Αναχωρώντας από την Κρήτη, την 7η Ιουλίου 1941, ο Στιούντεντ με τα υπολείμματα της Μεραρχίας των Αλεξιπτωτιστών, οι κάτοικοι των χωριών του κάμπου του Κερίτη και της Ρίζας, μετά τις εκτελέσεις του Ιουνίου, πίστεψαν ότι θα υπήρχε κάποιο ίχνος ανθρωπισμού στα νέα στρατεύματα που έφτασαν στην Κρήτη και ότι ο διάδοχος του Στιούντεντ, στρατηγός Αντρέ, θα ασχολούνταν με την αποκατάσταση των σχέσεων με τους Κρητικούς και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων. Σ’ αυτό συνέτεινε και η προπαγάνδα των λογής λογής φιλογερμανικών στοιχείων.
Το διάστημα από της 10ης έως τέλος Ιουλίου ο σκληρός και απάνθρωπος Αντρέ έκρυβε τις προθέσεις του, εξέδιδε διαταγές για ηρεμία και ασφάλεια στην Κρήτη για εφησυχασμό των κατοίκων. Βαθιά στο μυαλό του όμως έκρυβε τη δίψα για εκδίκηση για την πανωλεθρία των αλεξιπτωτιστών τους και δη από τη συμμετοχή πολιτών στη Μάχη της Κρήτης. Έστειλε, στον Αλικιανό, ταγματάρχη της Γκεστάπο, ο οποίος εγκαταστάθηκε φέρνοντας μαζί του κάποια φάρμακα και τρόφιμα παριστάνοντας το γιατρό με το όνομα Δρ. Μίλερ.
Ο Μίλερ άρχισε να προσεγγίζει τους κατοίκους των χωριών Αλικιανού, Βατολάκκου, Φουρνέ, Σκινέ, Κουφού, Αγιάς, μοιράζοντας φάρμακα και υποσχέσεις και ότι οι προθέσεις τους ήταν η ειρήνευση και η πρόοδος της περιοχής. Απώτερος σκοπός του ήταν να συντάξει κατηγορητήριο και να καταστήσει ενόχους τους πολίτες της περιοχής.
Στις 18 Ιουλίου 1941, η Επιτροπή Δημογεροντίας, με επικεφαλής τον επίσκοπο Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, έγινε δεκτή από το στρατηγό Αντρέ. Στο άκουσμα του αιτήματός τους «να σταματήσουν οι εκτελέσεις αθώων πολιτών», ο Αντρέ εξαγριωμένος τους απάντησε: «Χάσαμε πολλές χιλιάδες αλεξιπτωτιστές και, αν ζητάτε αμνηστία, είναι ακόμη πολύ νωρίς, γιατί οι συγγενείς των αλεξιπτωτιστών φωνάζουν εκδίκηση». Αμετάπειστος και χωρίς ίχνος κατανόησης για το δικαίωμα του κρητικού λαού να υπερασπιστεί την ελευθερία του, απέπεμψε την Επιτροπή με την υπενθύμιση της εκδίκησης για τους νεκρούς τους, αλλά και τη δυνατότητα εξεύρεσης λύσης, όπως στην άλλη Ελλάδα με την κυβέρνηση Τσολάκογλου.
Η στάση του Αντρέ, για την οποία ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής, η σύλληψη του Αλκιβιάδη Μαραγκουδάκη, σημαντικού μαχητή στη Μάχη του Κερίτη, δεν θορύβησαν αλλά ούτε και έπεισαν τους κατοίκους της περιοχής ότι ήταν δυνατόν να προβούν σε μαζικά αντίποινα, όπως με τις εκτελέσεις της 1ης Αυγούστου στον Κερίτη.
Ο Δρ. Μίλερ είχε πετύχει το σκοπό του. Αφού εφησύχασε τους κατοίκους, συνέλεξε τις πληροφορίες του και, στις 26 Ιουλίου, αφού συμπλήρωσε το φάκελο κατηγορίας εναντίον των πολιτών της περιφέρειας του Κερίτη και των χωριών της Ρίζας, με καταστάσεις ονομάτων κατά χωριό, τον παρέδωσε στη Γερμανική Διοίκηση.
Των εκτελέσεων της 1ης Αυγούστου 1941 είχε προηγηθεί η εκτέλεση των σκυλιών του Σκινέ. Στις 19 Ιουλίου, βράδυ, μετά την 11η ώρα, που είχε απαγορευτεί η κίνηση, ο Μίλερ προσπάθησε, με αρκετούς Γερμανούς στρατιώτες-ποδηλάτες, να κυκλώσει απαρατήρητα τον Σκινέ, προωθώντας τους στρατιώτες σε παρατηρητήρια εκτός οικισμού, ώστε στην τελική κύκλωση από ισχυρές δυνάμεις οι κάτοικοι να μην προλάβουν να διαφύγουν ακούγοντας το θόρυβο από τα αυτοκίνητα των Γερμανών. Το εγχείρημά του αυτό το πρόδωσαν τα σκυλιά, γι’ αυτό την επόμενη μέρα ζήτησε επειγόντως από τον πρόεδρο του χωριού, Ζαχαράκη Νικόλαο, άπαντες οι κάτοικοι να φέρουν τα σκυλιά στη θέση «Τσακίστρα» για εκτέλεση, διότι ήταν φορείς επικίνδυνης μολυσματικής ασθένειας. Η πρωτοφανής αυτή πράξη φανέρωσε τις προθέσεις τους.
