του Αρχιμ. Αντωνίου Φραγκάκη Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας
Μιά από τις παιδικές μου αναμνήσεις, που όσο τα χρόνια περνούν γίνονται πιο ζωηρές και παίρνουν χίλιες τόσες γλυκές φωτοσκιάσεις, είναι και η στιβαρή ιερατική παρουσία του προσφάτως κοιμηθέντος παπά Γιώργη Πολυχρονάκη. Ψηλός, ευθυτενής, παραδοσιακός, συνδύαζε παλληκαριά και αγιοσύνη. Η μορφή του ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη ανεπιφύλακτη. Κοινός τόπος μας η Παναγία η Καλυβιανή.
Φαινόταν από τότε ότι ήταν μια ψυχή δοσμένη στην ιερή αποστολή «ην έλαβε παρά Κυρίου». Από εκείνα τα πρώτα χρόνια μέχρι τα τελευταία, σκοπός και φροντίδα του υπήρξε η αύξηση των ταλάντων, που του ενεχείρησε ο δωρεοδότης. Χωρίς να αμελεί το οικογενειακό του καθήκον, φαινόταν απόλυτα ότι αυτή ήταν η πρώτιστη και ανύστακτη μέριμνά του, που τον έκαμε να συναποκομίσει τώρα στο φευγιό του «καρπόν εκατονταπλασίονα»! Πέρασαν χρόνια από τότε…Τα κεφαλάκια των μικρών παιδιών που βημάτιζαν τότε στην Μονή Καλυβιανής «παρά τους πόδας» Τιμοθέου και Νεκταρίου, άρχισαν να γίνονται γκρίζα, ενώ πυκνά στοιβάζονταν τα χιόνια πάνω στην κεφαλή του αγνού λευίτη. Έμεινε, όμως, η γεύση του ύδατος του πηγάζοντος εκ πέτρας, ευλογία ανεκτίμητη στη ζωή μας. Εκεί «υπηρέτης του θαύματος» και ο παπά Γιώργης, που με το «ραβδί» της ιερατικής του αποστολής, σπούσε γρανιτένια βράχια της στεγανοποιημένης κοινομορφίας και πότιζε ψυχές με το αναβλύζον ύδωρ της Θεϊκής γενναιοδωρίας…
Πιστός υποτακτικός του Μητροπολίτου Τιμοθέου. Πάντα δίπλα του. Θα λέγαμε η σκιά του. Ο Τιμόθεος, ήταν ο μεταδότης της ιερωσύνης σ’ αυτόν διά των δύο χειροτονιών, αλλά και ο γέροντας και πνευματικός του πατέρας. Πολλά θεϊκά σημεία έζησε ο παπά Γιώργης δίπλα του. Γιγάντωναν την πίστη του ως νεαρού κληρικού και τον δίδασκαν «πώς δεί εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι».
Αχώριστος φίλος του π. Νεκταρίου. «Ο Νεκτάριος, έλεγε, δεν είναι μόνο φίλος. Είναι αδελφός μου. Είναι ευεργέτης στις δυσκολίες της ζωής μου» και επεξηγούσε γιατί… Αξιωθήκαμε να συναντηθούμε και στο Θυσιαστήριο. Δέος με έπιανε μπροστά στο σεβάσμιο πρόσωπό του. Τον ένοιωθα πατέρα μου και εκείνος εμένα παιδί του. Μίλησα με εγκαρδιότητα στην πάνδημη τιμητική εκδήλωση που διοργανώθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Μουσείου Βώρρων, σαν εκπρόσωπος του μακαριστού Μητροπολίτου μας Κυρίλλου, όταν ο παπά Γιώργης συνταξιοδοτήθηκε. «Πήγαινε εσύ γιατί εγώ θα είμαι Αθήνα» μου είπε ο μακαριστός δεσπότης τότε. Και συνέχισε χαμογελώντας: «Εσύ είσαι και από το συνάφι του και τον ξέρεις καλά». Θυμάμαι, μετά την ομιλία τότε το