος από συνειδησιακά βάρη αλλά πλουσιώτατος σε πνευματικές αποσκευές. Τον απήλαυσε ο λαός της ενορίας του ησύχιο στη συμπεριφορά, χωρίς ιδιοτυπίες χαρακτήρος. Γεμάτο μακροθυμία. Δίχως ψυχολογικές διακυμάνσεις. Με ανθηρό χαμόγελο άνευ προσωπείου υποκρισίας. Πεπληρωμένο αγάπης και ξένο σε υστεροβουλία και επιφυλακτικότητα. Προπαντός ήταν μορφή προφητική, με το ιεροπρεπέστατο παράστημα και την απαστράπτουσα μορφή του, που σηματοδοτούνταν από της παράδοσης τα εμβλήματα και της θεοβράβευσης τα δωρήματα. Ηδύμολπος, σεβάσμιος, ειρηνικός, με αγωνία για την σωτηρία του και την πνευματική προκοπή του λαού του.
Διδαχθήκαμε πολλά από την ένθεη βιοτή του απλού και ταπεινού αυτού λευΐτη, μα προπαντός μας προβλημάτισε η οσιακή του κοίμηση, που συνέπεσε εορτολογικά με τα μεθεόρτια των Εισοδίων της Παναγίας μας. Μας θύμισε μια θεμελιώδη αλήθεια με δύναμη κατανυκτική και ενέργεια ανανηπτική! Ότι στα χέρια του Πλάστη μας είναι «αι είσοδοι» και «έξοδοι» του παρόντος βίου μας. Από την Ευαγγελίστρια της Βαγιονιάς ξεκίνησε, εκεί υπηρέτησε πρωτοστατικά το υπερφυέστατο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Σφράγισε με την σεμνοπρεπή του λειτουργική παράσταση τον ιερό εκείνο τόπο. Διαχειρίσθηκε με ακατάκριτα χέρια την παρακαταθήκη της πίστεως και υμνολόγησε ηδύφθογγα και καρδιακά το «από καταβολής κόσμου εσφαγμένον Αρνίον»! Με τρεμάμενη φωνή και φλογώδη προσευχητική ανάταση διαχειρίσθηκε λειτουργικά την παρακαταθήκη της πίστεως. Ιερουργούσε πάντα με ευλάβεια και επίγνωση μηδαμινότητας.
Συγκρότησε με το μυστήριο του Γάμου πολυάριθμες συζυγίες, εξοδίασε κεκοιμημένους, αφαίρεσε με το πετραχήλι του από βεβαρυμένες ψυχές το επίμοχθο ζύγι της αμαρτίας, αγίασε οίκους, καινοποίησε με το βάπτισμα αδαμιαίες υπάρξεις, προικοδότησε με το Χρίσμα τα δώρα της Πεντηκοστής, διένειμε αντίδωρα ευλογίας, επιμελήθηκε ανάγκες, ενέπνευσε ψυχές, παρότρυνε νέους, παρηγόρησε πονεμένους, εμψύχωσε κατατρεγμένους, στήριξε ηλικιωμένους, συντρόφευσε μοναχικούς, σάλπισε αλήθειες, γέμισε ο ίδιος ευλογίες, αναχώρησε έμφορτος αρετές. Από τον Ευαγγελισμό στα Εισόδια. Αρχή-Μέση-Τέλος με την Παναγία μας! Ενωμένος μαζί της αθόρυβα, ανεπιτήδευτα, ταπεινά και δι’ Αυτής με τον Υιόν της και όλο τον ουράνιο κόσμο. Χωρίς να “πενεύεται” ή να “καυχιέται” γι’ αυτή την πλησμονή της μυστικής Παναγιοφάνειας πού απολάμβανε στη ζωή του και στην διακονία του. «Η ζωή μου, έλεγε, είναι συνυφασμένη με την εκκλησία της Παναγίας. Κόλλησα στην Αγία Τράπεζα και δεν εννοώ την ζωή μου έξω και πέρα απ’ αυτήν»! Ήταν η απροσποίητη κατάθεση της εμβιωμένης θεοσέβειάς του, που ήταν η δεύτερη φύση του, το επίκτητο ιδίωμα του.
