Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Ανηφορίζοντας ο επισκέπτης από το λιμάνι του Ηρακλείου, από την οδό της 25ης Αυγούστου (οδός Πλάνης για τους παλιούς καστρινούς), μαγεύεται από την θέα των νεοκλασικών κτηρίων. Φθάνοντας στην Ενετική Λόντζια (το σημερινό Δημαρχείο), αντικρίζει πρώτα τον ιερό ναό του Αγίου Τίτου, στη συνέχεια την πλατεία των Λιονταριών και τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου και κατευθυνόμενος στον Άγιο Ματθαίο συναντά επίσης στο δρόμο του τον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών και τον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά.
Ο Ορθόδοξος ναός του Αγίου Ματθαίου βρίσκεται στην οδό Ταξιάρχου Μαρκοπούλου και συγκαταλέγεται στη Β’ Βυζαντινή περίοδο. Κατά την τουρκοκρατία παραχωρήθηκε στους Σιναΐτες καλόγερους σε αντάλλαγμα της Μονής της Αγίας Αικατερίνης που μετατράπηκε σε τζαμί. Σήμερα ο ναός φιλοξενεί συλλογή εικόνων, στην οποία περιλαμβάνονται σημαντικά έργα της Κρητικής Σχολής, όπως η «Σταύρωση» του Γεωργίου Καστροφύλακα (1752), «Ο Άγιος Τίτος και Σκηνές του Βίόυ των 10 Μαρτύρων» του Ιωάννη Κορνάρου (1773) και άλλα. Κατά την τουρκοκρατία παραχωρήθηκε στους Σιναΐτες μοναχούς. Σήμερα ο ναός φιλοξενεί συλλογή έργων της Κρητικής Σχολής.
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ένας από τους Αποστόλους και μαθητής του Ιησού Χριστού. Καταγόταν από τη Γαλιλαία και εργαζόταν ως τελώνης, δηλαδή φοροεισπράκτορας. Κάποια μέρα που ο Ιησούς περνούσε από την Καπερναούμ, όπου ο Ματθαίος κατοικούσε, τον είδε και γνωρίζοντας τον εσωτερικό του ψυχικό κόσμο του ζήτησε να Τον ακολουθήσει. Ο Ματθαίος χωρίς δεύτερη σκέψη άφησε την εργασία του και από τότε ήταν δίπλα Του. Η πορεία του Απόστολου Ματθαίου ήταν μεγάλη αφού κήρυττε για δώδεκα χρόνια μετά την Πεντηκοστή στην Παλαιστίνη και έπειτα κήρυξε σε άλλα έθνη για τη διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Απόστολος Ματθαίος είναι ο συγγραφέας του φερόμενου πρώτου Ευαγγελίου που φέρει και το όνομά του. Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και τη δράση του Ματθαίου. Αν και μεταγενέστερες παραδόσεις μιλούν για μαρτυρικό θάνατο στην πυρά ή εκτέλεση με ξίφος, η πιθανότερη εκδοχή είναι αυτή του Ηρακλείωνα, την οποία παραθέτει ο Κλήμης Αλεξανδρείας και αναφέρει ότι ο Ματθαίος πέθανε από φυσικό θάνατο. Ο ιερός Ναός του Αγίου Ματθαίου μετά από το σεισμό του 1508 έπαθε μεγάλες καταστροφές.
Μεγάλο Κάστρο… 23η Ιουνίου, 1822
Σύμφωνα με τον μεγάλο μας ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, σας παραθέτουμε απόσπασμα της Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης.
«Έμμελεν εν τούτοις, αφ’ ου τόσον αθώον Χριστιανικόν αίμα εχύθη τήδε κακείσε εντός της Κρήτης, να χυθή και το ιερώτερον και πολυτιμότερον και επ’ αυτού και του άγιου θυσιαστηρίου, καθ’ ήν ώραν εδοξολογείτο ο’Υψιστος.