παρατεταμένο χειροκρότημα της πικαζούσης ομηγύρεως! Έκδηλη η αμηχανία της ενάρετης και σπάνιας πρεσβυτέρας. Στο τέλος, με ασπάσθηκε ο παπά Γιώργης και μου είπε με τον πηγαίο, αυθόρμητο και διάχυτο από αγάπη τρόπο του: «Μώρε συ, θα σε σκοτώσω! Μα είσαι κοπέλι μου και σ’ αγαπώ και δεν το κάνω. Τι είναι αυτά που είπες; Δηλαδή, αν έκαμα και πράμα καλό, να πληρωθώ από τα χειροκροτήματα και να μη βρω τίποτα εκιά πού θα πάω;»
Η ζωή του όλη ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας. Καιομένη λαμπάδα μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Λειτουργούσε με τέτοια πνευματική ευπρέπεια και ψυχική συστολή, σαν να ήταν η τελευταία του φορά. Δεν επέτρεπε προχειρότητες, ψιθυρισμούς και άσκοπες κινήσεις μέσα στο Άγιο Βήμα. Τηρούσε επακριβώς την τάξη. Τιμούσε τους συλλειτουργούς του. «Παλαίψαμε» κυριολεκτικά κάποτε στον Άγιο Σπυρίδωνα, επειδή ήθελε να μπει δεύτερος από ‘μένα. Υποχώρησε, όταν τού είπα: «Άκου είσαι πατέρας μου. Τώρα διασταυρώνονται οι ιδιότητές μας αλλά προηγείται η δική σου λόγω γήρατος και καταξίωσης. Άλλωστε είμαστε και οι δύο απλοί συμπρεσβύτεροι. Το οφφίκιο δεν είναι αξίωμα. Είναι τιμή. Και η τιμή παραχωρείται». Έτσι λέγει ο Απόστολος Παύλος: «τη τιμή αλλήλων προηγούμενοι». Ήταν τότε η τελευταία φορά που συλλειτουργήσαμε επί γης…
Οξυνούστατος άνθρωπος με αγνά σπινθηροβόλα μάτια. Κατέπληττε τους πάντες με τον καλοδιάθετο, κοφτό, ζωντανό και χαριέστατο λόγο του, ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως, που τον διέκρινε η εννοιολογική ορθοφωνία… Ισορροπημένος στα αισθήματά του, δεν είχε ψυχικές διακυμάνσεις, πάντα γλυκύς, ήρεμος, άνετος, απλός, χαρίεις και ευπροσήγορος, αλλά και με ψηλά τον πήχυ του ιερατικού ήθους. Ένοιωθες την ζεστασιά της αγάπης του, σε ψυχαγωγούσε ευπρεπώς με εκείνο το λεπτό εξιδιασμένο και ψυχωφέλιμο χιούμορ του. Παράλληλα, όμως, δεν κένωνε το αξίωμά του στο κανάλι της πεζότητας, γι’ αυτό πλησίον του έπαιρνες μαθήματα ήθους και διδασκόσουν παραδειγματικά, ακόμη και τότε που η χαρά της επικοινωνίας δημιουργούσε ένα πνεύμα χαλαρής ευφορίας. Δεν μπορούσες δηλαδή να παίξεις μαζί του.
Μία φορά τον είδα να χάνει κάπως την ψυχραιμία του. Ήταν η κηδεία νεαρού παλληκαριού της ενορίας του, πού έχασε την ζωή του από αυτοσχέδια κροτίδα την ημέρα του Πάσχα. Εκεί ο παπά Γιώργης έβγαλε το οξύ παράπονό του για όσα είχε αντιμετωπίσει σαν εφημέριος από τέτοια φαινόμενα τις πασχάλιες ημέρες όλα τα χρόνια της ιερατείας του… Αμέσως, όμως, επανέκτησε την παροιμιώδη ειρηναία έκφραση της ψυχής του και με ταπείνωση μικρού παιδιού, ζητούσε συγγνώμη από τούς παρισταμένους ιερείς μέσα στο Άγιο Βήμα!
