Κείμενο: Συμιανάκης Εμμανουήλ Φιλόλογος
Φωτογραφία: Πετράκη Εμμανουήλ
Μέχρι το 1952, που το κράτος ανέλαβε τη μισθοδοσία των ιερέων ως αντάλλαγμα της εκκλησιαστικής περιουσίας που του δόθηκε από την Εκκλησία, οι ιερείς ελάμβαναν γλισχρους μισθούς από το ταμείο του ναού που λειτουργούσαν.
Το μικρό αυτό μισθό επήυξαναν τα λεγόμενα τυχερά, η προσφορά άρτων και λοιπών τροφίμων από τους πιστούς.
Μεγάλη ενορία εσήμαινε μεγάλες απολαυές.
Παρόλα ταύτα οι ιερείς, παλαιάς κοπής, επιτελούσαν με ένθεο ζήλο το λειτούργημα τους.
Ένας παπάς παλιάς κοπής ήταν στον Πλαθιανώ του Άι Γιώργη, ο πλαθιανιώτης Γεώργιος Μπίμπας, που είχα κι εγώ την ευλογία να με βαφτίσει με τα τίμια του χέρια στον Άι Δημήτρη του Πλαθιανού.
Σεβάσμια μορφή.
Ταπεινός και σοβαρός λευίτης του Θεού.
Λειτουργός γενικής αποδοχής.
Δεν έλεγε το “Χριστός Ανέστη”, αν δεν ήταν άπαντες παρόντες στην εκκλησία.
Ένας να απουσίαζε έστελνε τον Επίτροπο να τον αναζητήσει!
Παρά την πενία του έφερε στον κόσμο έξι τέκνα.
Τρεις άρρενες και τρεις θήλεις.
Είχε όμως την ατυχία να δοκιμαστεί από το Θεό η πίστη του, γιατί ένας του γιος γεννήθηκε κωφάλαλος και μια κόρη με νοητική στέρηση.
Ο κωφάλαλος όμως παντρεύτηκε από τον Άγιο Κωνσταντίνο και εγέννησε δύο εξαιρετικούς απογόνους εν πλήρει υγεία.
Ο ένας ήταν ο διαπρεπής δικηγόρος των Αθηνών Γεώργιος Μπίμπας, υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ το 1981.
Η άλλη ήταν υπάλληλος στο Ηράκλειο.
Ένας άλλος γιος του μετανάστευσε στην Αμερική και εξελέγη γερουσιαστής σε κάποια πολιτεία.
Δεν ξέρω, αν ένας ανώτατος δικαστής με το επώνυμο Μπίμπας που εδίκασε τον Τραμπ έχει καμιά σχέση με το γερουσιαστή Μπίμπα.
Ο τρίτος του γιος εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο και αναδείκτηκε σημαίνον στέλεχος της λασιθιώτικης παροικίας του Ηρακλείου.
Οι δύο εκ των τριών θυγατέρων εδημιούργησαν στον Άι Γιώργη πολυμελείς και άξιες οικογένειες
Το μεγαλείο της ψυχής του παπα Γιώργη φάνηκε το Νοέμβρη του 1943, όταν οι γκεσταμπίτες συγκέντρωσαν και βασάνισαν τους Αγιοργιώτες στην πλατεία του χωριού, για να ομολογήσουν που είναι κρυμμένα τα όπλα της διαλυθείσης μεραρχίας των Ιταλών.
Όταν εμφανίστηκε ο παπα Γιώργης τον άρπαξε από τα γένια πανάθλιος γκεσταμπίτης και του είπε τραβώντας τα: μολόγα νταβραμπά παπά πού είναι τα όπλα! Α δε μολοήσεις θα σε σκοτώσω και θα κάμω Κάντανο το χωριό!
Και ο γέροντας του απήντησε κραδαίνοντας στον αέρα την κατσούνα του: Εμένα μωρέ κερχανατζήδες(μπουρδελιάρηδες) να μη με φοβερίζετε, γιατί επόφαγα τα ψωμιά μου! Εσείς να κλαίτε απού σαστε νέοι!
Ύστερα από λίγα χρόνια, το 1951 εκδήμησε εις Κύριον καταλιπών φήμη λαμπρά και μνήμη άσβεστον στο χωριό του, ως τιμημένος λειτουργός του Υψίστου και της Πατρίδος άξιος!
Πηγή: Νικόλαος Φουκαράκης