Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης
Από τότε που βυθίστηκε στο πένθος και στον πόνο, δεν τον είχα συναντήσει.
Ήθελα να τον δω, μα δεν το άντεχα.
Σήμερα επήγα στο μιτάτο του.
Με βαριά καρδιά και σέρνοντας τα βήματά μου, αλλά πήγα.
Καλά τον είδα.
Τα μαλλιά και τα γένια του είχανε μακρύνει, μα από τα μάτια του είχε φύγει εκείνο το θόλωμα της πίκρας και του παράπονου.
Και όταν είχαμε πιεί κάμποσες ρακές, σαν να τον είδα να χαμογελά.
Πονεμένο ήταν το χαμόγελο, μα σίγουρα χαμόγελο ήτανε.
Μόνος του άρχισε την κουβέντα, για το θέμα που απέφευγα να μιλήσω.
Άρχισε να μου λέει κάτι για το Θεό και τον άνθρωπο.
Τούτα ήτανε τα λόγια του:
”Όταν ο Θεός επόβγαλε από τον παράδεισο τους πρωτόπλαστους και τους καταράστηκε να κολυμπούνε σ’ όλη τη ζωή τους στον ωκεανό του πόνου και των βασάνων, μετάνοιωσε που τους έβαλε τόσο σκληρή τιμωρία. Μα δε μπορούσε και να πάρει πίσω την απόφασή του. Τους φώναξε και τους είπε, για να μπορέσετε να αντέξετε και να κρατηθείτε ζωντανοί, θα σας κάμω ένα δώρο. Θα σας κάμω να μπορείτε να ξεχνάτε”.
Είπε ο φίλος μου, ξαναγέμισε τα ποτήρια ρακή, ήπιε τη δική του, αναστέναξε και μου ‘πε τούτη την κουβέντα, ξανοίγοντάς με στα μάτια:
Σύντεκνε, άμα ο άθρωπος δεν ξεχνούσε, δεν θα υπήρχε.