Τά ’βαλε ασυνθηκολόγητα με την αμαρτία. Πρώτα απ’ όλους όμως στοχοποίησε τον εαυτό του, τον «παλαιό» εαυτό του όπως έλεγε, έναντι του οποίου στάθηκε με ιδιαίτερη αυστηρότητα, πράγμα που τον έκανε σεβαστό και σ’ αυτούς που δεν συμμερίζονταν τις απόψεις του. Μοναδική η συνέπεια του βίου του σε όλους τους τομείς.
Δεν διακρίθηκε σαν συναρπαστικός ρήτορας, αλλά ήταν όμως σοφός και συνετός οδηγός, και η κάθε σκέψη και λεκτική του κατάθεση ήταν αύρα λεπτή και «δρόσος Αερμών» για όσους τον άκουαν… Κράτησε σε όλη του την ζωή ορθάνοιχτο το βιβλίο του υποδειγματικού του βίου. Ήταν «επιστολή Χριστού γινωσκομένη και αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων». Το ποίμνιό του χόρτασε ακορέστως την ευλογητή παρουσία του. Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε στους Βώρρους και αυτομάτως να μην αναδυθεί συνειρμικά στην νοητική μας επιφάνεια του παπά Γιώργη η μεγαλειώδης μορφή. Στο πρόσωπό του οι ενορίτες του συνάντησαν και αναγνωρίζουν, τον αδαμάντινο διανομέα της Χάριτος, τον διακριτικό και ανύστακτο επιμελητή των αναγκών τους, γενικά τον εμπνευσμένο καθοδηγητή και χειραγωγό τους στην ουρανοδρόμο πορεία, που ήταν σε όλους και σε όλα παρών… Και εμπνευσμένος ανυψωτής στις απάτητες κορυφές, αλλά και προσγειωμένος βοσκοτροφεύς στις χαμηλότοπες δειράδες, που με στοργή ανασήκωνε τα πρόβατά του, όταν σκοντάφτανε από απροσεξία στην πεδινή κακοτοπιά…
Άριστος οικογενειάρχης! Σεμνόν εγκαλώπισμα η πρεσβυτέρα του. «Το ήμισυ της επιτυχίας ενός ιερέως εξαρτάται από την παπαδιά του» έλεγε ο σύγχρονος Άγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Εδέσσης. Τα παιδιά του συνδέθηκαν παιδιόθεν από το άγιο χέρι του πατέρα τους με της Μάνας Εκκλησίας τον ζωηφόρο μαστό! Όχι μόνο τα παιδιά αλλά και τα ανήψια που αγάπησε σαν παιδιά του και περικοσμούν όλοι μαζί τα ψαλτικά αναλόγια και τα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής μας. Σε κάθε κηδεία παρών! Αρκούσε και μόνη η πληροφορία θανάτου φίλου ή γνωστού. Συμμετείχε αναστάσιμα σε αναρίθμητες νεκρώσιμες ακολουθίες, με τα λευκά πάντοτε άμφιά του, για να τηρεί την πρέπουσα τάξη και να νοηματίζει συμβολικά την Ανάσταση. Μνημόνευε πλήθος ονομάτων ειδικά κεκοιμημένων. «Μού το κόλλησε ο Νεκτάριος» έλεγε γελώντας. «Αυτός τα ‘χει καλά με τση ποθαμένους και με έκανε κι εμένα φίλο ντος». Η μητέρα του, όταν του έδινε ψυχοχάρτι για μνημόνευση, είχε πάντα και συνοδευτικό φιλοδώρημα. «Μα τι κάνεις εκεί;» της έλεγε. Και εκείνη σοβαρά σοβαρά: «Όχι παιδί μου, είναι τα ταχυδρομικά»! Τα Χριστούγεννα και άλλες μεγάλες ημέρες, μετά την θεία λειτουργία, πριν καθίσει στο εορταστικό τραπέζι, περνούνε απαραιτήτως για τρισάγιο από τον τάφο των γονέων του. Είχε υψηλό αίσθημα ευγνωμοσύνης και αγάπης σ’ αυτούς πού τον έφεραν στον κόσμο.
