του Αντώνη Κουκλινού
Ένα γόνατο χιόνι στο χωργιό…
Ετσέ καιρό γυρεύγει όπχιος τ’ αρέσει η καλή παρέα, να πορίσει στο ντουκιάνι.
Ούλα γύρου, γύρου, χασές… σα ντο γιαούρτι.
Δε γροικάς πράμα… δροσά, ελέηση που λένε…
Ούλοι εραφώξανε μέσα και χαρμπίζουνε ξύλα τσι σόμπες να ζεστάνουνε το κοκαλάκι ντος γέροι και κοπέλια.
Έκλεισε και το σκολιό σήμερο, μ’ ετσά χιονιά, δε ν’ ήρθανε οι δασκάλοι.
Δε ν’ υπάρχει καμινάδα να μη καπνίζει και όφκερο πεζουλάκι στο πυρόμαχο, απου να μη κάθεται κοπέλι στο μαξελαράκι, να ζεσταθεί.
Ο τζισβές δε ν’ αδειάζει, να βράζει μαντζοράνες και καφέδες.
Άκρα σιωπή… τάξε πως επάτησες ένα (γ)κομπί και επάψανε οι τραβάγιες.
Που και που γροικάται να γαβγίζει κιανα (γ)κουλούκι κι ο πετεινός απου εξεψάρωσε και βγήκενε από το (γ)κούμο να ξεκορνιάσει και ξετινάσει τα φτερά ντου, να φύγει η πάχνη από πάνω ντου.
Μόνο ο καφετζής δε σολαγάται…
Δε ν’ ήφηγε το λωφορείο για τη χώρα σήμερο και ο πρώτοι πελάτες απου εράφωξανε μέσα είναι ο σωφέρης, με το ν’ εισπράχτορα.
Τρίβγουνε τα χέργια ντος και τα ζεσταίνουνε με τα χνώτα…
-Καλημέρα καφετζή, ξεσουβγιά σου να μα σε ποσάσεις…!
-Καλημέρα…καλώς τσοι.. σήμερο καθισό εεε…?
-Εεεε ίντα θες..με τόσανα χιόνια δε πας ποθές σήμερο…!
-Κάτσετε κοντά στη σόμπα, μα σε πέντε λεφτά θα σασε κάμω και καφέ…!
Κουβαλεί κουτσούργια και τα στιβγιάζει κοντά στη (μ)πυργιά, να στεγνώνουνε.
Ταχινιάτικο εσηκώθηκε να τηνε κεντήσει και ντουμανιάσανε τα μπουργιά με καπνούς τη πλατέα.
Ανεμαζώνουνται κ’ άλλοι πελάτες κι επχιάσα τζι καρέκλες κοντά στη ζεστασά…
Απάνω στο τραπεζάκι με τη φορμάικα, του κάθε νούς ο καφές με τσι φουσκάλες στο χοντρό φλιτζάνι και το ποτήρι γεμάτο νερό μπούζι.
Κιανείς δε μιλεί μόνο τσι ρουφηξές με το (γ)καφέ γροικάς και τα τσακουμάκια απου ανάφτουνε το τζίγαρο, για τα πρώτα νεφέσα και του κομπολογιού απου βαστά ο εισπράχτορας τσι χάντρες,να κουτουλούνε η μνιά τη ν’ άλλη.
Ενεμαζώχτηκε κι ο μπακάλης, με το καπότο στη (γ)κεφαλή.
-Καφετζή..! κέρασέ τονε…!
-Σωφέρη..! καθισό σήμερο, το λωφορείο δε κουνεί…!!!
-Μπάααα που να κουνήσει με τσά, χιονιά…!!
-Εφημερίδα δε θα νάχομενε σήμερο να διαβάσομε…!
-Ο καφετζής θα ‘νοίξει το ράδιο να μάθομε τα νέα, σάμε να βραδιάσει να μιλήσει το κουτί…!
-Εμένα δε με γνοιάζει, διαβάζω και τσι παλιές εφημερίδες, (κάνει ο άλλος).
-Μπρε γύρευγε τη δουλειά σου, μα τα ίδια γράφουνε, εδα η μέρα το καλεί να πχιούμενε κιαμνιά (γ)κούπα, να ζεσταθούμενε.
Ένας, ένας θα ξεστιμονήσουνε οι πρεφαδόροι και οι ταβλαδόροι.
Η κουβέντα θα ν’ έχει θέμα τη χιονιά και οι πλιά γερόντοι θα θυμούνται τσι καλές λαδοχρονιές απου περάσανε.
Οι ζευγάδες θα χαίρουνται γιατί θα μαλακώσει η γης και θα ξεβγατίζουνε τα μεροκάματα.
Η φάμπρικα δε δουλεύγει μούτ’ αυτή σήμερο και θ’ ανεμαζωχτούνε ούλοι σε μνιά ολιά, να ντακάρουνε τσι ρακές.
Ο καφετζής έχει το (γ)καλύτερο μεζέ… οφτές πατάτες, σταφιδολιές με ραπάνι, φρίγκιο (λάχανο) με το λεμόνι, σαρδέλες στο ξύδι και οντε θα πλυθιάνει η παρέα ρίχνει κιαμνιά φρίσα στο χρυσόχαρτο και τσι στουμπώνει η μυρωδιά.
Έχει βρωμένους και αμανίτους μα τσι στερεύγει για πλιά ύστερα… ετσά τσ’ έχει μαθημένους και συχναλλάσει το μεζέ, για να κατεβάζουνε τη ρακή σα ντο νερό.
Εντουμάνιασε ζεστασά κι εβγάλανε απ’ τη (γ)κάψα τσι γαμπάδες .
Εδά ναι η ώρα για πρέφα, τάβλι και σκαμπίλι… μεγάλες πλάκες γίνουνται με τσι πρεφαδόρους απου έχουνε ‘’κόντρες’’ μεταξύ ντος.
Σάμε να μπούνε οι σκολάδες θα στρώσει τη κουβέρτα στο τετράγωνο τραπέζι ο καφετζής, να ντακάρουνε το κουμάρι και να καβατζέρνει το βιδάνιο.
Απίς θα ντακάρει να μουχλιάζει, θ’ ανάψει το λούξι για θ’ ανοίξει τη ‘’μπούκα’’ τζη κι η τηλεόραση, να λέει κι αυτή τα δικά τζη, ότι τση καπνίσει, τω ν’ αθρώπω.
Χωργιό… μνιά (μ)πατούλια αθρώποι… μνιά (γ)κοσαρά οικογένειες ούλες κ’ ούλες…
Λίγα τα προβλήματα, λίγες οι απαιτήσεις, μα λίγες και οι στεναχώργιες.
Μεγάλες όμως οι καρδιές στρωμένες με τα κεντίδια τση ψυχής και ζεστές σα ντο μπουρί τση σόμπας του καφετζή…
Παλιές καλές εποχές….
Σε κάθε χρονογύρισμα, πολιγαίνει και η αθρωπχιά μας.
Εδά χιονίζει απαξίωση….!
Νοέμπρης του δεκαενιά…. αντώνης κουκλινός.
Υ.Γ η φωτογραφία δεν μου ανήκει, είναι επιλογή απο το διαδίκτυο.