Γράφει ο Δημήτρης Ευθυμάκης
Ο Jesus Christ (πριν γίνει κινηματογραφικός super star), στις μακρές πορείες του μέσα στην άνυδρη Ιουδαία και στην αμαρτωλή Σαμάρεια, συναντήθηκε πλειστάκις με την συκιά.
Δέντρο που ταιριάζει απόλυτα με μεσογειακό (πόσο μάλλον με το βιβλικό) τοπίο, γαντζωμένο σε πυρωμένες πλαγιές και πετρώδη αφρόντιστα εδάφη, φαίνεται ότι ξεφύτρωνε τακτικά μπροστά στα σκονισμένα σανδάλια του θεανθρώπου, ποιος ξέρει γιατί.
Η σχέση τους πάντως δεν πήγε καλά, καθώς έπεσε θύμα μιας απρόσμενης επιθετικότητας εκ μέρους του συνήθως νηφάλιου και προσηνούς Ιησού.
Στα προάστια των Ιεροσολύμων συνάντησε μια συκιά, την πλησίασε, έψαξε για σύκα να φάει, αλλά πάνω στα κλαδιά της βρήκε μόνο φύλλα.
Εκνευρίστηκε, την καταράστηκε κι αυτή ξεράθηκε στο άψε σβήσε.
Συμπέρασμα: Η πείνα είναι κακός σύμβουλος και για θεούς και για ανθρώπους και για το ενδιάμεσο τους.
Κάθε Αύγουστο αναθυμούμαι αυτή την αψυχολόγητη θεϊκή κατάρα, καθώς ξαμολιέμαι στα χωράφια για να τρυγήσω τα (ξένα) σύκα που φέρνουν μαζί τους τα μελτέμια του ύστερου καλοκαιριού.
Σε αντίθεση με τον Jesus Christ, εγώ θεωρώ την συκιά (και τον καρπό της) πραγματικό μνημείο της φύσης, άξιο θαυμασμού και όχι αναθέματος.
Κατά τούτο ταυτίζομαι πλήρως με τους αρχαίους άνδρες Αθηναίους, οι οποίοι προκειμένου να αποτρέψουν την κλοπή και το λαθρεμπόριο των σύκων (ειδικά την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου), είχαν θεσπίσει την φοβερή και τρομερή κρατική θέση του συκο-φάντη (αυτού που φυλάει-φανερώνει τα σύκα).
Αν αυτές τις μέρες έπεφτα στα χέρια κάποιου συκοφάντη, τον είχα στο τσεπάκι μου τον εξοστρακισμό έτσι που πετσοκόβω τα σύκα άλλων νοικοκυραίων και τα καταναλώνω αυθωρεί και παραχρήμα.
Το εξομολογούμαι λοιπόν ευθέως.
Όπως άλλοι είναι εξαρτημένοι απ’ το τσιγάρο ή το αλκοόλ, εγώ είμαι εξαρτημένος με το κλέψιμο των σύκων τον Αύγουστο.
Δεν νοούνται διακοπές δίχως το ξαφνικό φρενάρισμα του αυτοκινήτου μου σε επαρχιακό δρόμο, σε κάποια στροφή του οποίου προβάλλουν απρόσμενα οι φυλλωσιές μιας κατάφορτης με ζουμερούς καρπούς συκιάς, αγνώστου ιδιοκτήτη φυσικά. Δεν με νοιάζει αν είναι άσπρα, μαύρα, βασιλικά, καλαματιανά, ηπειρώτικα ή κάποιας άλλης άγνωστης ντόπιας ποικιλίας.
Το ίδιο μου συμβαίνει και στα σύνορα έρημων χωραφιών στα ενδότερα νησίδων του Αιγαίου ή χερσονήσων της νότιας χώρας, όπου παμπάλαιες συκιές συνεχίζουν να στέκονται αγέρωχες, σαν πινελιές βαθέως πρασίνου μέσα σ’ έναν ωκεανό θερινής ξεραΐλας.
Καμιά δεν γλυτώνει απ’ την μανία μου, αν και συχνά πυκνά γδέρνω τα χέρια μου και σπάω τα ποδάρια μου σκαρφαλώνοντας σε ετοιμόρροπους πέτρινους τοίχους που ψευτόχτισαν παλιοί άνθρωποι, οριστικά φευγάτοι εδώ και τρεις ή πέντε γενιές.
Δεν θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ στην διατροφική αξία ή στα απαράμιλλης νοστιμιάς ζάκχαρα που περιέχουν τα σύκα.
Πολλώ δε μάλλον στην ευεργετική τους επίδραση επί της αφοδεύσεως. Δεν είμαι ούτε διατροφολόγος, ούτε φρουτογευσιγνώστης, ούτε γαστρεντερολόγος. Είμαι ένας απλός κλέφτης σύκων.
Ως τέτοιος δεν πολυψειρίζω τα πράγματα.
Ο κλέφτης ζει για το σήμερα, άντε και για το αύριο.
Είμαι επίσης ένας αυθεντικός θαυμαστής της ίδιας συκιάς.
Του μόνου δέντρου που ενώ ανήκει στην ιδιοκτησία του ανθρώπου, αδιαφορεί πλήρως για τις υπηρεσίες που μπορεί να της παράσχει όπως οργώματα, ψεκάσματα, λιπάνσεις, κλαδέματα ή ποτίσματα.