Ήταν εκπληκτική και η θυμοσοφία του. Θα αναφέρω δύο περιστατικά:
- Κάποτε ένας συμπρεσβύτερος τον ειρωνεύθηκε. Του είπε ότι έχει ένα μεγάλο Τ στο μέτωπο, εννοώντας ότι ήταν Τιμοθεϊκός… Δεν έχασε καιρό ο παπά Γιώργης και του απάντησε: «Είδες το μπρε; Εθάρρουνα πως δεν εφαίνουντανε… Εκιά το ‘χω για να μου υπενθυμίζει πως αδέ γενεί τάφος τση νεκρής αμαρτίας ετουτονέ το κορμί, άδικα αγωνίζεται η ψυχή…». Έφυγε ντροπιασμένος ο εμπαίχτης συνιερουργός του, που πόρρω απείχε από μια τέτοια πνευματική προοπτική…
- Άλλοτε πάλι είδε σε μια εκκλησιαστική εκδήλωση μια παρέα νεαρών κληρικών να χαριεντίζονται άκομψα μεταξύ τους. Τούς χαιρέτισε ευγενικά ο παπά Γιώργης και τους ρώτησε με νόημα: «Ήντα μπρε κάνετε εσείς επαέ; Προπόνηση για να τα βάλλετε με τον Αντίχριστο;» Έσκυψαν τα κεφάλια και απομακρύνθηκαν αμέσως… Ένας κάτι ψέλλισε στα σιγανά, αλλά καρφί δεν κάηκε στον παπά Γιώργη… Ο λόγος του ήταν μεμεστωμένος και ευθύβολος. Γι’ αυτό υλοποιούσε πάντοτε το κίνητρο εκφοράς του…
Όταν προ ολίγων ετών τραυματίσθηκε στο μηρό συνέπεια ολισθήματος, υπέστη επώδυνες μετεγχειρητικές επιπλοκές στην κατ’ οίκον νοσηλεία του. Πήγα να τον δω και μόλις με είδε αναφώνησε: « Αντώνιε, φεύγω παιδί μου. Συγχώρεσέ με». Προσπάθησα να τον πείσω ότι είναι κάτι πού θα περάσει, όπως και τελικά έγινε. Και εκείνος σχολίασε με εκείνη την ευφυέστατη ετοιμολογία του: «Κατέχω το! Και μαζί μ’ αυτό θα περάσω κι εγώ και θα πάω εκιά πού προορίζομαι». Στην συζήτηση εκείνη κάποια στιγμή αυθόρμητα μου είπε:
«Σε θεωρώ κοπέλι μου αλλά είσαι και πατέρας πνευματικός. Θέλω να με εξομολογήσεις»! Στην αντίδρασή μου, εκείνος επέμεινε… Ευτυχώς βέβαια που έγινε αυτό, γιατί διδάχθηκα και απήλαυσα ταπείνωση, ψιλοδούλεψη αρετής, ψυχής θαλερότητα και εσωτερική πληρότητα…
Ήταν πανέμορφες και οι διηγήσεις από την εκκλησιαστική του διαδρομή. Αναφέρομαι ενδεικτικά σε κάποια ιδιαίτερα περιστατικά:
- Ήταν παιδί και θυμόταν τον Αρκαδίας Βασίλειο να κατεβαίνει νωρίς με το άλογό του, συνοδευόμενος με τον επίσης έφιππο διάκο του, παραμονή της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, στους Βώρους πού πανηγύριζαν. Ερχόντουσαν από τις απέναντι πλαγιές της λοφικής κορυφογραμμής, οι καμπάνες όλων των ναών χτυπούσαν και όλοι οι ενορίτες είχαν μαζευτεί έξω από το χωριό για να υποδεχθούν τον δεσπότη. Εκείνος, μόλις αντίκρυζε το χωριό, άρχιζε να ψάλλει με εκείνη την βροντώδη μπάσα φωνή του, το εξαποστειλάριο της εορτής μέχρι που ξεπέζευε. «Ην πάλαι προκατήγγειλε των προφητών ο σύλλογος…» Αλησμόνητα και εμβληματικά αυτά του τα παιδικά βιώματα και λατρευτικά σκιρτήματα…
- Κάποτε, μετά την πανηγυρική αρχιερατική λειτουργία, περπατούσαν για να πάνε στο σπίτι όπου θα δεξιώνονταν τον δεσπότη Βασίλειο οι προεστώτες του τόπου. Εκείνος πάτησε ένα από τα εκκρίματα μιας κότας και γλίστρησε. Ήταν όλα πεντακάθαρα και ασπρισμένα λόγω του ερχομού του Επισκόπου και της αναμενόμενης πανηγύρεως, αλλά ποιος μπορούσε να περιορίσει τα κοτόπουλα που τότε ήταν όλα ελευθέρας βοσκής; Τότε στράφηκε ο δεσπότης με χιούμορ στο διάκο και είπε: «Οντέ θωρείς πολλές κουτσουλιές, να κατέχεις πως είναι σαρακοστή και πληθαίνουνε οι όρνιθες… Δε τζη σφάζουνε και θα είναι κακομοίρη μπακαλιάρος στο τραπέζι… Το πολύ κουτσουλιτό λέει πως δεν θανέχει μεζεδάκι ορνιθερό...»
