Του Αντώνη Κουκλινού
Οψές είχα τη τιμητική μου…
Όσες ευκές επήρα δε γατέχω που θα τσι βάλω….!
Εμπήκενε στο μαγαζί με το μπαστουνάκι τζη να στηρίζεται στη μνιά τζη χέρα.
-Έπαέσε παιδί μου..? (φωνιάζει για δε με θωρεί καθώς είμαι από μέσα)
Προβαίρνω και τη θωρώ να βαστά ένα τσαντάκι στη ν’ άλλη χερα.
-Έλα γιαγιά πέρασε να κάτσεις…!
Εσίμωσε… καθίζει στη καρέκλα και κουμπίζει το μπαστουνάκι στο ράφι δίπλα τζη.
Βάνει το τσαντάκι απάνω στη (μ)ποδιά τζη και βγάνει από μέσα μνιά βιντεοκασέτα και μου λέει…
-Εδώκανέ μου ετονέ μα δε γατέχω πως το λένε… είπανέ μου μα εγώ παιδί μου ξεχνώ και δε θυμούμαι ιντά ‘φαγα οψές.
-Βιντεοκασέτα είναι θειά…ετσά το λένε… πέμου ίντα θες…!
-Άααα γειά σου ετσά μου το ‘πανε… γροίκα μου ίντα θέλω… ένα ανιψάκι μου τη ν’ είχενε και εδά τσι σκολάδες ήρθενε στο χωργιό κι εφώτισέ ντο η Παναγία και μου τη ν’ ήδωκε… μα γω παιδί μου δε ν’ έχω ετσά μηχάνημα να τη ιδούμενε στο σπίτι και είπανέ μου να ‘ρθω έπαέ να μου τη ν’ ανοίξεις λέει να τη βάλω στη τηλεόραση.
Έκαμα να γελάσω ετσά απου μου τά ‘πενε μα εκρατήθηκα.
-Γιαγιά (τση κάνω) δε κατάλαβα ίντα ακριβώς σού ‘πανε να κάμω.
-Ώφου μωρέ παιδί μου…εδώκανέ μου ένα χαρτί και τα γράφουνε ούλα τούτανά…
Έβαλε τη χέρα τζη στη τζέπη και ψαχουλεύγει να βρεί το χαρτί απου τση ‘χουνε δοσμένο.
-Ξανοίξετε έπαε ένα μπερεστέ να μη ντο βρίχνω… ώφου και τάξε πως το ‘χασα…!
Με ξανοίγει μέσα στα μάθια παραπονούμενη κι απογοητευμένη.
-Γιαγιά στάσου να μου τα πείς αλλοιώς…!
Που είναι το κοπέλι απου σού ‘φερε τη βιντεοκασέτα…? Και ίντα έχει μέσα…γάμο, η Βάφτιση..?
-Ντα δε γατέχω παιδί μου… ήδωκέ μου το και μού ‘πενε πως έχει λέει… το συγχωρεμένο τον άντρα μου και κουβεδιάζει… κι από τη ν’ ημέρα α-που μου το ‘πενε δε ν’ εθώρου τη ν’ ώρα να ‘ρθω να σε βρώ.
-Εκατάλαβα θειά πως πράμα παρέα θα ναι… μα πρέπει εδά να μου πεις, ίντα τηλεόραση έχεις στο σπίτι σου για να καταλάβω στο περίπου ίντα θα κάμω…!
-Ντα κατέχω να σου πω..? εγώ πατώ ένα (γ)κομπί και παίζει…. Άλλο πράμα δε κατέχω…. Μνιά μαύρη είναι και τη ν’ έχω απάνω στη σερβάντα, ετσέ κοντά στο τοίχο, αυτή ναι από κεισάς τσι φτενές… μνιά ν’ άλλη είχα μα χάλασε και τη πήρανε οντε μου φέρανε ετούτη νε…!
-Μάλιστα κατάλαβα…στικάκι θες να γράψω….!
-Ναιιιι από κειονά μού ‘πανε…στιχάκι λέει παίρνει…!
Εδά όμως δε ν’ εβάσταξα και γέλασα… με ξάνοιγε καλά, καλά μα δε ν’ είπενε πράμα.
Έκαμα τη προεργασία για να παίξει το βίντεο και να το φορτώσει ο υπολογιστής…
Η κασέτα σε καλή κατάσταση ξεκίνησε να παίζει.
Όντως είναι μνιά παρέα, Χριστουγεννιάτικες μέρες γιατί δείχνει στολισμένο το σπίτι με λαμπάκια κι αναβοσβήνουνε.
