“Αν δεν το αγαπάς, δεν μπορείς να το κάνεις”. Ο Αλέξανδρος Καλανταρίδης, νεαρός κτηνοτρόφος που ζει στον Δαφνώνα Ξάνθης, ξυπνάει κάθε μέρα χαράματα και στις 6 το πρωί έχει ήδη ανέβει στο βουνό για να βοσκήσει τα περίπου 1.400 πρόβατα και κατσίκια. Η «Κ» τον συνάντησε μεσημέρι, σε μια ολιγόλεπτη στάση που έκανε σε ένα από τα καταπράσινα περάσματα του δάσους.
Με έναν μπλε σάκο στον ώμο και μια ξύλινη βίτσα που έχει σκαλίσει ο ίδιος, περπατάει για περισσότερες από 12 ώρες τα βουνά μόνος του μαζί με το κοπάδι. «Κάθε ημέρα αλλάζω περιοχή. Από μωρό παιδί ξέρω σε ποια μέρη να πάω», περιγράφει χαμογελαστός. Τις περισσότερες διαδρομές τις κάνει ολομόναχος. Μόνη του συντροφιά το μαγευτικό τοπίο και το Facebook στο κινητό του, στο οποίο ρίχνει καμιά ματιά.
Αυτό έπαθε κι ο ίδιος πέρυσι και επί 6 μήνες φρόντιζε εκατοντάδες ζώα ολομόναχος και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «δεν μπορούσα ούτε να αρρωστήσω. 24 ώρες το 24ωρο εκεί. Δεν έχει ούτε Κυριακή ούτε Σάββατο. Ακόμα και για να παντρευτώ, βοήθησε όλο το χωριό να κρατήσει τα ζώα για να κάνουμε το γλέντι». Ακόμα και συνομήλικοί του, που είναι άνεργοι, δεν έρχονται, όπως λέει, ούτε για ένα μεροκάματο. Το ίδιο γινόταν και παλαιότερα. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο, τα προηγούμενα χρόνια η κτηνοτροφία βασιζόταν σε οικονομικούς μετανάστες από την Αλβανία. Ωστόσο, οι ίδιοι που είχαν έρθει χρόνια πριν έχουν πλέον μεγαλώσει ή μεταναστεύσει σε άλλες χώρες και τα παιδιά τους δεν ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με τον τομέα αυτό.
«24 ώρες το 24ωρο εκεί. Δεν έχει ούτε Κυριακή ούτε Σάββατο. Ακόμα και για να παντρευτώ, βοήθησε όλο το χωριό να κρατήσει τα ζώα για να κάνουμε το γλέντι».
Η απουσία τσομπάνη και ο κατακερματισμός των οικογενειών στις οποίες στηριζόταν παλαιότερα η κτηνοτροφία στην περιοχή κάνουν δύσκολη την καθημερινότητα των κτηνοτρόφων, απομακρύνοντας όλο και περισσότερους από το επάγγελμα. Ο 35χρονος βοσκός έχει σκεφτεί πολλές φορές να τα παρατήσει. Ο τρόπος ζωής, όμως, ανάμεσα στο βουνό και τα ζώα, που γνωρίζει από τότε που γεννήθηκε και «κληρονόμησε» από τον παππού και τον πατέρα του, τον κάνει πραγματικά ευτυχισμένο. «Δεν τον αλλάζω. Θέλω να είμαι στο βουνό, δεν θα μπορούσα να ζήσω σε ένα γραφείο».
Το ίδιο, ωστόσο, δεν ισχύει και για τους υπόλοιπους κτηνοτρόφους, ο αριθμός των οποίων μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. «Στην περιοχή ήμασταν 50 και δεν έχουμε μείνει ούτε 10 και άλλοι δύο-τρεις είναι έτοιμοι να τα παρατήσουν. Στην ηλικία μου δεν είναι κανείς άλλος, παρά μόνο δύο ξαδέλφια μου. Αν δεν είσαι από μικρός, δεν το κάνεις το επάγγελμα αυτό. Κοιτάς την ευκολία σου», λέει ο Αλέξανδρος Καλανταρίδης.
«Στην περιοχή ήμασταν 50 και δεν έχουμε μείνει ούτε 10 και άλλοι δύο-τρεις είναι έτοιμοι να τα παρατήσουν. Στην ηλικία μου δεν είναι κάνεις άλλος, παρά μόνο δύο ξαδέλφια μου».