Έδρευαν εντός του μεγάλου Κάστρου ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Γεράσιμος και ο επί ψιλώ ονόματι επίσκοπος αυτού, ο Διουπόλεως. Συνήλθαν εντός αυτού επί τη προσκλήσει της Τουρκικής Αρχής και οι επίσκοποι των ανατολικών επαρχιών, ο Κνωσσού, ο Χεροννήσου, ο Λάμπης και ο Σιτείας. Όλοι δε οι εντός του φρουρίου Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, μη εξαιρουμένων μηδ’ αυτών των αρχιερέων, ειργάζοντο εις τα του φρουρίου όχι μόνον τάς καθημερινά, αλλά και τάς εορτάς μετά την απόλυσιν της εκκλησίας. Την 23 Ιουνίου προ της ανατολής του ηλίου εκλείσθησαν αίφνης αι πύλαι του φρουρίου, ώρμησε πλήθος αιμοχαρών Τούρκων φρυαττόντων και ξιφηφορούντωνεις εις την μητρόπολιν, και απαντήσαντες καθ’ οδόν δύο Χριστιανούς, χαλκωματάδας επονομαζομένους, πορευομένους και αυτούς εις την μητρόπολιν, τους εφόνευσαν.
Εντεύθεν προοιμιάσαντες εχύθησαν εντός της μητροπόλεως και αφ’ ου έκλεισαν την αυλόθυραν έπεσαν κατά των εν αυτή Χριστιανών ως λέοντες ορυόμενοι και πρώτον μέν εφόνευσαν διά μιας 75 κοσμικούς, προσμένοντας εν τη αυλή τούς αρχιερείς, ίνα συναπέλθωσιν εις τάς συνήθεις εργασίας των, μετά ταύτα δέ ανέβησαν άλλοι μέν εις το επάνω, άλλοι δε εις τα κάτω συνοδικάν, και εφόνευσαν τον αρχιεπίσκοπον και τούς πέντε επισκόπους. Αφ’ ου δε εμέθυσαν από του αίματος αυτών, επάτησαν και αυτήν την εκκλησίαν, εν ω εψάλλετο η ακολουθία και ο τόπος των θείων δοξολογιών, των οικτειρμών και της αγιότητος έγεινε τόπος βλασφημιών, αιμάτων και πάσης βδελυρίας, εισήλθαν μετά ταύτα και εις τα άγια των αγίων και αιματόβαψαν και το αναίμακτον θυσιαστήριον, μαχαιροκόψαντες τον ιερουργούντα εφημέριον, και τα μέν σώματα των αρχιερέων και λοιπών κληρικών σπαράττοντα ακόμη έρριψαν επί των οδών.
Έκοψαν δε την γηραιάν κεφαλήν του αρχιεπισκόπου, και άλλοι μέν εμπήξαντες αυτήν επί ξύλου την επόμπευσαν διά της πόλεως και την έφεραν ενώπιον του βεζίρη Σερήφ-πασά, άλλοι δε εχύθησαν εις τάς οδούς της πόλεως σπώντες τάς θύρας των Χριστιανικών οικιών και των εργαστηρίων, και τούς μέν άνδρας φονεύοντες, εν οις και τούς δύο αδελφούς του αρχιεπισκόπου, τάς δε νέας γυναίκας καταισχύνοντες, πολλά δε παιδία περιτέμνοντες. Η πόλις εν ενί λόγω ωμοίαζε τρεις ώρας πόλιν αλωθείσαν διά ξίφους. Μετά δε ταύτα ηνοίχθησαν αι πύλαι της πόλεως, διεσπάρησαν οι ανθρωποκτόνοι, και εις τα χωρία, φονεύοντες και εκεί όλους τούς άνδρας όσοι δεν έφθασαν ν’ αναβώσιν εις τα όρη. Σκοπός δε αυτών ήτον ουδ’ ένα άνδρα Χριστιανόν ζώντα ν’ αφήσωσι διά τούτο είκοσι επτά κατέφθασαν εν τω χωρίω του Βενεράτου, και τούς είκοσι επτά εθανάτωσαν. Μόλις το δειλινόν εξέδωκεν ο βεζίρης ορισμόν να παύση εις το εξής η ανθρωποκτονία, και να φυλακισθώσιν οι εναπομείναντες Χριστιανοί, ως αναγκαίοι να εργάζωνται, έκτοτε έπαυσεν η εντής πόλεως σφαγή, αλλ’ η διαπαργή των οικείων και των εργαστηρίων διήρκησεν όλην την νύκτα και όλην την επιούσαν ημέραν.
