Του Αντώνη Κουκλινού
Τ’ Αη Γιωργιού του μεθυστή κι ανοίξτε τα βαρέλια,
να δοκιμάσου ντο κρασί, οι γρές και τα κοπέλια.
Μέσα στο κρασοβάρελο, ο μούστος σιγοβράζει.
ζυμώνεται με τη μαγιά κι ο τόπος ευωδιάζει.
Στη πρώτη κούπα το κρασί, θα δείξει τη θωργιά ντου,
απ το χρώμα, τσι βαθμούς κι από τη μυρωδιά ντου.
Σιγά, σιγά, ανοίξετε, το πύρο μη μ-περάσει,
αέρας μέσα στο κρασί, για θα σας το χαλάσει.
Όσο θα τρέχει η κάνουλα, κανάτες να γεμίζει,
θα ν’ η παρέα όμορφη κι όμορφα θα γλεντίζει.
Σιγά, σιγά, με ρέγουλα κι όσο κρασί θα πχείτε,
πρέπει να το σηκώνετε, να μη ξεφτιλιστείτε.
Μικιό ποτήρι να βαστάς, οντε καλείς να πίνεις,
να σκουτελοβαρίχνετε, με αίστημα ευθύνης.
Καλιά να κάμεις ξωμονή κι ας είναι σε χωράφι,
παρά στο δρόμο μισερός και τη ζωή σου στράφι.
Άγιε μου Γιώργη, φώτιζε, οντε κρασί θα πχιούνε,
τιμόνι να μη πχιάσουνε και πα να σκοτωθούνε…