Στη παρέα είναι ένας λεβεντόγερος και κουβεδιάζει…!
Εσκέφτηκα πως αυτός πρέπει να ναι ο μακαρίτης…
Η γιαγιά δε θωρεί από κειά που κάθεται πράμα και δε ν’ επήρε χαμπάρι γιατί ‘χω τη φωνή κλειστή.
Απις επέρασε μνιά ολιά ώρα μου λέει….
-Να κάμωμε θέλει δουλειά παιδί μου..?
-Ναι θα κάμωμε δουλειά, μα θέλει κάμποση ώρα γιατί η κασέτα αν είναι ούλη γεμάτη σίγουρα μνιά ν’ ώρα τη θέλει γιατί ετόση να είναι η διάρκειά τζη.
-Δε με γνοιάζει ανε κάμωμε και δυό… εκειοσάς απου μέ ‘φερε έχει δουλειές να κάμει και μπάρε μου να τσι προλάβει θέλει..?
Πχιάνει το μπαστουνάκι τζη και σηκώνεται να σιμώσει κοντά στον υπολογιστή.
Απίστευτη εικόνα….
Θωρεί το μπάρμπα πρώτο πλάνο με τσι μουστάκες, να βαστά το ποτήρι το κρασί και να τωσε κουβεδιάζει…!
Στέκει από πίσω μου, κουμπίζει τη μνιά τζη χέρα στον ώμο μου και σκύφτει να σιμώσει πχιό κοντά…
Νοιώθω τη χέρα τζη στον ώμο μου να τρέμει και να προσπαθεί να μιλήσει κατασυγκινημένη….!
-Άχχχχι Μανώλη μου και πού να σαι κοντώ….!
-Αυτός είναι ο άντρας σου θεία…?
Τρέχουνε ποταμός τα μάθια τζη και βγάνει ένα μεντήλι να τα σκουπίσει….
-Έεεεε και να κάτεχες παιδί μου…. ετσά λεβέντης, μερακλής και καλός άθρωπος δε ν’ ήβγαλε ο κόσμος…!
Όσο ξανοίγει τρέχει το δάκρυ ασταμάτητα…!
-Μα γιάντα δε μιλεί… δε θα γροικώ ίντα λένε..?
-Εδά δε γροικάτε η φωνή, μα ύστερα απου θα τελειώσει το βίντεο, θα μπορείς να ‘κούσεις ίντα λένε γιαγιά….!
-Καλά παιδί μου εσύ κάνεις τη δουλειά σου κι εγώ στέκω από πάνω σου και δε σε φήνω… πάω να κάτσω για δε με βαστούνε τα πόδια μου.
Εβάστα το μπαστουνάκι όση ν’ ώρα εφόρτωνε το υλικό και πότες, πότες έπχιανε το μεντήλι και σκούπιζε τα μάθια τζη.
Μνιά ν’ ώρα ήκαμε όντως η κασέτα να τελειώσει και σαν εφόρτωσε το βίντεο ξεκινά η επαιξεργασία…!
Βγάνω τη κασέτα από το βίντεο και τση τη δίδω.
-Βάλε τη κασέτα στο τσαντάκι να μη τη ξεχάσεις επαέ θεία και θα σου ετοιμάσω το βίντεο σε ένα τέταρτο περίπου να το πάρεις.
-Καλά παιδί μου…. μα δε φεύγω αδε σιγουρευτώ πως θα νάχει και φωνή…!
-Μη στενοχωράσαι φωνή έχει και μόλις θα φορτώσει το στικάκι, θα σου βάλω να κούσεις.
Ανυπόμονη να τονε ‘κούσει να μιλεί, άνοιξα τη τηλεόραση και ξεκίνησε να παίζει.
Κουβεδιάζει ο γεροντής… αφρουκούνται ούλοι στη παρέα και κάθε ντου κουβέντα είναι μεστωμένη και σοφή.
Λέει για τσοι κακουχίες απου πέρασε και σε κάθε αναστεναγμό, κάνει αναφορά στη κερά ντου, απου στάθηκενε βράχος να μεγαλώσει τα πέντε κοπέλια τζη και να στέσει μπέτη στο σπίτι…. Γροικά η κερά ντου και αποσβολωμένη μου πχιάνει τη χέρα μου.
