Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Επέτειος, αυτές οι μέρες, των γεγονότων που εξελίχθηκαν στον χώρο γύρω από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, το διάστημα από τις 14 ώς τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου 1973. Κάθε χρόνο παρέχει τη δυνατότητα περισυλλογής και ψύχραιμης αποτίμησης όσων συγκλονιστικών συνέβησαν.
Εκατοντάδες κείμενα έχουν γραφτεί για την πορεία της φοιτητικής εξέγερσης, την κορύφωσή της και τα όσα τραγικά επακολούθησαν. Η βιβλιογραφία, χρόνο με τον χρόνο, αυξάνεται. Όλο και νέες μαρτυρίες προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες, με αποτέλεσμα να διαφωτίζεται ευκρινέστερα το σκηνικό.
Πολλά απομένουν να γίνουν ακόμα, όμως, ώστε να σχηματίσουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα των εξελίξεων του καυτού εκείνου τριημέρου. Οι περιγραφές μας εξαντλούνται συνήθως στον χώρο της Αθήνας. Κι αυτό είναι φυσικό αφού αποτέλεσε το επίκεντρο της φοιτητικής εξέγερσης.
Ανάλογες κινητοποιήσεις πάντως, μικρότερης βέβαια έκτασης, εξελίχθηκαν και σε άλλα Πανεπιστήμια της χώρας. Οι γνώσεις μας για αυτές παραμένουν ισχνές. Μόνο τα τελευταία χρόνια καταβάλλεται προσπάθεια για την καταγραφή τους. Έτσι, έχουν δημοσιευτεί αξιόλογα άρθρα για τη μορφή των κινητοποιήσεων, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, των Ιωαννίνων και της Πάτρας.
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα, που έχει ουσιαστικά μελετηθεί, είναι η συμμετοχή του μαθητικού κόσμου της εποχής στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Λιγοστές πληροφορίες διαθέτουμε για την παρουσία μαθητών και των μαθητριών της περιοχής της Αθήνας στις κινητοποιήσεις. Για την απήχηση όμως που είχε τόσο η φοιτητική εξέγερση όσο και η βίαιη καταστολή της στα Γυμνάσια και στα Λύκεια της χώρας, βρισκόμαστε, ακόμα, κυριολεκτικά στην αρχή.
Αρκετοί, ενδεχομένως, θα αναρωτηθούν. Υπήρξαν αντιδράσεις; Και, αν ναι, γιατί δεν έχουν γίνει ευρύτερα γνωστές; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική. Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση είναι πως οι πρωταγωνιστές της, για λόγους σεμνότητας, δεν θέλησαν να τις προβάλλουν και να επωφεληθούν από τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Μία τέτοια μαθητική αντίδραση εκδηλώθηκε στις Μοίρες. Στη μικρή κωμόπολη της νότιας Κρήτης, που είχε τότε πληθυσμό 3.000 κατοίκων, διασώθηκε η τιμή της νεολαίας του νησιού, και όχι μόνο.
Ο μαθητικός κόσμος της περιοχής ασφυκτιούσε μέσα στο κλίμα ανελευθερίας που είχε επιβληθεί από το Δικτατορικό Καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967. Στη διαιώνισή του, συνέτειναν ορισμένοι καθηγητές και καθηγήτριες του Γυμνασίου της κωμόπολης, που συνέχιζαν να ακολουθούν παρωχημένες μεθόδους διδασκαλίας. Όσους αντιδρούσαν στις πρακτικές τους, τους είχαν εντοπίσει και παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους. Το νοσηρό περιβάλλον που κυριαρχούσε δεν εμπόδιζε ορισμένους μαθητές να προβάλλουν τις απόψεις τους.
Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου 1973, μόλις έγινε γνωστή η βίαιη καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης στο Πολυτεχνείο, έξι μαθητές του Γυμνασίου Μοιρών αποφάσισαν πως έπρεπε να κινηθούν.
Ήταν, αλφαβητικά, οι: Σήφης Αρμουτάκης (Ε΄ Τάξη), Γιάννης Γαρεφαλάκης (Γ΄ Τάξη), Στέλιος Δριμισκιανάκης (Δ΄ Τάξη), Μανόλης Τζανάκης (Ε΄ Τάξη), Μύρων Τζαρδής (Ε΄ Τάξη) και Μανόλης Χουστουλάκης (Ε΄ Τάξη).
