Κείμενο – Φωτογραφία: Πόπη Σπανάκη
Εμείς, φιλαράκια μου, αλλά και όλοι οι οροπεδίτες λασιθιώτες, το συνηθίζαμε παλιά, να τρώμε στα χωράφια, αφού όλη μέρα δε ν-επηγαίναμε στο σπίτι στο χωριό.
Στσι κήπους μας , ΄΄στ αλώνι΄΄ και΄΄ στ αργιάκια΄΄ μάλλιστα, είχαμε και παραστιά κι εμαγερεύγαμε στο κάμπο.
Τα χρειασίδια (τηγάνι, τσικάλι, κουταλοπήρουνα κ.λ.π) τα κρεμούσαμε στη μηλιά στ αργιάκια, αλλά στ αλώνι είχαμε και καλύβα, που κάθε καλοκαίρι έφτιαχνε ο μπαμπάς και εκοιμόμασταν κι όλας.
Τα χρόνια περάσανε, τ αλώνια στο οροπέδιο εγκαταληφτήκανε. Αλλά εμείς εσυνεχίσαμε να τρώμε στο κήπο μας στ αργιάκια κυρίως, γιατί εκειά επερνούσανε οι γονέοι μας όλη τη ν-ημέρα, μέχρι τα βαθιά ντως γεραθιά.
Μα και όλοι εμείς τα κοπέλια ντως, εκειά επηγαίναμε, όντε ν-επηγαίναμε στο χωριό.
Τα γεμιστά βέβαια, δε τα έφτιαξα εγώ, μα ανέλαβα να τα σερβίρω, για να κάμω και γώ κάτι χρήσιμο (χαχα)
Ετσά, επαρέτησα τη φωτογραφική, τη ν-ήπιασε ο αδερφός μου και νάμαι εδά επαέ, απού σερβίρω το μπαμπά
– Τσίτωσε μπρέ τη χέρα σου να πιάσεις το πιάτο γιατί δε φτάνω
– Δό μου το επαέ και φέρε και το μπουκάλι το κρασί
– Πιάσε ομπρός το πιάτο
– Ντα ίντα ψήσετε
– Γεμιστά
– Ίντά ναι κειανά;
– Ντομάτες και πιπερές κι έχουνε μέσα ρύζι
– Καλά, δό μου το και φέρε και μια (μ)πέτσα
Αυτά φίλοι μου, είναι πάρα πολλά χρόνια που τάπαμε με το μπαμπά.μου.
Μα τούτη η φωτογραφία, μου τα ανεστορίζει και με κάνει να θαρρώ πώς ήτανε οψές
Γλωσσάρι
παραστιά=ειδική χαμηλή πέτρινη κατασκευή για το άναμα της φωτιάς . Απάνω πατούσε το τσικάλι
χρειασίδια=χρειαζούμενα, μικροσυσκευές, κουζινικά
ετσά=έτσι
επαέ=εδώ
απού=που
τσίτωσε=τέντωσε
ομπρός=πρώτα
κειανά=εκείνα
(μ)πέτσα=πετσέτα
ανεστορίζει=θυμίζει
θαρρώ=νομίζω
οψές=χθές