Επτακόσιοι τριάντα ελογίσθησαν οι εντός του μεγάλου Κάστρου θανατωθέντες κατ’ εκείνην την ημέραν. Παυσάσης δε της σφαγής, ήρχισεν η φυλάκισις. Οι κρυπτόμενοι Χριστιανοί ανευρισκόμενοι εσύροντο εις τάς φυλακάς, και τόσον απανθρώπως ερραβδίζοντο, ώστε τινές απέθαναν πριν φυλακισθώσι, πολλοί δε των φυλακισθέντων εξεψύχησαν βασανιζόμενοι».
Ο Στέφανος Νικολάΐδης
Στα σημειώματά του ο Στέφανος Νικολάΐδης, σε επιστολή την οποία γράφει στις 6 Αυγούστου 1900 στις Αγιές Παρασκιές, αναφέρει για τους αρχιερείς οι οποίοι ενταφιάστηκαν στον ιερό χώρο της Εκκλησίας του Αγίου Ματθαίου. Η συγκεκριμένη επιστολή που ακολουθεί έχει αποδέκτη τον Νικόλαο Παπαδάκη.
«Αγιές Παρασκιές 6 Αυγούστου 1900
Αγαπητέ μοι,
Γήρας επάν μη παρή ευκταίον επάν δέ ποτέ πάρη φευκτέον εις απάντησιν του περί γήρατος λογοπαιγνίου σου.
Ευχαρίστως απαντώ εις τάς ζητηθείσας παρ’ υμών πληροφορίας. Εις την κατά το 1821 σφαγήν ήσαν θύματα οι αείμνηστοι, ο Γεράσιμος Μητροπολίτης, Νεόφυτος Κνωσού, Ιωακείμ Χερσονήσου, Ιερόθεος Λάμπης, Σητείας Ζαχαρίας μόνον, ο Διοπόλεως Καλλίνικος και ο Αυλοποτάμου ήσαν πεθαμένοι με πανώλην εις Μονήν Απεζανών πρότερον. Μόνον τον Μητροπολίτην εκαρατόμησαν, τους δε λοιπούς δε’ όπλων και μαχαιρών εφόνευσαν. Όσοι Χριστιανοί ευρέθησαν εις την Μητρόπολιν ουδείς εσώθη εξ αυτών. Τότε κάθε πρωί εσυνάζοντο εκεί και τους συνώδευον ο τε Μητροπολίτης και οι Επίσκοποι και μετέβαινον εις τα τείχη και ειργάζοντο εις τάς επάλξεις με ασβέστες και χώματα κατασκευάζοντες τα μετερίζια λεγόμενα. Την επαύριον διέταξεν ο Χερίφ-πασάς τούς εκ των διασωθέντων Χριστιανών εντός του Διοικητηρίου με καβάσηδες συντροφευμένους, και μετέφεραν τα πτώματα εις τα Σπιτάλια και τον Άγιον Ματθαίον και τα μέν των αρχιερέων έθαψαν εις μνήματα χωριστά έκαστον, του Μητροπολίτου το ακέφαλον σώμα εις το του Ναού μέσον του Αγίου Ματθαίου, τα δε επίλοιπα πτώματα εις τα πηγάδια και εις άρκλες και εις λάκκους εις τα σπιτάλια και τον Άγιον Ματθαίον.
Μετά τρεις ημέρας ευρέθη. η κεφαλή του Μητροπολίτου ερριμένη εις μίας γωνίαν του Διοικητηρίου και την έφεραν εις το ζεμπίλι μέσα και την έθαψαν με το ακέφαλον πτώμα πάλιν Χριστιανοί, οίτινες διέμενον ύστερον επί πολύ εντός του Διοικητηρίου τρεφόμενοι και υπηρετούντες εκεί ευάριθμοι όμως όντες. Ο αριθμός όμως των θυμάτων παραμένει άγνωστος».
Πώς προέκυψε όμως ο ναός του Αγίου Ματθαίου που προϋπήρξε του άλλου αγαπημένου Ναού και ιερού χώρου των Καστρινών, του Αγίου Μηνά; Θα το δούμε στη συνέχεια.
Όπως γνωρίζουμε ο Παναγιώτης Νικούσιος ήταν Έλληνας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Η σύζυγος του αγόρασε από κάποιον ξένο ορθόδοξο υπήκοο την ιδιωτική τότε Εκκλησία του Αγίου Ματθαίου. Κατά τον Στέφανο Ξανθουδίδη ο ναός αυτός ήταν «πρώτος και μοναδικός» των ορθόδοξων Χριστιανών μετά την άλωση της πόλης υπό των Τούρκων, στον οποίο εκκλησιάζονταν όλοι οι Χριστιανοί της πολιτείας του Μεγάλοι Κάστρου. Η γυναίκα λοιπόν του Νικουσίου, παραχώρησε αυτήν την εκκλησία στην Ιερά Μονή Σινά και συχνά προσκαλούνταν Σιναΐτες για να λειτουργήσουν. Για όλους τους Χριστιανούς ο χώρος αυτός ήταν μικρός, με αποτέλεσμα η ίδια να κτίσει με δικά της έξοδα την Αγία Παρασκευή.
Μερικοί όμως εύλογα θα αναρωτηθούν: πώς προήλθε ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους Υπάρχει και σε αυτό η απάντηση. Αυτό το ναό τον έχτισε ο πρόεδρος του σωματείου των Σαπωνοποιών, Οθωμανός ήταν αυτός, εξαιτίας του θαυματουργού Αγίου Χαραλάμπους, που θεράπευσε το γιο του από επιδημική ασθένεια.
Το θαύμα του Αγίου έπεισε τον πατέρα!
Στη συνέχεια εξοικονομήθηκαν τα πράγματα και με ενέργειες του Νικουσίου αφενός κα αφετέρου με την απομάκρυνση του Κιοπρουλή, μετακλήθηκαν πάλι οι Σιναΐτες στον Άγιο Ματθαίο και ανέλαβαν για αρκετό χρόνο τη διακυβέρνηση των Χριστιανών του Ηρακλείου, μέχρι που τους επιτράπηκε να ιδρύσουν τη Μητρόπολή τους.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Χριστιανοί είχαν προστασία, ασφάλεια, έβρισκαν ηρεμία και ανακούφιση και σε δύσκολες περιστάσεις το αποκούμπι τους ήταν ο Άγιος Ματθαίος, συναποκομίζοντας ακόμα και τα τιμαλφή των σκεύη.
Κι Εκείνος με τον τρόπο του, τους προστάτευε, συνεχίζοντας ακόμα και σήμερα (!).
Σήμερα η Εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, στολίδι μοναδικό της πόλης μας, συνεχίζει να αποτελεί καταφύγιο των πιστών, ελπίδα των κατατρεγμένων, στήριγμα των ανήμπορων συνανθρώπων μας και να προκαλεί ρίγη συγκίνησης λόγω των εκεί κειμένων Εθνομαρτύρων.