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας συγκεντρώθηκαν στο σπίτι ενός και συγκεκριμενοποίησαν τον τρόπο αντίδρασής τους. Σε φύλλα χαρτιού, που έσκισαν από τα σχολικά τετράδιά τους, έγραψαν με στιλό και μαρκαδόρους διάφορα συνθήματα, όπως: «Μαθηταί Ξεσηκωθείτε», «Συμπαράσταση στα αδέλφια μας», «Δεν περνά ο φασισμός», «Ψωμί, Δημοκρατία Θάνατος ή Ελευθερία», «Δεν σε θέλει ο Λαός πάρ’ τη Δέσποινα και μπρος», «ΕΣΑ ΕΣ ΕΣ Βασανιστές», «Δεν σε θέλει ο Λαός Μαρκεζίνη μασκαρά», «1.1.4.», «Λαϊκή Αντίσταση», «Έξω οι Αμερικάνοι», Κάτω η Χούντα», «Λαέ Ξεσηκώσου» κ.ά.
Το ίδιο κιόλας βράδυ αποφάσισαν να δράσουν. Σκόρπισαν τις δεκάδες χειρόγραφες προκηρύξεις τους στο προαύλιο του κεντρικού κτιρίου του Γυμνασίου τους ενώ άλλες τις κόλλησαν σε τριγύρω κορμούς δέντρων. Ακόμα, στους τοίχους του Σχολείου, έγραψαν με μπλε μπογιά τα συνθήματα: «Κάτω η Χούντα», «Κάτω ο Φασισμός», «1.1.4.».
Η εικόνα που εμφάνιζε το Γυμνάσιο Μοιρών την επομένη σήμανε συναγερμό για τα αρμόδια όργανα της κρατικής καταστολής. Αμέσως κινητοποιήθηκαν οι αστυνομικές αρχές της κωμόπολης για την ανεύρεση των υπευθύνων. Από το Ηράκλειο, την πρωτεύουσα του νομού, κατέφθασε Ταγματάρχης της Χωροφυλακής για τον συντονισμό των ανακρίσεων.
Αυτές, εντατικοποιήθηκαν από τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου, οπότε επέστρεψαν οι μαθητές και οι μαθήτριες στο Γυμνάσιο για τα μαθήματά τους. Υπήρχαν κάποιες ενδείξεις για τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης αλλά χρειάζονταν περισσότερες αποδείξεις.
Από τον Σύλλογο των Διδασκόντων, ύστερα από συνεννόηση με τις ανακριτικές αρχές, αποφασίστηκε να οργανωθεί υποχρεωτική εκδρομή σε κοντινό μέρος. Ο λόγος ήταν προφανής. Τις ώρες εκείνες, τα κρατικά όργανα μπορούσαν να ψάξουν με άνεση τις σάκες των υπόπτων, να βρουν τετράδιά τους και να συγκρίνουν τους γραφικούς χαρακτήρες τους, με εκείνους των προκηρύξεων. Στο έργο τους, είχαν βοήθεια από ορισμένους καθηγητές και καθηγήτριες, που δεν δίστασαν να υποδείξουν συγκεκριμένα πρόσωπα.
Σχετικά γρήγορα, ύστερα από αυτό, εντοπίστηκαν όλα τα μέλη της μαθητικής ομάδας και συνελήφθησαν. Αρχικά, με αστυνομικό όχημα, οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια Ηρακλείου, όπου τους ασκήθηκε βία. Στη συνέχεια, μέσω της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής Ρεθύμνου, μετήχθησαν στη Στρατιωτική Διοίκηση της 5ης Μεραρχίας Κρήτης, που έδρευε στα Χανιά.
Εκεί, αφού βασανίστηκαν, κρατήθηκαν ώς την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου. Με τη λήξη των ανακρίσεων, σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος τους από τον Στρατιωτικό Επίτροπο και παραπέμφθηκαν στο Διαρκές Στρατοδικείο Κρήτης, προκειμένου να «δικαστούν για απείθεια σε διαταγή στρατιωτικής αρχής κατά συναυτουργία» για πράξεις που είχαν γίνει στις Μοίρες στις 18 Νοεμβρίου 1973 σε Κατάσταση Πολιορκίας (Στρατιωτικός Νόμος). Μετά, όλοι οι μαθητές αφέθηκαν ελεύθεροι για να επιστρέψουν στα σπίτια τους
Τις επόμενες μέρες γύρισαν και στα μαθήματά τους. Νέες περιπέτειες, ωστόσο, τους περίμεναν στο Γυμνάσιό τους. Με απόφαση του Συλλόγου των Διδασκόντων τιμωρήθηκαν αυστηρά. Αποβλήθηκαν δεκαπέντε μέρες από τα μαθήματά τους ενώ μειώθηκε και η διαγωγή τους σε «καλή».
Όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα, εξαιτίας της σύλληψης των νεαρών μαθητών, υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις στην περιοχή των Μοιρών. Σε αυτές, πρωτοστατούσαν οι γονείς των συλληφθέντων, που πίεζαν τις τοπικές αρχές για τον τερματισμό της υπόθεσης. Οι παραστάσεις τους εντάθηκαν τους επόμενους μήνες.
