Οι τελευταίες μέρες του καπετάν Μιχάλη Κόρακα περιγράφονται στο βιβλίο των Γ. Χριστάκη – Γ. Πατεράκη «Η Κρήτη και η ιστορία της», με ξεχωριστό τρόπο (σελίδα 476, 477 και 478):
«… Στην Κρήτη του έγινε μεγαλειώδης υποδοχή. Ο λαός τον υποδέχτηκε με θερμές εκδηλώσεις αγάπης και εκτίμησης. Έζησε στιγμές δόξας και τιμής ανάλογες μ’ εκείνες που είχε ζήσει προσκαλεσμένος του Πατριάρχη και της ομογένειας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Στην Κρήτη συνέβη το εξής συγκλονιστικό: Οι φανατικοί Τουρκοκρητικοί του Ηρακλείου, αντίπαλοι του ήρωα στα πεδία των μαχών, δεν έδειξαν δυσαρέσκεια για τον ερχομό και τη μεγάλη υποδοχή του.
Γύρισε με μεγάλες τιμές στο χωριό του (Πόμπια), στη Μεσαρά, αφού στα ενδιάμεσα χωριά τον υποδεχόταν ο κόσμος με καμπανοκρουσίες και πυροβολισμούς στον αέρα. Αφού ξεκουράστηκε αρκετά, επισκέφτηκε τα παλιά του λημέρια στα μοναστήρια Βροντήσι και Οδηγήτρια και στο Αγιοφάραγγο. Γύρισε όμως βαρύς στην Πόμπια, κι έπεσε άρρωστος στο νεκρικό πλέον κρεβάτι του.
… Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα ποθάνει…
Τρίτη, απόγευμα. 7 Σεπτεμβρίου 1882, ώρα 4 και 6΄, ο καπετάν Κόρακας 85 χρόνων άφησε την τελευταία του πνοή, και πέρασε στην αιωνιότητα.».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΡΑΚΑ
Ο θάνατος του καπετάν Μιχάλη Κόρακα, όπως ήταν φυσικό συγκλόνισε όλη την Κρήτη, αλλά και την ελεύθερη Ελλάδα, καθώς το όνομά του ήταν γνωστό και οι αγώνες του ακόμη γνωστότεροι.
Μέσα από τα δημοσιεύματα της εφημερίδας «ΜΙΝΩΣ» της εποχής εκείνης, θα παρακολουθήσουμε πως διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, των τελευταίων ημερών του μεγάλου Κρητικού, λίγο πριν περάσει στην αιωνιότητα:
Η επιστροφή
* Εφημερίδα «ΜΙΝΩΣ» 17 Ιουλίου 1882 (αρ. φ. 75)
Μεγάλο γεγονός για το Ηράκλειο η επιστροφή από την Αθήνα όπου διέμενε με το γιό του Αριστοτέλη, ο καπετάνιος.
« Δια του Αυστριακού της Τρίτης, αφίκετο εξ Αθηνών ενταύθα, ο διάσημος της Κρήτης οπλαρχηγός Μιχαήλ Κόρακας, μετά του υιού του Αριστοτέλους, ανθυπολοχαγού του μηχανικού της Ελλάδος.
Τον ένδοξον και σεβάσμιον γέροντα υποδέξαντο υπό του λιμένος και του ατμοπλοίου πλείστοι εκ των συμπολιτών ημών, οίτινες εχάρησαν πολύ, ιδόντες αυτόν πάλιν ευσταλή, πάλιν αρειμάνιον και πλείστα έτη υποσχόμενον τη εαυτού πατρίδι. Μετά τριήμερον δε διαμονήν εν τη ημετέρα πόλει, ανεχώρησε χθες εις την επαρχίαν του εν μεγάλη συνοδεία».
Η ασθένεια
* Εφημερίδα «ΜΙΝΩΣ» 4 Σεπτεμβρίου 1882 (αρ. φ. 82)
Η ασθένεια του πρωτοκαπετάνιου είναι πλέον γεγονός.