- Κάποτε νεαρός κληρικός συνόδευε στο αυτοκίνητο τον γέροντά του Μητροπολίτη Τιμόθεο για την κηδεία ενός ιερέως. Στο δρόμο υπέστησαν φοβερή δαιμονική επίθεση… Ένας πρωτόγνωρος για τα δεδομένα της περιοχής άνεμος, απειλούσε να ανατρέψει και να συντρίψει το αυτοκίνητο στο γκρεμό! Ήταν ορεινή η διαδρομή. Αυτό συνέβαινε παραδόξως μόνο κατά μήκος του δρόμου, ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχε άπνοια… Ο δεσπότης φόρεσε επιτραχήλιο και ωμοφόριο και ατάραχος προσευχόταν, κρατώντας τον Τίμιο Σταυρό! «Μη φοβάσθε, τους είπε. Θα φθάσουμε ασφαλείς»! Αυτή η εμπειρία ήταν καθοριστική στην πνευματική συγκομιδή του πατρός Γεωργίου.
Στην κηδεία τού π. Νεκταρίου, πενθούσε αναστάσιμα δεν έφευγε δίπλα από την σορό του. Θαλερά δάκρυα έβρεχαν το πρόσωπό του και κάπου κάπου μονολογούσε: «Δεν το περίμενα μπρε Νεκτάριε πως θα μ’ αφήσεις πίσω σου» Ζούσε μεταβάλλοντας σε αίσθηση πατρικής ευωχίας και πληρότητα γονεϊκής ευτυχίας τις καθημερινές οικογενειακές του στιγμές.
Κάποτε σφάδαζε από τους πόνους πάνω στο κρεβάτι λόγω πέτρας στο νεφρό… Παρακολουθούσε έκπληκτη η μικρή εγγονή του, η κορούλα του γιου του… Κάποια στιγμή στρέφεται το κοριτσάκι στον πατέρα του και με φυσικότητα ρωτάει: «Λες να πεθάνει;»
«Σουτ, σουτ, σουτ», απάντησε ο Γιάννης. Και το παιδάκι συνέχισε στωικότατα: «Όχι, γιατί αν πεθάνει, να το ξέρετε ότι εγώ δεν θα πάω αύριο στο σχολείο»! Το άκουσε ο παπά Γιώργης, ξέχασε τον πόνο, άρχισε να γελάει και σηκώθηκε αμέσως… Μου έλεγε χαριτολογώντας:
«Είπα Αντώνιε. Για σήκω και σφίξε τα δόντια σου μην επιβεβαιώσεις το κοπέλι. Για μιάς μου περάσανε όλα…» Οι ενορίτες του τον απήλαυσαν λειτουργό, εξομολόγο, ιερουργό των Μυστηρίων, των Βαπτίσεων, των Γάμων, των κηδειών, της κάθε σημαντικής στιγμής που σηματοδοτούσε το είναι τους.
Και εκείνος πάντοτε στις επάλξεις, σεμνός και συνετός, φιλόξενος και ομιλητικός, πειθαρχικός και ευπειθής, με την γνωστή του τελετουργική επάρκεια και γλυκύτητα, αφοσιωμένος στο καθήκον, αγαπητός σε όλους. Δεν ξέρω αν ήταν στο ζενίθ, αλλά ουδέποτε άφησε την ευπρέπεια και το μέτρο, αυτή την όμορφη γραμμή που γαληνεύει και αναπαύει.
