Στην πόρτα καρτέραγε η δόλια η μάνα. Της είχαν πει πως θα’ ρθουν πριν το γιόμα κι είχε ξυπνήσει πρωί πρωί πριν χαράξει η μέρα. Που να την κολλήσει ο ύπνος.
Όλη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβάτι κι άμα λάλησε ο πρώτος κόκορας στο πόδι η μάνα.
Σηκώθηκε μαγείρεψε ό,τι άρεσε στα εγγόνια της και στα παιδιά της και δεν έβλεπε την ώρα που θα τ αγκάλιαζε.
Μα δεν περνούσε η ώρα κι ο τόπος δεν την χώραγε..
Έμπαινε κι έβγαινε κι ο νους της δεν λάρωνε. Κι ανέβαινε ο ήλιος
και μεγάλωνε κι η λαχτάρα της.
Πέντε μήνες διάβηκαν από την τελευταία φορά που τους είδε κι είχε την εικόνα στα μάτια της.
Θα’ χαν μεγαλώσει και τα εγγόνια της!! Δεν θα τα’ φτανε να τα φιλήσει…Κόντευε να σπάσει η καρδιά της από την αγωνία.
Μεσημέριασε για τα καλά κι ακόμα να φανούν..
Μπας και μετάνιωσαν και δεν έρθουν σκεφτόταν η καημένη και δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της και σαν τα’νιωσε να τρέχουν τα σκούπισε γλήγορα.
Δεν κάνει να σκούζει ο άνθρωπος είπε όταν η φαμίλια του είναι στο δρόμο. Και πριν τα σκουπίσει καλά καλά καινούργια τρέξανε από χαρά τούτη τη βολά.
Τρέξαν τα μαξούμια και γιόμισε η αγκαλιά της αγάπη!! Το σπίτι της ζωή κι η καρδιά της φουρτούλαε από χαρά!!
Ελευθερία Λάππα
Iliana Ziogou
Πηγή: Ομφαλός της γης