« Ο γηραιός της επαρχίας Ηρακλείου οπλαρχηγός Μιχαήλ Κόρακας, ασθενεί από τινός βαρέως. Την παρελθούσαν Τρίτη διαδοθέντος ότι εδεινώθει μεγάλως η ασθένειά του, απήλθον τινές των συγγενών και φίλων αυτού εις το χωρίον Βόβια της επαρχίας Μεσσαράς, εις ο διαμένει. Από την Πέμπτη όμως ήρξατο βελτίωσης τις, της καταστάσεως του και ελπίζεται ότι αναρρώσει μετ’ όλίγον.»
Ο θάνατος
* Εφημερίδα «ΜΙΝΩΣ» 11 Σεπτεμβρίου 1882
Ο θάνατος του σταυραετού της Κρήτης είναι πλέον γεγονός. Για την εφημερίδα δεν μπορεί παρά να είναι πρώτο της θέμα:
«Πάσχων εκ καρδιακού νοσήματος επικινδύνου καταστάντος παρά το γήρας του, κλινήρης διετέλεσεν από της 2 Αυγούστου μέχρι της 7 μεσούντος, ότε ώραν 4 και 6 λεπτά προ μεσημβρίας παρέδωκε το πνεύμα…»
Δεν είναι ένας τυχαίος θάνατος. Έτσι το γεγονός συγκλονίζει:
« Αυθωρεί το απαίσιον άγγελμα διεδόθη είς το τμήμα εν ω κείται το χωρίον του Πόμπηα είτε δια πενθίμων κωδονοκρουσιών, είτε δι’ αγγελιοφόρων, οίτινες διεσάλπισαν πανταχού το μέγαν δεινόν, όπερ επί τω θανάτω του ατρομήτου πολεμάρχου η Κρήτης υπέστη. Μεσίστιος μέλανα σημαία φέρουσα τα στοιχεία Μ. Κ. υψωθείσα άμα τω θλιβερώ ακούσματι επί του ιστού του κωδωνοστασίου κυματίζει έτι εκεί».
Και ο Λαός; Πώς αντέδρασε ο λαός στο μήνυμα του θανάτου;
« Περί την 7 της νυκτός ώραν αφίκετο εξ Ηρακλείου η Α. παριερότης ο Επίσκοπος Χερρονήσου και επίτροπος της Μητροπόλεως κ. Τιμόθεος, μέχρι δε της δείλης της επιούσης άπαντες οι συναγωνισταί και οι θαυμασταί του ήρωος συνεκεντρώθησαν εκεί».
Η κηδεία
Λαμπρή η κηδεία του καπετάν Μιχάλη Κόρακα, με παρόντα τα παλικαριά και τους συμπολεμιστές του, μα και δυο χιλιάδες Λαού που ήρθαν στην Πόμπια για το «στερνό αντίο».
«Προεπορεύετο εις εκ των προκρίτων της τεθλιμμένης Πόμπηας φέρων το επικάλυμμα της σορρού, είποντο οι μαθηταί της δημοτικής σχολής του χωρίου και όσοι της ελληνικής σχολής παρέτυχον, φέροντες λαμπάδας μετά κλάδων ελαίας, τους μαθητάς περιεστοίχουν οι δημοδιδάσκαλοι των επαρχιών και μετά τούτους ο Ελληνοδιδάσκαλος κ. Ε. Ι Ειρηναίος, ανεψιός του αείμνηστου, φέρων δύο στεφάνους ους κατέθηκεν επί του φερέτρου, επί της αγίας και ιεράς σημαίας, ήτις εκάλυπτε τον νεκρόν του ενδόξου αρχηγού και την οποίαν τοσαύται νίκαι εδόξασαν.