Ο 42χρονος Μολλά Αντέμ είναι επίσης από τους λίγους που επιμένουν στην κτηνοτροφία, παρότι αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα με αυτά του Αλέξανδρου. «Αυτή τη στιγμή δεν θέλει κανένας να γίνει τσομπάνος. Αλλά και να θέλει, δεν συμφέρει να πάρεις κάποιον γιατί δεν βγαίνουν τα χρήματα. Ενας τσομπάνης θα ζητήσει 700 ευρώ».
Σε αντίθεση με τον Μολλά, την απόφαση να παρατήσει την κτηνοτροφία πήρε ο αδελφός του Χασάν. Αφησε το κοπάδι του, μετανάστευσε στην Ολλανδία και σήμερα εργάζεται σε μια τεχνική εταιρεία περνώντας καλώδια, όπως και πολλοί άλλοι συμπατριώτες του. «Ο κόσμος πάει στη Γερμανία και την Ολλανδία. Εδώ ξυπνάς το πρωί και είσαι όλη ημέρα όρθιος. Στην Ολλανδία δουλεύεις ένα 8ωρο και παίρνεις 15 ευρώ/ώρα. Αν δουλέψεις 10 ώρες, βγάζεις 150 ευρώ την ημέρα», λέει ο Μολλά.
«Αυτή τη στιγμή δεν θέλει κανένας να γίνει τσομπάνος. Αλλά και να θέλει, δεν συμφέρει να πάρεις κάποιον γιατί δεν βγαίνουν τα χρήματα. Ενας τσομπάνης θα ζητήσει 700 ευρώ».
Περιγράφει πως, παρά τις ατελείωτες ώρες εργασίας στο βουνό, η οικογένειά του ζει με δυσκολία. Τα καπνά προσφέρουν ένα επιπλέον εισόδημα, ωστόσο ο Μολλά νιώθει ανασφάλεια, ειδικά τώρα που η ενέργεια, αλλά και οι ζωοτροφές, ακρίβυναν πολύ και οι επιδοτήσεις, όπως λέει, έχουν μειωθεί. Με τον αδελφό του μακριά, η μόνη που τον βοηθάει είναι η σύζυγός του. Πιστεύει πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση έστω και ένα από τα τρία παιδιά του να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Ηδη η μεγαλύτερη κόρη του σπουδάζει στην Πάτρα.
Ο 42χρονος Μολλά πιστεύει πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση έστω και ένα από τα τρία παιδιά του συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Ηδη η μεγαλύτερη κόρη του σπουδάζει στην Πάτρα.
Η δυσκολία εύρεσης προσωπικού προβληματίζει έντονα τους κτηνοτρόφους της περιοχής. «Η δουλειά είναι από τη φύση της δύσκολη και τη θεωρούν και υποτιμητική. Εγώ δίνω περίπου 1.200 μεροκάματο και ένσημα και πάλι δεν έρχεται κάποιος», αναφέρει ο Κώστας Δουνάκης, πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Αλεξανδρούπολης. Οπως λέει, κτηνοτρόφοι σε μεγαλύτερη ηλικία αναγκάζονται να εγκαταλείψουν νωρίτερα τον κλάδο αν δεν έχουν στήριξη από τα παιδιά τους. Αυτό αποτυπώνεται στα μεγέθη, καθώς, σύμφωνα με την εικόνα που έχει ο ίδιος τα τελευταία δύο χρόνια, η περιοχή έχασε το 10% του ζωικού κεφαλαίου. Η μείωση αυτή, ωστόσο, επηρεάζει και άλλα επαγγέλματα που βασίζονται στην παραγωγή και επιταχύνει την ερήμωση ακριτικών περιοχών.
Την ανάγκη δομικών αλλαγών στην κτηνοτροφία ώστε να βρεθεί λύση προτείνει ο Νίκος Κολτσίδας, παραγωγός και σύμβουλος κτηνοτροφίας, λέγοντας ότι για να βρεθεί προσωπικό πρέπει να προσφέρονται καλές αμοιβές και ωράρια που δεν θα είναι εξαντλητικά. Ωστόσο, όπως παρατηρεί, πολλοί παραγωγοί στις εκτροφές αυτές δεν έχουν οικονομικά περιθώρια για κάλυψη τέτοιων εξόδων.
«Αυτές οι εκτροφές στηρίζονταν κυρίως σε οικογένειες τα μέλη των οποίων εργάζονται στην κτηνοτροφία. Πρέπει να βρούμε μοντέλα κτηνοτροφίας που να είναι βιώσιμα».
Πηγή: kathimerini.gr