-Κατέχεις ίντα χαρά μού ‘δωκες..? ετονέ το πράμα απου θωρείς θα να χω συντροφχιά να παίζει μέρα νύχτα από δά κ’ ύστερα…! Ούλες τσι ευκές του κόσμου θα σου δώσω, γιατί σου πρέπεουνε… μα καλά μου τόπανε πως εσύ σαι χρυσοχέρης και θα κάμω δουλειά.
Συνεχίζει να μου βαστά τη χέρα, όσο θωρεί το γεροντή να κουβεδιάζει και ούλη τη παρέα μικροί, μεγάλοι να μη βγάνουνε άχνα.
-Σκιας είκοσι χρόνια πρέπει να ναι περασμένα, μπορεί και παραπάνω, γιατί θωρώ το πουκάμισσό απου τού ‘χενε φερμένο η θυγατέρα μου στη ν’ εορτή ντου ετότες σας.
Εδά πάνε δέκα χρόνια απου το ν’ έχασα παιδί μου.
Συνεχίζει να μου βαστά τη χέρα μου, προφανώς θέλει το στήριγμά μου να στέκει.
Σε μνιά στιγμή ο γεροντής έβαλε κρασί στα ποτήργια και κάνουνε ευκές για το δυό χιλιάδες τέσσερα…. (Ετσά επιβεβαιώθηκε η γιαγιά για την εικοσαετία)… Εντακάρανε να τραγουδούνε με ένα μαντολίνο α-που έπαιζε ένας νεαρός.
-Να… εκειονέ το κοπελάκι απου παίζει το μαντολίνο μού ‘δωκενε τη κασέτα ο Θεός να το βλέπει, ανήψι μου είναι και ούλη η παρέα ντου είναι δικολογιά μας…!
Απάνω στη κουβέντα, να σου και η γιαγιά στο βίντεο… με μνιά μοσώρα γλυσολοίδια…!
-Ώφου ιντά παθα…!!! Επήρανέ με βίντεο κι εμένα..??? δε ντο πήρα χαμπάρι παιδί μου…!!! μα ξάνοιξε δά ιντα μου κάμανε…!!! Να με ξανοίγω τη ν’ απατή μου, με το ν’ άντρα μου μαζί παρέα…!!! Παναγία μου σήμερο αδέ θα κουζουλαθώ…!!!! Και το μαϊμούνι δε μου το’ πενε τούτο να πως φαίνομαι και του λόγου μου…!!!
-Θεία θα σταματήσω το βίντεο μα εσύ θα το θωρείς εδά κάθα μέρα…!
-Ναι παιδί μου…στέσετο να μη σε καθυστερώ άλλο και φτάνει…!
Απάνω στη ν’ ώρα εμπήκενε ένας άντρας να πάρει τη γιαγιά και του εξήγησα πως θα βάλει στη τηλεόραση να παίξει το βίντεο… ήδωκα και το τηλέφωνό μου στη γιαγιά, να με πάρει άμα χρειάζεται πράμα βοήθεια.
-Εσύ Κουκλινέ, ούλα τα σκέφτεσαι και καλά το κάνεις, για δε γατέχομε από τούτανά τα πράματα.
Πχιάνει από τη ν’ αμπασκάλη τη γιαγιά να φύγουνε και σα ν’ ήφταξε στη (μ)πόρτα να πορίσει, εντιγιάγειρε μέσα η θεία….!
Εσίμωσε στ’ αφτί μου και μου κάνει χαμηλόφωνα…
-Μα πέ μου πως το λένε ετονέ, για δε θυμούμαι και καντίζει να με παίζουνε..?
-Στικάκι να θυμάσαι γιαγιά στικάκι….!!!!
Μέχρι να μπούνε στο αμάξι να φύγουνε η γιαγιά δε ν’ εσταμάτησε να μου πέμπει ευκές….!
Σκέφτομαι αλήθεια πως σε πολλά σπίθια θα υπάρχουνε τόσο σημαντικές καταγραφές και είναι στα αζήτητα, γιατί όντως χρειάζεται μνιά διαδικασία να ξαναζωντανέψουνε.
Και είναι γεγονός πως δίδουνε μεγάλη χαρά ειδικά όπως τη γιαγιά σήμερο….!
Που εξαναζωντανέψανε οι μνήμες με το ν’ άντρα τζη, να θωρεί απου γελά και τραγουδεί με το κρασάκι στη χέρα και να δηγάται ιστορίες τση ζωής….αντώνης κουκλινός
Γενάρης του εικοσιπέντε.
Υ.Γ το σκίτσο της φωτογραφίας δεν μου ανήκει.
Πηγή: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΥΚΛΙΝΟΣ