Γράφει ο Μάνος Καρπετάκης
Ως σχέδιο Άτσεσον, έχει καθιερωθεί στην ιστορική έρευνα οι δύο προτάσεις που κατέθεσε ο Αμερικανός διπλωμάτης Ντιν Άτσεσον το καλοκαίρι του 1964, για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Η Κύπρος, είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου και βρίσκεται σε εξαιρετικά στρατηγικό σημείο στο δρόμο προς την Ασία. Η περίοδος της Οθωμανοκρατίας αρχίζει το 1571 και χαρακτηρίζεται ως ήπια περίοδος για το νησί σε σύγκριση με την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας, καθώς οι Οθωμανοί είχαν παραχωρήσει μερικά προνόμια στους Κύπριους (δικαίωμα στην ιδιοκτησία, κατάργηση δουλοπαροικίας, αναγνώριση του θεσμού της εκκλησίας). Σταδιακά όμως, με την πάροδο των χρόνων ο κυπριακός λαός υφίσταντο εκμετάλλευση και καταπίεση από τους Οθωμανούς αξιωματούχους. Μετά και το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης του 1821, ακολούθησαν διωγμοί, εκτελέσεις και το καθεστώς καταπίεσης έγινε πιο έντονο. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός απαγχονίστηκε από τους Οθωμανούς στις 9 Ιουλίου του 1821 μαζί με τους Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κηρυνείας. Η Οθωμανοκρατία ολοκληρώνεται το 1878. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877-1878 και τη νίκη της Ρωσίας η Κύπρος πέρασε υπό βρετανική διοίκηση. Με τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878 αποδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και το 1925 έγινε αποικία του βρετανικού στέμματος.
Ήδη από το 1923 και τη συνθήκη της Λωζάνης η Τουρκία είχε παραιτηθεί των δικαιωμάτων της στην Κύπρο και αναγνώριζε την προσάρτηση της από τη Μεγάλη Βρετανία. Οι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι διεκδικούσαν την ένωση της Κύπρου με την υπόλοιπη Ελλάδα, αποτελούσαν το 80% περίπου του πληθυσμού. Οι Τουρκοκύπριοι, από την άλλη, διεκδικούσαν τη δημιουργία ενός δικού τους κράτους στο νησί, καθώς έβλεπαν τον εαυτό τους σαν ξεχωριστή εθνότητα, αποτελούσαν το 20% περίπου του πληθυσμού.
Οι Ελληνοκύπριοι αρχικά υποδέχθηκαν θετικά την ανακήρυξη της Κύπρου σε βρετανική αποικία του στέμματος, καθώς πίστευαν ότι η βρετανική διοίκηση θα βοηθούσε στην επίτευξη του στόχου της ένωσης της Κύπρου με την υπόλοιπη Ελλάδα. Γρήγορα, όμως, οι ελπίδες διαψεύστηκαν, ειδικά μετά τα Οκτωβριανά του 1931, τη μεγάλη εξέγερση κατά του αποικιακού καθεστώτος και την πυρπόληση του Βρετανικού κυβερνείου στη Λευκωσία από το εξεγερμένο πλήθος. Ακολούθησαν συλλήψεις, εξορίες των υπαίτιων και επιβολή λογοκρισίας από το αποικιακό καθεστώς. Έτσι ξεκίνησαν νέοι αγώνες υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα
Από το 1950, κι έπειτα από το ενωτικό δημοψήφισμα που οργάνωσε η εκκλησία της Κύπρου, το κυπριακό ζήτημα περνάει σε νέα διάσταση με το 96% των ελληνοκύπριων να τάσσεται υπέρ της ένωσης. Το ζήτημα της ένωσης αργά ή γρήγορα έγινε τμήμα της ελληνικής εθνικής πολιτικής και τις δεκαετίες 1950 και 1960 μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της πολιτικής επικαιρότητας. Ακολούθησε η διεθνοποίηση του Κυπριακού ζητήματος μέσω της προσφυγής στον ΟΗΕ από την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου κατά τα έτη 1954, 1955, 1956, 1957, 1958 και του αίτημα για αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Τα αιτήματα για αυτοδιάθεση δεν συγκέντρωσαν την πλειοψηφία των 2/3 που απαιτούσε ο ΟΗΕ και κατά συνέπεια απορρίφθηκαν όλα. Από το 1955 έως το 1959, έδρασε στην Κύπρο η ΕΟΚΑ, η οποία υπήρξε ελληνοκυπριακή αντάρτικη οργάνωση που κήρυξε τον ένοπλο αγώνα κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας και είχε στόχο την ένωση της Κύπρου με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι Ελληνοκύπριοι είδαν τους αγώνες τους εν μέρει να δικαιώνονται το 1959 με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Οι συμφωνίες αυτές τερμάτιζαν τη βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο και εγκαθίδρυαν το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος, το οποίο παίρνει σάρκα και οστά την 16η Αυγούστου 1960. Οι Τουρκοκύπριοι, αν και αποτελούσαν το 20% περίπου του πληθυσμού του νησιού, είχαν αυξημένα προνόμια στο νέο κράτος με τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου. Είχαν, ακόμη, το 30% των θέσεων στο υπουργικό συμβούλιο, στη δημόσια διοίκηση και είχαν μόνιμα την αντιπροεδρία της κυβέρνησης με δυνατότητα άσκησης veto. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου δεν κατάφεραν να γεφυρώσουν τις διαφορές ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Οι διαφορές αυτές, σε συνδυασμό με τα προνόμια που είχαν οι Τουρκοκύπριοι, είχαν δυσκολέψει τη λειτουργία του κυπριακού κράτους, καθώς δεν μπορούσε να βρεθεί κοινή λύση σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα, όπως η φορολογία και η δικαιοσύνη, ενώ δε λειτουργούσαν κρίσιμοι τομείς, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί συνολικά το ίδιο το κράτος.
Το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος δε μακροημέρευσε, καθώς στις 30 Νοεμβρίου 1963, ο πρόεδρος Μακάριος με αφορμή την αναποτελεσματική και ανεπαρκή λειτουργία του κράτους, κατέθεσε στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ μια σειρά 13 προτάσεων για την αναθεώρηση του κυπριακού συντάγματος και τη μείωση των προνομίων των Τουρκοκύπριων, σε μια προσπάθεια να καταστήσει λειτουργικό το κυπριακό κράτος. Οι προτάσεις αυτές αντιμετωπίστηκαν με οργή από τους Τουρκοκύπριους, ενώ ο αντιπρόεδρος, καθώς και οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση. Ακολούθησε μια περίοδος κρίσης για το νησί, με αιματηρές συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και πολλούς Τουρκοκύπριους να εγκαθίστανται σε θύλακες. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στο διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και στην πρώτη διχοτόμηση της Κύπρου (διχοτόμηση Λευκωσίας) στις 29 Δεκεμβρίου 1963 με την λεγόμενη «πράσινη γραμμή».
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1964, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, εξέφραζε την αντίθεση του σε μια στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο και του εξηγούσε τους κινδύνους που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη στην ευρύτερη περιοχή, καθώς μια πιθανή διχοτόμηση της Κύπρου απαγορεύονταν από τη συνθήκη εγγυήσεων. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο Αμερικανός διπλωμάτης Ντιν Άτσεσον κατέθεσε 2 σχέδια για την επίλυση του κυπριακού. Είχε προηγηθεί από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου τον Απρίλιο του 1964 η μυστική αποστολή στην Κύπρο 2.000 στρατιωτών με βαρύ οπλισμό, για να υπερασπιστούν το νησί σε μια πιθανή εισβολή της Τουρκίας. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γεώργιος Παπανδρέου, είχε προτείνει στις Η.Π.Α τη λύση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το επιχείρημα ήταν ότι η ένωση ήταν η πλέον συμφέρουσα επιλογή για το δυτικό κόσμο, γιατί μια πιθανή ανεξαρτησία της Κύπρου θα την έφερνε πιο κοντά με την ΕΣΣΔ με τον κίνδυνο να μετατραπεί το νησί στην Κούβα της Μεσογείου. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονται την εποχή του ψυχρού πολέμου, στο πλαίσιο του οποίου οι δύο υπερδυνάμεις, Η.Π.Α και Ε.Σ.Σ.Δ, συγκρούονται με κάθε ευκαιρία, ενώ η Κύπρος ήδη από το 1961 είχε ενταχθεί στο Κίνημα Αδέσμευτων Χωρών, γεγονός που ανησυχούσε τους δυτικούς.