Στη Συνεδρίαση του Διαρκούς Στρατοδικείου Κρήτης, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1974, και οι έξι μαθητές αθωώθηκαν κατά πλειοψηφία (με ψήφους 4 προς 1).
Κάποιο ρόλο στην αίσια έκβαση της υπόθεσής τους φαίνεται πως είχε διαδραματίσει ο τότε Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεος Παπουτσάκης (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης).
Οι έξι μαθητές, παρά την αθώωσή τους, συνέχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στο Γυμνάσιό τους από τους καθηγητές και τις καθηγήτριές τους. Σε γιορτή που διοργάνωσαν στο σπίτι ενός, αμέσως μετά την αίσια κατάληξη της υπόθεσής τους, έκριναν σκόπιμο να προσκαλέσουν συμμαθητές και συμμαθήτριές τους.
Ο παιδονόμος του Γυμνασίου, που παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, μετέφερε στη Διεύθυνση ότι κατά τη διάρκεια της γιορτής ακούστηκαν τραγούδια από δίσκους μουσικής, γεγονός που απαγορευόταν από τον κανονισμό του Σχολείου.
Ύστερα από Συνεδρίαση του Συλλόγου Διδασκόντων επιβλήθηκε εξαήμερη αποβολή από τα μαθήματα σε πάνω από είκοσι μαθητές και μαθήτριες που συμμετείχαν στο πάρτι.
Έτσι, τερματίστηκε μια υπόθεση, που δημιούργησε μεγάλη αίσθηση στη μικρή κοινωνία της νότιας Κρήτης και αποτέλεσε αφορμή για μεγάλες εντάσεις. Λίγους μήνες αργότερα, κατέρρευσε το δικτατορικό καθεστώς και ακολούθησε η Μεταπολίτευση.
Όσα συνέβησαν στο Γυμνάσιο Μοιρών εκείνες τις μέρες του Νοεμβρίου του 1973, τα γνώριζαν οι κάτοικοι της περιοχής, που αισθάνονταν υπερήφανοι για τη στάση που είχε τηρήσει ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας τους. Δεν είχαν γίνει όμως ευρύτερα γνωστά, αφού έτσι έκριναν πως έπρεπε να γίνει οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης.
Μόλις πριν από λίγα χρόνια, ένας από αυτούς, αποφάσισε πως ήταν πλέον καιρός να αναφερθεί στο γεγονός της 18ης Νοεμβρίου 1973 και στα παρεπόμενά του. Ο Μύρων Τζαρδής, συνταξιούχος γεωπόνος σήμερα, εξέδωσε ολιγοσέλιδο βιβλίο, με τον τίτλο «Μαύρες ημέρες δικτατορίας στη Μεσαρά» (Αθήνα, Εκδόσεις Οσελότος, 2015).
Σε αυτό, περιέγραψε αναλυτικά το κλίμα μέσα στο οποίο ζούσε ο τότε μαθητικός κόσμος της νότιας Κρήτης, την πρωτοβουλία που έλαβε η εξαμελής ομάδα μαθητών μόλις έγινε γνωστή η καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τις επιπτώσεις της πράξης της. Το βιβλίο του πλαισίωσε με πλούσιο αρχειακό υλικό που συγκέντρωσε ύστερα από λεπτομερή έρευνα που πραγματοποίησε, κυρίως στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. Στο οπισθόφυλλό του, μάλιστα, δημοσίευσε πρόσφατη φωτογραφία της ομάδας.
Η τύχη, ωστόσο, στάθηκε άσχημη για ένα μέλος της. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς πέθανε ξαφνικά ο Σήφης Αρμουτάκης, συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος. Έφυγε όμως από τη ζωή ήσυχος καθώς, σε μία κρίσιμη εποχή για τον τόπο του, είχε κάνει το χρέος του.
Όλα τα μέλη της μαθητικής ομάδας, δεκαπεντάχρονα, δεκαεξάχρονα και δεκαεπτάχρονα τότε αγόρια, μόλις αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία, αποσύρθηκαν διακριτικά στο περιθώριο.
Το καθένα, την περίοδο που ακολούθησε, επέλεξε τη δική του πορεία. Στους χώρους που δραστηριοποιήθηκαν, δούλεψαν σκληρά, ώστε να επιτύχουν επαγγελματικά και τα κατάφεραν. Απέφευγαν συστηματικά να κομπορρημονούν για τη θαρραλέα και ριψοκίνδυνη πράξη τους. Πώς να μην τρέφεις απεριόριστο σεβασμό απέναντι σε τέτοιους σεμνούς ανθρώπους;
* * Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς, Φιλόλογος, Συγγραφέας και Ιστορικός και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)