Η γιαγιά μου είναι ίσως ο μοναδικός με τόση καλοσύνη στην αγκαλιά του. Και φέρνω στο μυαλό μου πάντα αναμνήσεις που εκείνη πια δεν θυμάται…
Γιαγιά, θυμάμαι τα χέρια σου που έφερνες το πιάτο με τα χόρτα στο τραπέζι λες και σέρβιρες όλου του κόσμου τα γλυκά σε εκείνο το βαθύ, λευκό πιάτο με τα ανάγλυφα. Το ακουμπούσες με ευλάβεια κι εμείς παρακολουθούσαμε την ιεροτελεστία.
Έβγαινες έξω στο χωράφι και τα μάζευες και γέμιζες με χώμα. Φορούσες εκείνη τη λευκή ποδιά που είχε την Κρήτη πάνω, υφασμένη στον αργαλειό της θείας με το βαθύ κόκκινο χρώμα της κλωστής. Και η ποδιά ήταν πάντα αστραφτερά λευκή, μα τα χέρια σου μέσα στο χώμα.
Ερχόσουν και κράταγες με το ένα χέρι το μαχαίρι με την καφετιά, ξύλινη λαβή και με το άλλο τα χόρτα λες και έφερνες δώρα. Θυμάμαι τα χέρια σου… Γιαγιά, θυμάμαι το πρόσωπό σου… πόσο βαθιές ήταν οι χαρακιές του χρόνου πάνω σου. Είχες όμως αυτά τα υπέροχα μάτια σαν μικρά αμύγδαλα, που λες και γεννήθηκαν από το ίδιο τσόφλι, με βλέμμα απαλό αλλά τόσο ζωντανό. Ανθρώπου μεγάλου, όχι σε ηλικία. Είσαι ίσως ο μοναδικός με τόση καλοσύνη στην αγκαλιά σου. Είσαι ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που έφτιαχνες γάλα με κακάο και ψωμί στο μεγάλο μπρίκι και έμοιαζε να μοσχοβολάει ο τόπος καλοσύνη. Ακόμα το μυρίζω πάνω στο μάτι της κουζίνας αχνιστό, ακόμα μυρίζω το μπρίκι να καίγεται πάνω στη σόμπα.
Γιαγιάς, θυμάσαι; Δεν τα τρώγαμε εκείνα τα χόρτα ποτέ και μας έφτιαχνες αυγά μάτια. Τα έλουζες με ελαιόλαδο και πάντα τα έκανες τόσο νόστιμα. Είχες μια δική σου συνταγή, κρυφή, για τα νοστιμότερα αυγά του κόσμου. Τα τρώγαμε σε εκείνο το πιάτο με τα μικρά μωβ λουλουδάκια που μου θύμιζαν το χωράφι έξω από το σπίτι και που την άνοιξη ντυνόταν μωβ. Μικρά μικρά ανθάκια, με μια κίτρινη τόση δα πινελιά στην μέση, λες και ήταν φτιαγμένα για έναν άλλον κόσμο, μικροσκοπικό.
Μικροσκοπική ήσουν κι εσύ, άλλωστε, κι εμείς μεγαλώναμε και φτιάχναμε σπίτια από σεντόνια και τοίχους από καρέκλες. Η καφετιά σκάφη σου που έπλενες τα ρούχα φάνταζε με πισίνα που τη γεμίζαμε νερό και παίζαμε με τις ώρες μέχρι τα χέρια μας να μουλιάσουν και να ζαρώσουν όπως τα δικά σου. Μας κυνηγούσες να βγούμε από το νερό για να μην κρυώσουμε κι εμείς γελάγαμε δυνατά – και δώσ’ του τα πόδια μέσα στην σκάφη σου. Να σου πω, γιαγιά, θυμάσαι εκείνη τη βέρα που φορούσες στον παράμεσο, που σε έσφιγγε αλλά ποτέ δεν αποφάσιζες να κόψεις και να ελευθερωθείς; Ακόμα τη θυμάμαι. Είχε κάνει μια αυλακιά στο δάχτυλό σου λες κι είχε βρει τη θέση της. Είχε γίνει ένα με εσένα και θα την κουβαλούσες πάντα. Έμοιαζε με έναν γλυκό πόνο αυτή η αυλακιά.
Τρέχαμε στην ποδιά σου και κυνηγιόμασταν κι εσύ μπερδευόσουν στα βήματά μας. Μας έβλεπες να γελάμε και χαιρόσουν κι εσύ. Έπαιζες μαζί μας. Δεν θα ξεχάσω εκείνη την μωβ ραπτομηχανή που μου έκανες δώρο. Έφτιαχνα φορέματα και τα φορούσα λες και ήμουν μέγας μόδιστρος. Έκανα πασαρέλα κι εσύ χειροκροτούσες και με γέμιζες αγκαλιές.
Σε αγαπώ, γιαγιά… πάντα σε αγαπούσα…
Ακόμα και τώρα που δεν θυμάσαι… Θυμάμαι εγώ για εσένα!
Η έμπνευση του κειμένου ήρθε μέσα από τη φωτογραφική ματιά του Γιώργου Ξηρογιάννη, Κρητικού φωτογράφου και Grand Ambassador της Pentax για Ελλάδα και Κύπρο. Το κείμενο αποτελεί βιωματική αφήγηση της Βίκυς Κλήμη, CEO του grandmama.gr.
https://www.ow.gr/empnefsi/giagia-thimasai/
Πηγή: Ομφαλός της γης