Το Νοέμπρη επαίρναμε τα πρόβατα και τα πηγαίναμε στο χειμαδιό. Έκαμα 16 μέρες να πάω. Εγεννούσανε στο δρόμο τα ζα. Βρέχει ο Θεός το Θιο, να πέφτουνε 5, να σηκώνεται ένα. Εδά δεν πάνε λαλητό ζο, ανέ ντωνέ δώσεις χίλια πρόβατα. Έτσα, εγύ- ρισενε η εποχή. Αλλάξανε τα πράματα. Να πάρουνε οι βοσκοί τοτεσάς 100-200 κιλά κουκιά, σύμφωνα με την παρέα, όσπρια, φάβα, παπούλες, λαδόχοντρο, ξινόχοντρο. Και επέρνανε ο χειμώνας μ’ αυτά. Δεκατέσσερα χρόνια στην Ανώπολη, μέσα δεν εμπηκα. Εγώ όξω.
Να πάω να βρω ένα δεμάτι ξύλα, να βρω να φάω πράμα και ύστερα να πάρω το γαμπά μου, ούτε μουσαμάδες υπήρχανε, ούτε ομπρέλες. Και θυμούμαι συγκεκριμένα μια βραδιά, αυτή δεν ητονε βραδιά, ητονε χάρος. Και κοίτουμουνε με το γαμπά σε μια αστιβίδα στο γύρο των οζώ. Το σπαρμένο ητονε 100 μέτρα απόσταση. Άμα θελά σηκωθούνε, επηγαίνανε στο σπαρμένο. Και στέκαμε όξω και παντούσαμε όλη νύκτα.
Μια βραδιά δεν άντεχα την ογρασά κι’ έβανα τη βέργα μου μέσα από το γαμπά κι’ εφούσκωνε σα τσαντηρι. Ο γαμπάς μπορεί να συγκρατήσει το νερό; Το πίνει! Και είχε περάσει η ογρασά και στα κόκαλά μου. Πίσσα αιώνιο σκοτίδι. Βροντά, χαλά τον κόσμο και λέω: να ποθάνω θέλω απόψε. Κονάκι τίποτα, στην αστιβίδα. Και κατέχω μιαν αρκαλότρυπα 300 μέτρα αλάργο. Παίρνω την απόφαση να αφήσω τα ζα και με τα χέρια πασπατώντας βρίνω την αρκαλότρυπα και με τον γαμπά μπαίνω μέσα. Βάνω την κεφαλή μου σάμε τσι ώμους. Το άλλο σώμα τόβρινε ο βοριάς. Επανέμισα. Καλά’ ναι παέ! Μα εγώ εμάχωνα και εμάχωνα με τον γαμπά μαζί και πιάνεται ο γαμπάς στα τζουγκριά του χαρακιού. Και μια στιγμή από τα πολλά νερά «ανοίγει» η αρκαλότρυπα. Εκειά εγνώρισα το θάνατο. Ανοίγει η αρκαλότρυπα κι’ έτρεχε τόσονε νερό.
Εγέμισε η κοιλιά μου νερό. Ήμουνε σφηνωμένος. Μια στιγμή επόρισα εγώ, μα ο γαμπάς επόμεινε μέσα. Επόρισα νεκρός! Και κάνω έτσιε τον μπέτη μου και σπούνε όλα τα κομπιά. Στένομαι κατάμουρα του Βοριά και μου χτυπά το νερό στη μούρη για να ξεκρουφτώ. Μοναχός· που δε θελά με βρούνε να περάσει ένας μήνας!! Η ζωή των βοσκώ έτσα τοναι. Δεν είχα πατέρα, μα και κεινοινά που είχανε… Έτσα τα τυραννούσανε τα κοπέλια όλα. Ο πατέρας έθετε στα πρόβατα, το κοπέλι στα πόδια του πατέρα. Δεν ελυπούντανε τοτεσάς. Ήτανε ετσά κουραστική, κακή ζωή και φτώχεια.
Και από το χειμαδιό παίρναμε τα πρόβατα το Μάρτη και βγαίναμε πάλι στο βουνό και κάναμε όλο το καλοκαίρι. Ζήτημα να κατεβαίναμε μια φορά στο χωριό. Η μάνα μου, μου ‘πεμπε τα ρούχα και τα βγανα στ’ αόρι. Ετσά το κάναμε όλοι. Και είχαμε το μα- ντρατζή και ανέβαινε μέρα παρά μέρα και μας έλεγε τα νέα και μας έφερνε και το φαγητό. Να βρούμε τα ξύλα, να φορτώσουμε το γάιδαρο, να τα πάει ο μαντρατζης στο χωριό, γιατί οντέν εφεύγαμε για το χειμαδιό έπρεπε νάχομε 100 γομάρια ξύλα ο κάθε βοσκός στο σπίτι ντου. Δηλαδή όποιος είχενε κοπέλια, τα 100 γομάρια έπρεπε να τ’ αφήσει, γιατί ήτανε 3-4 μήνες χειμώνας και αν δεν είχες ξύλα, δανεικά δεν εδίδανε. Καλιά θελά σου δώσει το ψωμί παρά τα ξύλα. Δεν εδίδανε.
Αυτή ‘τανε η ζωή. Η ζωή ήτανε μαρτύριο. Δεν ήτονε κοπέλι να πει «δεν πάω». Εγώ εγέρασα: το «δε» δεν το ‘πα. Και νάχε μου πούνε άμε να γκρεμιστείς, θελά πάω. Το «δε» εγέρασα δεν το πα. Μα ετσά το κάναμε όλα. Εγώ ‘μουνα ο πια μικρός και πλέρωνα τσι αμαρτίες. Τα κοπέλια πηγαίνανε «σπάγος». Άμα θελά πούνε του μαντρατζή: πήγαινε να φέρεις ξύλα να τυροκομήσουμε, επήγαινε. Ετοτεσάς ετυροκομούσαμε το λίγο γάλα που βγάναμε, γιατί ‘σαν τα ζα λίγα. Η φτώχεια δεν άφηνε να γίνουνε πολλά. Φτωχοί αθρώποι, ευχαριστημένοι όμως με τα λίγα. Και ήπρεπε δα να τυροκομήσομε και ύστερα να το βάλομε στο κλειδόσπιτο. Το μητάτο που δεν είχε τυρόσπιτο (κλειδόσπιτο) δεν άξιζε.
Αφηγείται ο Βασίλειος Εμμ. Σταυρακάκης (ο Βασιλέας)
nikoskellas
Πηγή: Ομφαλός της γης