Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης
Μα πριχού ποθάνει, είχε ζήσει και πολλούς άλλους θανάτους του.
Ήσανε εκείνοινα οι θάνατοι απού του προκαλέσανε Έλληνες ρασοφόροι με δυο πιθαμές σταυρούς στο μπέτη τους, ήσανε και Έλληνες των γραμμάτων και των γραμματίων, απού του ‘χανε γεμίσει την πλάτη με άτιμες μαχαιριές.
Σαν ανεβείς στο Μαρτινέγκο και πατήσεις τον πόδα σου στο χώμα τση κορφής του, θες δε θες δυό μεγάλους νεκρούς θωρείς.
Μόνο που ο ένας κείτεται και ξανοίγει όθε τη Δύση κι ο άλλος όθε την Ανατολή.
Όθε τη Δύση ξανοίγει ο μεγάλος Κρητικός, ο γλωσσοπρωτομάστορας, ο ψυχοπρωτοπλάστης και σοφός ορμηνευτής του Αθρώπου, ο Νίκος Καζαντζάκης.
Κι απέναντι, όθε την Ανατολή ξανοίγει ο άλλος μέγας ποθαμένος ο Διγενής, απού ‘ναι βουνό ολόκληρο η κεφαλή του, γιατί δεν τονε χωρούσανε τα σωθικά της γης, μα και δεν άντεχε κι ο ίδιος να ‘ναι αποκομμένος από τ’ ουρανού τα κερκέλια.
Εποδιαφώτα ετούτη τη φορά που εσκαρφάλωσα στο Μαρτινέγκο.
Κι απόμεινα εκειά ίσαμε που νύχτωσε.
Εκάτεχα πως μοναχά τη νύχτα πορίζει από την κρυψώνα του ο Άη Μηνάς, καβάλα στ’ άλογο του και ντακέρνει το σεριάνι στα σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου και για τούτο ανίμενα ν’ ακούσω τα χλιμιντρίσματα τ’ αλόγου του.
Σαν πεθυμά η ψυχή ν’ ακούσει χλιμιντίσματα, χλιμιντρίσματα γροικά.
Κι εγώ, όρκο βαρύ έπαιρνα, πως τα γροίκουνα, ν’ ανακατεύονται με τα καταχτυπήματα απού εκάνανε τα πέταλα τ’ αλόγου στση σιντερόπετρες του μεϊντανιού.
Μέχρι και την βαθειά ανασεμιά των Καστρινών εγροίκουνα, απού κοιμούντανε κάτω από τα πόδια μου.
Εγροίκουνα κι εθώρουνα τα βουβά και τ’ αθώρητα.
Τα μάθια μου, μια κατά τη Δύση και μια κατά την Ανατολή εξανοίγανε, κλουθώντας τσ’ αμαθιές του Δάσκαλου και του Πολέμαρχου.
”Μπρε συ, ετούτοι νε οι παππούδες, μιλούνε αναμεταξύ τους” είπα στον απατό μου, καθώς εθάρρουνα πως εγροίκουνα υπερκόσμιες εμιλιές.
”Σάικα μιλούνε, μα εσύ δεν είσαι άξιος να τσ’ ακούσεις” μου αποκρίθηκε ο απατός μου.
Δίκιο του ‘δωσα, εκούνησα την κεφαλή μου κι εντάκαρα να σέρνω τα ζάλα μου προς τον κατεβασμό.
Εγύρισα την κεφαλή μου κι έριξα μια τελευταία μαθιά στους μεγάλους Παππούδες.
”Αξιώσετε με, να γροικήσω ίντα λέει ο γει τ’ αλλού σας” προσευχήθηκα.
”Άη Μηνά Μεγαλοκαστροφύλακα, βάλε και συ τη χέρα σου” πρόστεσα στην προσευχή μου.
Την άλλη φορά που θ’ ανεβώ στο Μαρτινέγκο, είμαι βέβαιος πως θ’ ακούσω τσ’ εμιλιές τους.
Γιατί η ψυχή τ’ αθρώπου, άμα πεθυμά ν’ ακούσει εμιλιές ποθαμένων Παππούδων, γροικά τση.