Απλούς και σεμνοπρεπής, άκακος και αν-υπερήφανος. Αφανής, ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό. Σαν να είχε ντυθεί την νηπιάζουσα καρδιακή αφελότητα, ενώ διέθετε εμφανή οξύνοια και επαρκή ωριμότητα… Δεν επεδίωξε και δεν εισέπραξε “ιαχές” και “διθυράμβους“. Δεν καυχήθηκε ποτέ για προσόντα και επιτυχίες. Είχε όμως πληρότητα ψυχής και δεν τσιγκουνεύθηκε την αναγνώριση και τον έπαινο στους άλλους. Αντί να στοχοποιεί και να κρίνει, προτιμούσε να χαίρεται και να καμαρώνει. Αγωνιούσε όμως για την πορεία της Εκκλησίας, την δογματική και κανονική της ακεραιότητα, την επαπειλούμενη πατερική της δομή και την πρόφαντη σήμερα ιερατική ολισθηρότητα… Αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν και οι πιο στενοί του άνθρωποι και προσωπικά εμείς που θερμανθήκαμε από τα ζώπυρα της αγάπης του και δεχθήκαμε πληθωρικώς – εμπιστευτικώς τους ενδόμυχους προβληματισμούς του. Έτσι αέρινος, ιεροθαλής, μυσταγωγικός και οσιότροπος βημάτισε στους επικίνδυνους ατραπούς του παρόντος κόσμου και προσήγγισε το φρικτό Θυσιαστήριο.
Και στο τέλος, όταν γλυκοχάραξε η χαραυγή της ανέσπερης ημέρας, η Παναγία μας και πάλι, εισοδεύουσα Εκείνη στα Άγια των Αγίων για να τελειοποιηθεί ως κλίμακα καθόδου του Θεού στη γη, εισήγαγε και τον παπά Νικόλα στην αχειροποίητη άνω πολιτεία, για να θεάται τα άρρητα και να συνεχίσει αέναα την υπερφυά ιερουργία… Εκβλάστημα και αυτός του Μεγάλου Τιμοθέου, θα συναντήσει τώρα τον γέροντα και διδάχο της ζωής του. Ανδρώθηκε σε περιβάλλον πίστεως και αρετής. Δεν έπαιξε με την ιερωσύνη. Και δεν ενέπαιξε τον λαό του Θεού. Ο φόβος του Θεού τον διακατείχε. Η παραδοσιακή του εμφάνιση τον καταξίωνε. Η ιεροπρεπής λεβέντικη παράσταση τον καθυπέβαλε σαν κάτι θεοειδές και ουράνιο μέσα στο χοϊκό και επίγειο.
Μού έλεγε και το έχω ηχογραφήσει ο Θεόπτης Γέροντας Αναστάσιος ο Κουδουμιανός: «Κάθε φορά πού εξομολογώ τον παπά Νικόλα και την ενάρετη παπαδιά του από την Βαγιονιά, διδάσκομαι πολύ! Κάνουν “βίδες” την ψυχή τους, για να βρεθούν πεντακάθαροι την αδέκαστη εκείνη ημέρα, την μεγάλη και επιφανή (ενν. την ώρα του θανάτου). Η ταπείνωση είναι το στολίδι αυτού του ανθρώπου»! Για όλα αυτά και πολλά άλλα, εύρισκε εφαρμογή στο πρόσωπό του το Χρυσοστομικό λόγιο: «Σεμνόν το της ιερωσύνης αξίωμα»!
Πολυσέβαστέ μου πάτερ Νικόλαε. Μας συγκίνησε και μας πόνεσε η ώρα της απολύσεώς σου. Πλήρης ημερών και κατάφορτος πνευματικών περγαμηνών, απεξεδύθης το γηραιό χοϊκό σου περίβλημα και ανάλαφρος φτερούγισες στα άφθαρτα σκηνώματα της δόξης του Χριστού. Ως λειτουργός εκατοντάδες φορές έκανες την απόλυση ιερών ακολουθιών. Το δικό σου απολυτήριο το υπέγραψε η Θεοτόκος! Και έχω βαθυτάτη αίσθηση και πεποίθηση ότι αναγράφει βαθμό άριστα! Προβιβάστηκες πάτερ Νικόλαε. Προήχθης σε αέναο, τολμώ να είπω ισάγγελο ιερουργό «εν πόλει Θεού ζώντος Ιερουσαλήμ επουρανίω» (Εβρ.ιβ’ 22) και συνηριθμήθης πανηγυρικά με τους λευχειμωνούντες πρεσβυτέρους της Αποκαλύψεως (Αποκ.ζ’ 13). Μνημόνευε και εμάς στην άκτιστη εκείνη θεία λατρεία που χαρισματικά τώρα μετέχεις και επιδαψίλευε ευλογία στους οικείους σου, στους ενορίτες σου και σε όλους τους προσφιλείς σου.
Αιωνία η μνήμη σου! Να έχουμε την ευχή σου! Αμήν!