Του Δημήτρη Χ. Σάββα
“Ο μήνας του μούστου” άκουγα να λένε από μικρό παιδί. Τέτοιες μέρες θυμάμαι το ζόρι των χωριανών μου να ετοιμάσουν τα βαρέλια τους, οι περισσότεροι τα ξεφούντωναν σ’ ένα σωρό από δόγες και στη συνέχεια οι τεχνίτες, οι βαρελάδες, που ασθενούσαν στο χωριό μου και γενικότερα σ’ όλα τα χωριά του Πηλίου, τα ξανασυναρμολογούσαν, λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό. Επρεπε να είναι όλα έτοιμα για να δεχτούν και να καλωσορίσουν τον υψηλότερο επισκέπτη του Σεπτέμβρη.
Με την ίδια χαρά τον περίμεναν και οι νοικοκυρές και… δέχονταν τον μούστο στο σπιτικό τους, προκειμένου να φτιάξουνξ την περίφημη μουσταλευριά. Ο μούστος έκανε αισθητή την παρουσία του με τους σκορπισμένους στα καλντερίμια του χωριού μου λεκέδες, αλλά και με το χαρακτηριστικό του άρωμα. Σεπτέμβρης! Ο έβδομος κατά το αρχικό ρωμαϊκό ημερολόγιο μήνας του έτους, όταν αυτό άρχιζε την 1η Μαρτίου. Επρόκειτο για την αρχή του οικονομικού έτους των Ρωμαίων, αφού επιμετρούσαν τους φόρους, που έπαιρναν σε είδος, τώρα που οι σοδειές ήταν συγκεντρωμένες. Πολλά τα ονόματά του όπως: Τρυγητής, Πετιμεζάς, Σταυρίτης (φέρνοντας τη μεγάλη παγχριστιανική γιορτή του Σταυρού). Αυτό το μήνα έπρεπε να τρυγηθούν γρήγορα τ’ αμπέλια και στη συνέχεια, αφού πατηθούν τα σταφύλια, να φτιαχτεί το κρασί της χρονιάς, ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της διατροφής. Θυμάμαι την μακαρίτισσα τη γιαγιά μου να κόβει και να διαλέγει τα πιο… καλά σταφύλια του αμπελιού μας κυρίως ροζακιά και ροδίτες, να τα καθαρίζει πολύ προσεκτικά, χωρίς ν’ αφήνει κάποια χαλασμένη ρώγα, να τα τυλίγσει με στρατσόχαρτο και να τα κρεμάει στην βορεινή παραθύρα του σπιτιού μας, όπως την έλεγε, σε μέρος δροσερό για να κρατηθούν και να τα φάμε αργότερα. Πολλές φορές διατηρούνταν μέχρι τις μέρες του δωδεκαημέρου, τις γιορτές δηλαδή των Χριστουγέννων. Ακόμη θυμάμαι τη γεύση τους, αλλά και την καλή κατάστασή τους, αφού είχαν διατηρηθεί τόσους μήνες! Ελαφρά συρρικνωμένες ήταν οι ρώγες τους, αλλά η γεύση τους γενικά ήταν εξαιρετική! Σεπτέμβρης! Ο πιο κρίσιμος μήνας για τους πολυάριθμους οινόφιλους αλλά και τους αμέτρητους οινολογούντες (και όχι μόνο τους οινολόγους). Ο λόγος βέβαια δεν ήταν για να πετύχει το κρασί, αλλά να είναι και ενήμεροι για τη “χρονιά”, να υπολογίσουν ποια θα είναι τα καλά κρασιά, ποια θα παλαιωθούν αλλά και τόσες άλλες οινοσκοτούρες τους απασχολούσαν. Ιδιαίτερα κορυφαίες στιγμές ήταν όλες οι μέρες του τρυγητού για τις αγροτικές περιοχές που είχαν αμπέλια. Τέτοιες περιοχές ήταν τα Μεσόγεια και γενικότερα ο νομός Αττικής. Φυσικά και άλλες περιοχές της πατρίδας μας, αφού η καλλιέργεια του αμπελιού κυριαρχούσε.
Παλιότερα ήταν πλούσιες σε άρθρα και ανταποκρίσεις σε αθηναϊκές εφημερίδες, δίνοντας μ’ αυτό τον τρόπο έναν ξεχωριστό τόνο στη συγκομιδή των σταφυλιών, στο ατέλειωτο αυτό διονυσιακό πανηγύρι, όπως το χαρακτήριζαν. Μια τέτοια περιγραφή είναι της εφημερίδας “Ακρόπολις” με ημερομηνία την 21η Σεπτεμβρίου 1929:
“… πεύκα, ελιές και απέραντοι αμπελώνες που εκτείνονται σε χιλιάδες στρέμματα. Χωριατοπούλες σκυμμένες κόβουν τα βαριά, γινωμένα τσαμπιά και τα πετούν στα κοφίνια τους. Τι δροσερά χρώματα, τι όμορφες αρμονίες, κόκκινα, κίτρινα μαύρα! Ροδίτης, Σαββατιανό, Ροζακί. Το μάζεμα γίνεται γρηγορότατο. Μια χωριατοπούλα μπορεί να μαζεύει ως χίλιες οκάδες σταφύλια τη μέρα”…
Σίγουρα οι εικόνες του τρύγου ξυπνούσαν την ερωτική διάθεση στους παλιότερους λυρικούς. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος λαχταρά στον “τρύγο” του: “Ας φιλιούμαστε στα χείλια
κι ας τρυγούμε τα σταφύλια”
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, μοιάζει να δικαιολογείται στον δικό του “Τρύγο” για την ερωτική του αποκοτιά:
“ήσαν χείλια
κι όχι κόκκινα σταφύλια”.
