Κείμενο – Φωτογραφία: Νικόλαος Φουκαράκης
Πιθανόν κάποιοι από σας να έχετε δει αυτήν εδώ την ταχυδρομική κάρτα έκδοση του Αλικιώτη Νικ. της δεκαετίας του 1920 με τον λεβεντοκρητικό πάνω στον Ενετικό κούλε του Ηρακλείου.
Ποιός είναι λοιπόν αυτός ο αγέρωχος Κρητικός πάνω στον κούλε;
Είναι ο Μανδαλενάκης Νίκος γεννημένος κάπου γύρω στα 1880 στις Κορφές Μαλεβυζίου μέσα στα χρόνια του ξεσηκωμού των Κρητικών ενάντια στο ζυγό τωνΤούρκων για την Ελευθερία.
Στην ηλικία των 20 χρόνων του ερωτεύεται μια συγχωριανή του την Κατερινιό Πατραμάνη, κοπελίτσα ακόμα τότε στην ηλικία των 14 ετών.
Αποφασίζει να την ζητήσει από τον πατέρα της το γέρο Πατραμάνη ο οποίος ήταν οικονομικά ευκατάστατος για την εποχή άλλα αυτός είχε άλλα όνειρα για την μοναχοκόρη του και αντιδρά με το αιτιολογικό ότι είναι ακόμα μικρή και δεν τον δέχεται για γαμπρό του, παρ όλο ότι τα χρόνια εκείνα το μικρό της ηλικίας δεν το θεωρούσαν πρόβλημα ειδικά για τις κοπελιές στην Κρήτη.
Αναγκάζεται να κάνει αυτό που έκαναν τότε σχεδόν όλοι οι νέοι, εξάλλου θεωρούνταν τιμή, να κλέψει το Κατερινιό, αλλά ο πατέρας της δεν θα του το συγχωρήσει ποτέ μετά.
Με τα πολλά μετά το κλέψιμο του Κατερινιού τον δέχεται για γαμπρό του αλλά με τον όρο ότι το ζευγάρι θα έμενε μαζί του στο πατρικό του Κατερινιού.
Έτσι και έγινε και ο Μανδαλένης ένοιωθε ευτυχισμένος καθώς το Κατερινιό του χαρίζει 6 γιούς.
Το όνειρο του όμως ήταν να πάει να ζήσει στο Μεγάλο Κάστρο με την οικογένεια του, για μια καλύτερη ζωή και για την μόρφωση των 6 παιδιών του.
Οι Τουρκοκρητικοί σιγά-σιγά τότε εγκαταλείπουν την Κρήτη και το Μεγάλο Κάστρο.
Αποφασίζει λοιπόν και κάνει το μεγάλο βήμα για να πραγματοποιήσει το όνειρο του και εγκαταλείπει τις Κορφές μια που και οι σχέσεις του με τον πεθερό του δεν ήταν και τόσο καλές και κατεβαίνειι να ζήσει οικογενειακώς μόνιμα πλέον σ’ αυτό.
Πουλάει την μεγάλη περιουσία που είχε στο χωριό και αγοράζει από ένα Τουρκοκρητικό που εγκατάλειπε τότε την Κρήτη το σπίτι του στο καμαράκι μαζί με ένα αγρόκτημα στο μεγάλο λάκκο στο Γάζι.
Πέρα από αγροτικά δεν γνώριζε κάτι άλλο για να ασχοληθεί για να ζήσει την πολυμελή του οικογένεια.
Κάθε μέρα έκανε το δρομολόγιο με το μουλάρι και το κάρο από το καμαράκι για τον μεγάλο λάκκο να περιποιηθεί τα αμπέλια του και μόνο την Κυριακή την αφιέρωνε για την οικογένεια του και τον εαυτό του.
Φορώντας την πάντα φροντισμένη παραδοσιακή Κρητική στολή μετά την Λειτουργιά την Κυριακή του άρεσε να κατεβαίνει στο λιμάνι και να βλέπει από κοντά και να θαυμάζει τον επιβλητικό κούλε.
Μια Κυριακή λοιπόν τον βρήκε ο φωτογράφος του Αλικιώτη και τον φωτογράφησε πάνω στο κούλε.
Αργότερα όμως ο Μανδαλένης όταν ανακάλυψε ότι ο Αλικιώτης την φιγούρα του την έκανε ταχυδρομική κάρτα πήγε γεμάτος νεύρα στο μαγαζί του Αλικιώτη που βρισκόταν στα Λιοντάρια και του ζήτησε το λόγο υψώνοντας του την κατσούνα ”εγώ μωρέ Αλικιώτη δεν είμαι μαϊμούνι να με βλέπουν τα κοπέλια να γελούν” τούπε.
Ο Αλικιώτης του εξήγησε ότι δεν πρέπει να το βλέπει έτσι και ότι αντιθέτως είναι τιμητικό γι΄ αυτόν και τελικά μετά τα πολλά τον καταλάγιασε.
Όλα κυλούσαν ευτυχισμένα για τον Μανδαλένη, εν το μεταξύ ο πρωτότοκος γιός του ο Μανώλης σπουδάζει γιατρός στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 20.
Το 1928 θα είναι όμως η μαύρη χρονιά για τον Μανδαλένη, χάνει τη αγαπημένη του Κατερινιό σε ηλικία 39 χρονών από καρδιά.
Το πλήγμα γι΄αυτόν είναι μεγάλο, όμως δεν το βάζει κάτω και καταφέρνει να σπουδάσει και να αποκαταστήσει τα 6 του αγόρια.
Ο γιός του ο γιατρός ο Μανώλης θα γίνει διευθυντής στο Σανατόριο του Βενιζελείου στην φυματιολογική κλινική και στα Σπήλια θα ιδρύσει δική του φυματιολογική κληνική.
Αγωνίστηκε για 45 χρόνια στην ζωή χωρίς την αγαπημένη του Κατερινιό και κατάφερε μόνος του να βοηθήσει τους γιούς και να τους δει καταξιωμένους επιστήμονες και επιχειρηματίες στην κοινωνία του Ηρακλείου.
Απεβίωσε το Δεκέμβριο του 1963..Πληροφορίες παρμένες από την εγγονή του Κατερίνα Μανδαλενάκη-(Nikos Foukarakis)