Τα συμβάντα που εξιστορήθηκαν παραπάνω είχαν πείσει τους μαχητές της Μάχης του Κερίτη ότι θα επακολουθούσαν εκτελέσεις. Νωρίς τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 1ης Αυγούστου κατέφθασε στη διασταύρωση της Γέφυρας του Κερίτη ένα Τάγμα Πεζικού και ένα Τάγμα της 5ης Μεραρχίας Αλπινιστών. Από εκεί, πεζοί πλέον, περικύκλωσαν τα χωριά του κάμπου εξορμώντας και προς τα χωριά της Ρίζας. Έτσι, τις πρώτες πρωινές ώρες, μετά το σύνθημα εφόδου διά φωτοβολίδων, άρχισε το δράμα των κατοίκων, συλλήψεις αθώων πολιτών και μεταφορά τους στον Αλικιανό, στο έκτακτο στρατοδικείο που συνέστησαν για νομιμοφάνεια της πράξεώς τους. Όσους προσπάθησαν να διαφύγουν τους εκτέλεσαν επιτόπου. Συλλήψεις, εκτελέσεις πολιτών, από 17 έως 80 ετών, ακόμα και αναπήρων, αδιακρίτως και, όπως καταγράφηκε στη συνέχεια, οι περισσότεροι των εκτελεσθέντων δεν είχαν λάβει μέρος στη Μάχη. Προβάλλουν αντίσταση οι κάτοικοι του Σκινέ, σπεύδουν οι Γερμανοί να τους εξουδετερώσουν εγκαταλείποντας την ολοκλήρωση της κύκλωσης του χωριού, προλαβαίνουν ορισμένοι κάτοικοι να διαφύγουν.
Το αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν ο τραυματισμός ενός αξιωματικού και ενός στρατιώτη Γερμανού, αλλά οι δύο μαχητές Γεώργιος Δημητράκης και Εμμ. Κατζουράκης φονεύονται στη θέση «Λαγκός» ύστερα από σκληρή μάχη. Τα όπλα τους, ένα οπλοπολυβόλο και ένα τουφέκι γερμανικό, που κρατούσαν από τη Μάχη του Κερίτη, αποτέλεσαν στοιχεία καταδίκης, προσκομίζοντάς τα οι Γερμανοί στο τραπέζι του στρατοδικείου, πρώτα από όλα του προέδρου της Κοινότητας, που διαβεβαίωνε τον Δρ. Μίλερ ότι δεν υπήρχαν όπλα στον Σκινέ και ότι οι κάτοικοι ήταν φιλήσυχοι πολίτες.
Συλλαμβάνονται 32 κάτοικοι του Σκινέ· οκτώ (8) φονεύονται στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Η Γερμανική Διοίκηση, εξαγριωμένη για την αντίσταση που προέβαλαν οι κάτοικοι, και μάλιστα με γερμανικά όπλα, δίνει εντολή για την πυρπόληση των οικισμών του Σκινέ. Ομάδες στρατιωτών, εφοδιασμένοι με βενζίνη από αποθήκη βενζίνης στον Σκινέ (20 βαρέλια βενζίνης είχαν μεταφερθεί τις προηγούμενες ημέρες στην οικία του Ανεζάκη), περιέρχονταν στις γειτονιές του χωριού και κατέκαιγαν τα σπίτια.
Εικόνες δαντικής κολάσεως εκτυλίσσονταν μπροστά στα σπίτια, γυναίκες προσπαθούσαν να περισώσουν ορισμένα πράγματα βγάζοντάς τα έξω, όμως οι στρατιώτες τα γύριζαν μέσα χτυπώντας τις οδυρόμενες γυναίκες.
Καταγράφηκε όμως και η ανοχή ορισμένων στρατιωτών που περίμεναν να αδειάσουν τα σπίτια και μετά να τα πυρπολήσουν.
Σκηνές απίστευτης βαρβαρότητας διαδραματίστηκαν στην οικία του Ι. Δερμιτζάκη, στον οικισμό Μεσοκεφάλα, ο οποίος ήταν και ανάπηρος πολέμου. Κατάκοιτος όπως ήταν, τον περιέλουσαν με βενζίνη και τον έκαψαν.
Η Θεοδώρα Κατσιγαράκη, έγκυος 7 μηνών, προσπαθούσε να περισώσει κάποια ρούχα, τα έβγαζε έξω, οι στρατιώτες τα γύριζαν μέσα, διαπληκτίστηκε μαζί τους, την έσπρωξαν και αυτή μέσα, την περιέλουσαν με βενζίνη και έβαλαν φωτιά. Λαμπαδιασμένη από τις φλόγες έτρεξε προς τα έξω φωνάζοντας βοήθεια. Προσέτρεξαν οι γειτόνισσες και έσβησαν τη φωτιά από πάνω της. Είχε όμως φοβερά εγκαύματα. Βρήκαν ευτυχώς τρόπο οι κάτοικοι και την έστειλαν στο Νοσοκομείο Χανίων, όπου χαροπάλευε 40 ημέρες.
Το απόγευμα της 1ης Αυγούστου εκατοντάδες στήλες καπνού υψώνονταν από τον Σκινέ (250 περίπου οικίες πυρπολήθηκαν και 44 κάτοικοι εκτελέστηκαν). Ο θρήνος των γυναικόπαιδων που αναζητούσαν γονείς, συζύγους και αδέλφια συνέθεταν την εικόνα του Ολοκαυτώματος.
(Απόσπασμα από το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)