Και ο μεν εκ δάφνης στέφανος, έφερε δύο ταινίας, την μεν λευκήν, εφ’ ης επεγέγραπτο χρυσοίς γράμμασι: « Τω γενναιοτάτω της Κρήτης αρχηγώ Μιχαήλ Κόρακα τα τέκνα του προσφέρουσι» τη δε κυανόχρουν, εφ ης υπήρχε η επιγραφή: «Τω προμάχω των ελευθεριών».
Ο δ’ έτερος στέφανος ην εκ κλάδων ελαίας μετά κυανόχρουν ταινίας φερούσης την επιγραφήν: «Τω Μιχαήλ Κόρακα οι ανεψιοί του».
Κατόπιν εφέρετο ο νεκρικός πέπλος κρατούμενος εκ των άκρων υπό τεσσάρων παλληκαριών του μεγάλου πολεμάρχου, ήτοι υπό του Γ. Γερωνυμάκη, Α. κατεχάκη, Δ. Τσικριτσάκη και Ευθύμιου Χαριτάκη.
Παρηκολούθει ο κλήρος υπό τριάκοντα ιερείς αποτελούμενος, μεθ’ ον ύ σεπτός νεκρός, φερόντων τας ταινίας του φερέτρου δύο εκ των παλληκαριών αυτου του Γιαννίκου και Φραγκάκη.
Το φέρετρον ηκολούθει ο συρρεύσας λαός, περί τας δυο χιλίαδας, οι Δήμαρχοι, οι αρχηγοί των επαρχιών και οι οπλαρχηγοί της Πυργιωτίσσης, ο Ειρηνοδίκης Καινουργίου, οι αντιπροσωπεύοντες την χριστιανικήν δημογεροντίαν του τμήματος Ηρακλείου κ.κ. Ι. Κοιλιαράκης και Απόστοςλος Στεφανίδης κτλ. Εκατέρωθεν δε εις δύο στοίχους παρηκολούθουν την κηδείαν οι άλλοτε στρατιώται του ήρωος, υπέρ τους εκατόν, φέροντες αντεστραμμένα τα πυροβόλα Σασεπώ προς ένδειξιν πένθους και μελανειμονούντες οι πλείστοι.»
Στην εκκλησία
Δάκρυα και πόνος για τον νεκρό αρχηγό και στην εκκλησία.
«Εν τω ναώ μετά την ανάγνωσιν των νεκροσίμων ευχών λόγον εξεφώνησεν από του άμβωνος και μετ΄απεριγράπτου συγκινήσεως ο άγιος Χερρονήσου κ. Τιμόθεος, εξυμνήσας τας αρετάς του μεγαθύμου πατριώτου».
Μάλιστα ο συνεργάτης της εφημερίδας σημειώνει για το γεγονός: «Αμοιρώ λόγων, όπως παραστήσω την κατέχουσαν ημάς κατά την ώραν εκείνην συγκίνησιν. Ομολογώ ότι ουδέποτε ήκουσα ούτε είδον ρήτορα ούτε ενταύθα ούτε εν τη αλλοδαπή και αυτόν κοπτόμενον εις δάκρυα και περιμένοντα το ακροατήριον, όπως συνέλθη της συγκινήσεως και σπογγίση τα εκ των ομμάτων κρουνιδόν ρέοντα δάκρυα».
Η ταφή
Και με την ταφή του μεγάλου Κρητικού, έκλεισε ουσιαστικά ένας μεγάλος κύκλος της νεώτερης Κρητικής και Ελληνικής ιστορίας.
« Επί του τάφου λόγον εκφώνησεν ο κ. Γ. Κουταντάκης και μετά τον τελευταίον ασπασμόν, καθ’ ην ώρα το λείψανον του μεγάλου ήρωος κατεβιβάζετο εις τον τάφον, κεκαλυμμένον υπό της πολυτρήτου σημαίας, άπαντες οι την κηδείαν παρακολουθήσαντες οπλίται εξεκένωσαν τρις τα όπλα, αποδώσαντες ούτω τω αρχηγώ των τας στρατιωτικάς τιμάς».