«Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περηφάνια και φόβο.
Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν.
Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα.
Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε.
Τινάχτηκα.
Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει.
Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
– Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
– Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
– Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
– Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
– Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.»
Από την Από την «Αναφορά στον Γκρέκο»