Του Μιχάλη Στρατάκη
Τ’ Άη Σπυρίδωνα ξημερώνει, μα για μένα δεν ξημερώνει γιορτή, αλλά ξεκακαδίζει και ξεματώνει μια παλιά πληγή.
Από τα μικράτα μου, μα κι εδά ακόμη, κάθε που είναι τ’ Άη Σπυρίδωνα, στεναχωρούμαι.
Η αιτία είναι η μακαρίτισσα η μάνα μου, που τηνε θυμούμαι σα να ‘ναι εδά ομπρός μου, καθισμένη στην άκρα τση παραστιάς, να συχνογυρίζει τση πατάτες στο τηγάνι και να μου δηγάται.
Μου δηγούντανε, που λέτε, πως τη νυχτιά τ’ Άη Σπυρίδωνα, οι χοίροι «‘νειρεύονται το μαχαίρι ντος» και γιαυτό ίσαμε τα Χριστούγεννα, κάθε αργαντινή, σέρνουνε μούγκρο απού σπαράζει η ψυχή τ’ αθρώπου που τση γροικά.
Εσφηνώθηκε εκείνη να η κουβέντα τση κεράς Βαγγελιώς στα παιδικά φυλλοκάρδια μου κι ανάθεμα τηνε για κουβέντα, ακόμη σφηνωμένη είναι.
Κάθε χρόνο, μα κάθε χρόνο, τέθια μέρα σ’ ανταριασμένο πέλαγος στεναχώριας βουλοπλέω.
Το ότι μεγάλωσα και γέρνουνε οι ώμοι μου από τα βάρητα των χρόνων, δε στάθηκε ικανό να ποδιώξει από τη θύμηση μου την κουβέντα τση μάνας μου.
Θαρρώ πως το ξανάστροφο συμβαίνει.
Όσο μεγαλώνω, τόσο και περσσότερο πιστεύω πως τη νυχτιά τ’ Άη Σπυρίδωνα, γροικώ σπαραξικάρδια μουγκρητά, αυτά των μαύροκακομοίρηδων των χοίρων, απού ‘νειρεύονται το μαχαίρι ντος.
Για τούτο να, μήτε εκοντοσίμωσα ποτές μου σε τόπο απού εσφάζανε χοίρο τα Χριστούγεννα, μήτε και πρόκεται να κοντοσιμώσω όσο θα ζω.
Και ξομολογούμαι πως βαστώ μάνητα κι αμάχη του Άη Σπυρίδωνα, από τα παιδικάτα μου, γιατί τονε θαρρώ υπεύθυνο για το μούγκρος και τα ονείρατα των χοίρων, ανήμερα τση χάρης του.
Άλλο πράμα είναι να σε σφάζουνε μια κι όξω, εκειά απού δεν τ’ ανημένεις κι άλλο να ‘νειρεύεσαι κάθε νύχτα, και για πολλές νύχτες, το μαχαίρι απού θα σε σφάξει.
Σχώρνα με Άη Σπυρίδωνα, μα είπα σου τα και ξαλάφρωσα μια ολιά.
Πηγή: Stratakis Mixalis