Αλλά και ο Κώστας Κρυστάλλης, στο “Τραγούδι του τρυγητού” με άλλη διάθεση, περιμένει από το αμπέλι του να βγάλει το καλύτερο κρασί για να κεράσει τον ξενιτεμένο που θα επιστρέψει στο σπίτι του:
“Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο,
μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκερες χρονιές, ακέριους μήνες,
ώσπου να ‘ρθεί μιαν άνοιξη, ναρθεί ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ’ άλογό του.
Να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κρεμάσω, αμπέλι μου, τ’ αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει”.
Και σε άλλο ποίημα ο αμπελουργός παραπονιέται στο αμπέλι του γιατί εκείνο δεν κάνει τον ανάλογο καρπό.
“Στη συνέχεια όμως το αμπέλι παίρνει φωνή και μιλάει, υποστηρίζοντας μια δική του θεωρία. Λέει λοιπόν το αμπέλι, ότι δεν του χρειάζεται ένα οποιοδήποτε ανίδεο σκάψιμο ή ένα οποιοδήποτε ανίδεο κλάδεμα. Ο ανίδεος εργάτης μόνο ζημιά μπορεί να φέρη. Εδώ χρειάζεται ο ειδικός και ο έμπειρος για την κάθε εργασία. Κατανέμει λοιπόν το ίδιο το αμπέλι τις γεωργικές γι’ αυτό εργασίες σε τρεις φάσεις, στο σκάψιμο, στο κλάδεμα και τέλος στο βλαστολόγημα. Ξεχωριστές εργασίες είναι αυτές οι τρεις. Αλλά και ξεχωριστές είναι και οι κατηγορίες των ανθρώπων που θα δουλέψουν. Ποιες είναι οι κατηγορίες εκείνες; Τις φανερώνει το ίδιο το αμπέλι.
“Βάλε νέους και σκάψε με, γέρους και κλάδεψέ με,
βάλε κοράσια πάρθενα να με βλαστολογήσουν”.
Αμπελος! Σύμφωνα με την μυθολογία ήταν ένας σάτυρος που τα χαρίσματά του αφθονούσαν, νέος, ωραίος, δυνατός και ευνοούμενος φυσικά του θεού Διονύσου. Πάντοτε αρεσκόταν να καλπάζει, καβάλα σ’ έναν άγριο ταύρο. Κάποια μέρα ο ταύρος αγρίεψε και έτσι που έτρεψε έριξε κάτω τον Αμπελο και τον σκότωσε. Τότε ο Δίας, αφού δέχτηκε τη μεσολάβηση του θεού Διονύσου, τον μεταμόρφωσε στο ομώνυμο φυτό. Αυτή η εικόνα ή μάλλον αυτός ο μύθος δεν άφησε αδιάφορους τους αρχαίους καλλιτέχνες και κυρίως τους αγγειογράφους. Αντίθετα τους ενέπνευσε, και σε πολλά από τα έργα τους βλέπουμε διάφορες παραστάσεις που έχουν σχέση με την μεταμόρφωση του Αμπελου. Αλληγορική σημασία έχει η παρουσία της αμπέλου, τόσο στη χριστιανική τένχη όσο και στη λατρεία. Ο Νώε, μετά τον κατακλυσμό: “… εφύτευσε αμπελώνα, έπιεν εκ του οίνου, εμεθύσθη και εγυμνώθη εν των οίκω αυτού” σύμφωνα με τη Γένεση Θ.20-21. Σε πολλές εκκλησίες συναντάμε αμπέλια και σταφυλοφόρα κλήματα στα διάφορα τέμπλα τους. Στη λειτουργική γλώσσα και στους ύμνους η άμπελος συμβολίζει το χρηστεπώνυμο πλήρωμα, τον Χριστό, τη Θεοτόκο, αλλά και τους νεόνυμφους “άμπελος ευκληματούσα”.
Στη Βοτανική, το πανάρχαιο φυτό κατατάσσεται, μαζί με άλλα 60 είδη του βορείου ημισφαιρίου, στις Αμπελίδες. Φυτό με ξεχωριστό δυναμισμό, το αμπέλι διατηρεί για πολλά χρόνια την παραγωγική του ικμάδα, αντέχει στις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος, ανανεώνεται συνεχώς, πολλαπλασιάζεται και διασταυρώνεται με ευκολία. Εχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, αλλά είναι δύσκολος ο προσδιορισμός τους, γιατί τα χαρακτηριστικά τους παραλλάζουν από τόπο σε τόπο. Το αποτέλεσμα; Δώρο Θεού στον άνθρωπο. Σίγουρα το κρασί, μαζί με το λάδι και το ψωμί, βεβαίως και το νερό, θεωρούνται “δώρα του Θεού”. Η ιερότητά του ανιχνεύεται σε πλήθος δοξασιών και ο ρόλος του είναι πολυσήμαντος… κατά την πορεία του ανθρώπου!