Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης υπηρέτησε ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας και του 1ου Σώματος Στρατού. Φοίτησε και δίδαξε σε στρατιωτικές σχολές και συνέγραψε διατριβές για τη στρατιωτική ιστορία και την τακτική των τεθωρακισμένων. Το 1931 προήχθει στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1937 αποστρατεύθηκε για λόγους υγείας και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα. Το τελευταίο χρονικό διάστημα η υγεία του είχε επιδεινωθεί και ο ίδιος, αν και δεν το ήθελε καθόλου, ήταν αναγκασμένος ανά τακτά χρονικά διαστήματα να παίρνει μεγάλες αναρρωτικές άδειες προκειμένου να δίνει στον οργανισμό του τη δυνατότητα να επανέλθει.
Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης ήταν Έλληνας στρατιωτικός, Συνταγματάρχης πεζικού και ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Γεννήθηκε στα Κεχριάνικα Αν. Μάνης το 1897 και σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά και στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου της Αθήνας, και στο Παρίσι. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου διακρίθηκε για την τόλμη και την ανδρεία του στο μακεδονικό μέτωπο. Το 1918 προβιβάστηκε σε Λοχαγό επ’ ανδραγαθία. Συμμετείχε και στη Μικρασιατική Εκστρατεία όπου το 1921 διακρίθηκε στη μάχη των υψωμάτων του Αλπανός, και τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας. Στο διάστημα μεταξύ 1922 και 1937 υπηρέτησε ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας και του 1ου Σώματος Στρατού, φοίτησε και δίδαξε σε στρατιωτικές σχολές και συνέγραψε διατριβές για τη στρατιωτική ιστορία και την τακτική των τεθωρακισμένων. Το 1931 πήρε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1937 και μετά από μεγάλες αναρρωτικές άδειες, αποστρατεύθηκε για λόγους υγείας και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα. Ο Συνταγματάρχης Δαβάκης ήταν παντρεμένος με την Καλλιόπη Σταρόγιαννη που καταγόταν από τη Μαγούλα Σπάρτης.
Όταν, τον Αύγουστο του 1940, συντελέστηκε η μερική επιστράτευση, ο Δαβάκης ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού και στη συνέχεια τού Αποσπάσματος Πίνδου το οποίο είχε ως έδρα το Επταχώριο Πίνδου. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, οπότε εκδηλώθηκε η ιταλική εισβολή, ο Δαβάκης αντιμετώπισε την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «ΤΖΟΥΛΙΑ» με ένα απόσπασμα 2.000 ανδρών, υπό τις εντολές και τις οδηγίες του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας. Η τακτική του σε ολόκληρη την έκταση της ζώνης ευθύνης του ήταν αμυντική, και μάλιστα έκανε υποχωρητικό ελιγμό, αναμένοντας ενισχύσεις. Την 1η Νοεμβρίου 1940, οπότε έφτασαν οι ενισχύσεις που περίμενε ο Δαβάκης, οι ελληνικές δυνάμεις έκαναν αντεπίθεση και κύκλωσαν τις ιταλικές, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Κατά την αντεπίθεση αυτή, και συγκεκριμένα την 6η ημέρα από την έναρξη των επιχειρήσεων, στον Προφήτη Ηλία Φούρκας, ο Δαβάκης τραυματίστηκε στο στήθος. Ο τραυματισμός τού προκάλεσε προβλήματα σε συσχετισμό με την παλαιά στηθική του νόσο. Έτσι, χρειάστηκε να αποχωρήσει από το μέτωπο, όπου τον αντικατέστησε ο τότε Ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας.
Η νίκη του αποσπάσματος του Δαβάκη είχε αποφασιστική σημασία στην έκβαση του πολέμου, ενώ μάλιστα θεωρήθηκε η πρώτη ήττα του άξονα.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης νοσηλείας του Δαβάκη, οι πολεμικές επιχειρήσεις έληξαν και η χώρα βρέθηκε υπό κατοχή. Τον Δεκέμβριο του 1942, κι ενώ ακόμα νοσηλευόταν στην Αθήνα, ο Δαβάκης συνελήφθη ως όμηρος από τις ιταλικές αρχές κατοχής, μαζί με πολλούς διακεκριμένους αξιωματικούς, γιατί θεωρήθηκαν ύποπτοι αντιστασιακής δράσης. Οι συλληφθέντες επιβιβάστηκαν στην Πάτρα στο ατμόπλοιο Τσιττά ντι Τζένοβα (Πόλη της Γένοβα), για να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Το πλοίο αυτό τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο και βυθίστηκε στα ανοιχτά των νότιων αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να πνιγούν στα νερά της Αδριατικής. Το πτώμα του Δαβάκη περισυνελέγη, αναγνωρίστηκε και ετάφη στον Αυλώνα. Με βάση τις δηλώσεις του αδερφού του σε εκπομπή ραδιοσταθμού της Αθήνας μετά τον πόλεμο, ο ίδιος θεωρούσε την εγχώρια αντιστασιακή δράση σημαντικότερη από τον πόλεμο στη Βόρεια Αφρική, και ότι θα έπαιρνε μέρος σε αυτή εάν δεν είχε συλληφθεί, δηλώνοντας: «Εδώ είναι η θέση μας, γιατί εδώ είναι οι κατακτητές, κι εδώ πρέπει να μείνουμε και εμείς οι αξιωματικοί, που πρέπει να πάρουμε μέρος στον αγώνα αντίστασης εναντίον τους».
Μεταπολεμικά τα οστά του διακομίστηκαν κι ενταφιάστηκαν στην Αθήνα.
Πηγή: Γιώργος Λίγγρης