Τα δύο σχέδια που κοινοποίησε ο Ντιν Άτσεσον είχαν στόχο την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ μέσω της ένωσης με την Ελλάδα. Ο Άτσεσον πίστευε ότι μια ένωση Ελλάδας και Κύπρου θα ήταν εφικτή μόνο εάν η Τουρκία λάμβανε ανταλλάγματα. Οι συνομιλίες ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1964 στη Γενεύη με τον Ντιν Άτσεσον και τον Φιλανδό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ Σακάρι Τουομιόγια να έχουν αναλάβει το κομμάτι των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του κυπριακού. Ο Ντιν Άτσεσον, παρουσίαζε τα σχέδια επίλυσης σε Ελλάδα και Τουρκία.
Το πρώτο σχέδιο του Άτσεσον προέβλεπε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά με αντάλλαγμα τη Χερσόνησο της Καρπάσιας (400 τ.μ περίπου), η οποία θα γινόταν στρατιωτική βάση, ενώ η Τουρκία θα αποκτούσε τα κυριαρχικά δικαιώματα και την προσάρτηση του Καστελόριζου (το Καστελόριζο ήταν μια πρόταση της ελληνικής πλευράς, που ενσωματώθηκε στο πρώτο σχέδιο). Προέβλεπε, επίσης, και την αυτονόμηση του τουρκοκυπριακού θύλακα Λευκωσίας- Αγίρτας, καθώς και τη δημιουργία δύο ακόμα τουρκοκυπριακών περιοχών. Οι έπαρχοι των περιοχών αυτών, το διοικητικό προσωπικό, τα στελέχη της αστυνομίας αλλά και των δικαστηρίων θα ήταν Τουρκοκύπριοι. Η κεντρική κυβέρνηση θα είχε ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης στο έργο των τουρκοκυπριακών αρχών. Στη Λευκωσία θα υπήρχε μια τουρκοκυπριακή διοίκηση που θα μεριμνούσε για την ασφαλή και αρμονική διαβίωση των Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι θα απολάμβαναν όλα τα δικαιώματα που τους παρείχε η συνθήκη της Λωζάνης. Μια διεθνής επιτροπή του ΟΗΕ θα φρόντιζε για την μη παραβίαση των δικαιωμάτων τους.