Η μοναχική συκιά ζει ερήμην του γεωργού και της τεχνογνωσίας του.
Ζει επίσης αδιαφορώντας για την αρνητική φημολογία που την συνοδεύει, προφανέστατα εξ αιτίας του παράλογου πολέμου που είχε κηρύξει ο πρωτοχριστιανισμός εναντίον της:
Ο Ιησούς την καταράστηκε, ο προδότης Ιούδας κρεμάστηκε στα κλαδιά της, ο αέρας κάτω απ’ τον ήσκιο της είναι αραιός και θανατηφόρος, στην ρίζα της φωλιάζουν οχιές ή αστρίτες και άλλα παρόμοια. Μυθολογία αστήρικτη και καταφανέστατα άδικη, για ένα δέντρο που δεν ζητά ποτέ την στήριξη κανενός.
Επανέρχομαι στο κλέψιμο των σύκων. Πρόκειται για ενασχόληση λυρική, απελευθερωτική, σχεδόν μυστικιστική.
Ο κλέφτης σύκων είναι ταυτοχρόνως παρτιζάνος κατσαπλιάς, οικολόγος εναλλακτικός, τερψιλαρύγγιος αστός και ακραίος (νεο)φιλελεύθερος.
Παραλλήλως και την ίδια στιγμή, απαλλοτριώνει προϊόντα ξένης ιδιοκτησίας που θα ‘πρεπε να ανήκουν σε όλους, έρχεται σε βιωματική επαφή με την φύση, χαρίζει στον ουρανίσκο σου σπάνιες εκρήξεις ανόθευτης γεύσης και αποθεώνει την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Θεωρώ δε τον «κλέφτη σύκων», κατάφωρα αδικημένο έναντι του διάσημου «κλέφτη ποδηλάτων» του Βιττόριο ντε Σίκα, ο οποίος ως Σίκα θα είχε κάθε λόγο να αναδείξει τα σύκα (με τους κλέφτες τους) και όχι τα άσχετα ποδήλατα.
Ας είναι.
Η ιδανική ώρα για τις επιχειρήσεις είναι λίαν πρωία ή αργά το απόγευμα πριν πέσει ο ήλιος.
Οι κίνδυνοι είναι μηδαμινοί, σαν επιδρομή του Ρουβίκωνα σε συμβολαιογραφείο. Συκοφάντες (με την στενή έννοια του όρου) δεν υπάρχουν πια, οι δε ιδιοκτήτες των δένδρων που μπορούν να σε πετροβολήσουν είναι πιο σπάνιοι κι από φρέσκο ψάρι σε Μυκονιάτικη ψαροταβέρνα.
Αποκλείεται επίσης να πέσεις πάνω σε συνάδελφο κλέφτη σύκων, οι σκόρπιες μοναχικές συκιές είναι περισσότεροι απ’ αυτούς.
Μόνοι πραγματικοί ανταγωνιστές είναι τα πετεινά του ουρανού, τα οποία όμως διαθέτουν το πλεονέκτημα της σύλησης των κλαδιών που φεύγουν υπερήφανα προς τον ουρανό, απροσπέλαστα στους κλέφτες επιφανείας.
Σκαρφάλωμα ανθρώπου προς τα ρετιρέ της συκιάς δεν συνιστάται.
Ως γνωστόν τα κλαδιά της σπάνε εύκολα, δεν ανέχονται αναρριχητές και ζογκλέρ της συμφοράς. Τους γκρεμοτσακίζουν, για να μάθουν.
Θα ρωτήσετε βέβαια γιατί δεν αγοράζω σύκα αφού μ’ αρέσουν τόσο πολύ.
Μα φυσικά αγοράζω, αλλά μόνο όταν δεν μπορώ να τα κλέψω.
Και –πιστέψτε με- τα αγορασμένα δεν είχαν ποτέ την θεϊκή αύρα των κλεμμένων.
Όπως για τον ορεινό κρητικό η νοστιμιά του κλεμμένου κατσικιού δεν μπορεί να συγκριθεί με την μετριότητα του κατσικιού απ’ το δικό του κοπάδι, έτσι και το απαλλοτριωμένο σύκο από την μακρινή πρασινάδα της απέναντι πλαγιάς παραμένει γευστικά και βιωματικά αξεπέραστο.
Μην ρωτάτε γιατί, δεν γνωρίζω ούτε με νοιάζει.
Στο κάτω κάτω, το κάνω μόνο είκοσι μέρες τον χρόνο.
Όλο τον υπόλοιπο καιρό είμαι ένας νομοταγής πολίτης που δεν απομακρύνεται από την άσφαλτο της πόλης του και ψωνίζει δηλητηριασμένα φρούτα απ’ τον μανάβη της γειτονιάς του.
Ένας Αύγουστος μου έχει απομείνει κι εμένα για να κλέψω μια σταλιά ζωή, συμπυκνωμένη μέσα σ’ ένα μοναχικό απρόσιτο σύκο που κοιτάει τον ήλιο κατάφατσα περιμένοντας με να εμφανιστώ μέσα στην πρωινή δροσούλα.
Πηγή: Protagon.gr