Όποιος τον άκουε ιερουργούντα, ψάλλοντα ή ομιλούντα, όποιος τον έβλεπε βαδίζοντα με το ρασάκι, το καλυμμαύχι, την μακριά γενειάδα και κώμη (ιεροπρεπή) είχε την αίσθηση μιας γαλήνης. Δεν μετέδιδε νευρικότητα και ταραχή. Παρέπεμπε στο «πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» του Σωτήρος Χριστού. Ήταν βλέπετε και η πείρα των παλαιών ανθρώπων, που πέρασαν πολλά και τα αντιπάλαιψαν με την υπομονή του Θεού.
Έπειτα, η παραδοσιακή εμφάνιση, τα μαλλιά, τα γένια, το ρασάκι, το καλυμμαύχι, όλα αυτά ήταν επιβεβλημένα βεβαίως στον έγγαμο ιερέα εκείνων των χρόνων. Ήταν, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, η «ιατρική ποδιά» πού καθιέρωνε τους ιερείς ως πνευματικούς θεραπευτές στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Επειδή, όμως, τα σεβάστηκε ως σχήμα και ως περιεχόμενο (με την πίστη, την καθαρότητα, την πραότητα και την όλη συμπεριφορά του), η εξωτερική αυτή εμφάνιση του μακαριστού Πρεσβύτη ήταν μαρτυρία της «νεκρώσεως» τού παλαιού ανθρώπου και της αναδύσεως του νέου «του κατά Θεόν κτισθέντος»!
Το τελευταίο βράδυ το πέρασε μυσταγωγικά σαν να λειτουργούσε. Ήρεμα έκανε το σημείο του Σταυρού και επικαλούνταν την Υπεραγία Θεοτόκο. Αυτό αδιάλειπτα, μέχρι τις 7:45 π.μ. που αποκολλήθηκε γαλήνια η ψυχή του από το σώμα των αισθήσεων. Φτερούγισε στα επουράνια σε μια ατμόσφαιρα ειρηνική, φορτισμένη από την Χάρη της προσευχής, μέσα στην θαλπωρή των οικείων του.
Προχθές, με γαλήνια έκφραση και ακτινοβολία ιλαρότητος, εξοδιάσθηκε στον Ναό της Βωριανής Παναγίας και αφέθηκε για θρηνώδη ασπασμό και ύστατο αποχαιρετισμό στο λαό του. Σφράγισε αυτή την Εκκλησιά με την λειτουργική ευπρέπεια και την όλη εργώδη διακονία του. Κοιμόταν ατάραχος τον ύπνο του δίκαιου αγωνιστού. Τα ακατάκριτα χέρια του φαινόταν κατάφορτα πάνω στο ιερό Ευαγγέλιο, γεμάτα από μια σοδειά, που χρυσίζει τώρα απιθωμένη στο αλώνι της Κρίσεως. Μέσα στο νεκροκρέβατο ολάκερος ο πιστός οικονόμος. Ιεροπρεπής και σύννους στην έκφραση, με το χρώμα της οσιότητας και το ηλιοκαμένο πρόσωπο από τον εργώδη κάματο της βιβλικής μορφής του. Και καθώς ήταν ενδεδυμένος τα άμφια και το ζωστικό του, τον αισθανόμουν εύζωνο Κυρίου! Έτοιμο να σκιρτήσει οπλίτης και πάλι, για να δώσει το «παρόν» στο σάλπισμα του αγγέλου.
Τον αποχαιρετίσαμε με χαρμολύπη και νοερώς τον εντοπίσαμε σε φαεινή πορεία, να απευθύνει με την ηδύμολπη φωνή του, στον Κύριο της δόξης, την ύστατη δέηση: «προς σε έρχομαι… Κύριε Κύριε άνοιξον ημίν». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος πού θα ακουσθεί δεν θα είναι άλλος από τον «ητοιμασμένον από καταβολής κόσμου». «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ. Επι ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Αμήν!