Το δεύτερο σχέδιο Άτσεσον ήταν βελτιωμένο για την ελληνική πλευρά. Προέβλεπε να παραχωρηθεί η Χερσόνησος της Καρπάσιας στην Τουρκία ως επινοικίαση για τα επόμενα 50 χρόνια. Η έκταση της Χερσονήσου της Καρπάσιας περιορίζονταν στο 5% του νησιού και υπήρχαν 12 ελληνικά και 5 μεικτά χωριά (Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων), καθώς και το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα (ένα από τα μεγαλύτερα του νησιού). Από τις συνολικά οκτώ τουρκοκυπριακές επαρχίες, οι δύο θα είχαν Τουρκοκύπριο έπαρχο. Οι δημόσιες υπηρεσίες, η αστυνομία και τα δικαστήρια των περιοχών αυτών θα είχαν μεγάλο αριθμό Τουρκοκυπρίων. Στην κυβέρνηση θα υπήρχε Τουρκοκύπριος, ο οποίος θα φρόντιζε για την ευημερία της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Επίσης, ένας επίτροπος του ΟΗΕ θα επέβλεπε για την ορθή τήρηση της συνθήκης της Λωζάνης, όπως και της ευρωπαϊκής σύμβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η τουρκική πλευρά αποδέχθηκε το πρώτο σχέδιο Άτσεσον, αλλά απέρριψε το δεύτερο. Επέμενε ότι για να συναινέσει στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έπρεπε να της δοθεί έκταση ελληνικών εδαφών και όχι η βάση της Καρπάσιας ως επινοικίαση. Εκτός από το Καστελόριζο, ήθελε να της δοθεί και ένα μέρος των εδαφών της Θράκης γύρω από τον ποταμό Έβρο, αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά. Ο Μακάριος απέρριψε εξ’ αρχής και τα δύο σχέδια Άτσεσον, καθώς τα θεωρούσε διχοτομικά για το νησί. Την άποψη αυτή του Μακάριου συμμερίζονταν και η ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά και ο ελληνόφωνος τύπος της Κύπρου που τα απέρριψαν. Ο Γεώργιος Γρίβας απέρριψε και τα δύο σχέδια, αλλά για να διευκολύνει την ένωση, πρότεινε την παρουσία μικρού αριθμού τουρκικών στρατευμάτων στη βάση της Δεκέλειας και τη μετατροπή της σε βάση του ΝΑΤΟ. Ο Γεώργιος Παπανδρέου απέρριψε το πρώτο σχέδιο, ενώ αρχικά αποδέχθηκε το δεύτερο, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να υπάρξει διάλογος για την υλοποίηση του στόχου της ένωσης. Στο σημείο αυτό, να επισημάνουμε ότι το κυπριακό μονοπωλούσε τότε την ελληνική πολιτική επικαιρότητα και τα κόμματα είχαν κάνει “σημαία” τους την επίλυση του.
Ο Μακάριος, πίστευε ότι η εκμίσθωση της Χερσονήσου της Καρπάσιας στην Τουρκία ελλόχευε πολλούς κινδύνους. Η βάση της Καρπάσιας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά από την Τουρκία για μια εισβολή στην Κύπρο και τα τουρκικά στρατεύματα θα ήταν σε θέση να διχοτομήσουν το νησί ή και να το καταλάβουν. Επίσης, ο Μακάριος είχε αμφιβολίες για το εάν η Τουρκία θα δεχόταν να αποχωρήσει από την Κύπρο μετά το πέρας των 50 χρόνων εκμίσθωσης της Χερσονήσου της Καρπάσιας. Αυτό το επιχείρημα του Μακαρίου έβρισκε σύμφωνο, εκτός από τον πολιτικό κόσμο της Κύπρου, και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Γεώργιος Παπανδρέου πείστηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι το σχέδιο Άτσεσον δεν αποτελούσε μια εθνικά συμφέρουσα πρόταση και τελικά το απέρριψε.
Τα σχέδια Άτσεσον ήταν σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς η τελευταία ευκαιρία για να λυθεί το κυπριακό ζήτημα χωρίς τις τραγικές συνέπειες που ακολούθησαν μια δεκαετία αργότερα και την εισβολή του 1974. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία για την επίλυση του κυπριακού δόθηκε τον Οκτώβριο του 1915 κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Όταν η Αγγλία πρότεινε στην Ελλάδα να της παραχωρήσει την Κύπρο, με αντάλλαγμα η Ελλάδα να εισέλθει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και να βοηθούσε τη Σερβία, η οποία δεχόταν επίθεση από τη Βουλγαρία. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη.
Βιβλιογραφικές Παραπομπές
Λάµπρου, Γιάννης Κ. (2008), Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2008, Αθήνα: Εκδόσεις Πάργα
Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Κρανιδιώτης, Νίκος (2008), Ανοχύρωτη Πολιτεία, Κύπρος 1960-1974, τ. Α΄, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία.
Ηρακλείδης, Αλέξης (2006), Το Κυπριακό πρόβλημα 1947-2004 : Από την ένωση στη διχοτόμηση, Αθήνα, Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης