Συγγραφέας: Σταύρος Βέμμος*
Η σημασία του νερού για την ελιά
H ελιά είναι ένα δένδρο που προσαρμόζεται σε ξηροθερμικό και μεσογειακό κλίμα με αρκετά μεγάλη αντοχή στην ξηρασία, γεγονός που εξαρτάται και από την ποικιλία. Παρ’ όλα αυτά απαιτεί ένα ικανοποιητικό ύψος ετήσιων βροχοπτώσεων και καλά κατανεμημένων στις διάφορες εποχές για να έχει ικανοποιητική παραγωγή. Η σημασία του νερού στη φυσιολογία, ανάπτυξη και καρποφορία της ελιάς είναι πολύ μεγάλη και αποτελεί έναν απο τους βασικούς παράγοντες καρποφορίας και ποιότητας καρπών. Αυτό γιατί επηρεάζει τη φωτοσύνθεση, τη μεταφορά των θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος στα φύλλα και επομένως τη θρέψη του δένδρου. Επηρεάζει επίσης τη διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών (το πρώτο σημαντικό στάδιο για την καρποφορία), την ανθοφορία, την καρπόδεση και ανάπτυξη των καρπών καθώς και την ανάπτυξη της βλάστησης. Οι μειωμένες βροχοπτώσεις το χειμώνα και αρχές άνοιξης μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στο φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας.
Ανάγκες σε νερό της ελιάς για καλή ανάπτυξη και καρποφορία
Η ελιά αναπτύσσεται χωρίς πότισμα σε ξηροθερμικές περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση είναι πάνω από 200 χιλιοστά αλλά με μικρές αποδόσεις και έντονο το πρόβλημα της παρενιαυτοφορίας, ειδικά όταν η συνολική βροχόπτωση είναι κάτω από τα 400 χιλιοστά το χρόνο. Η ελιά απαιτεί 500-600 χιλιοστά/χρόνο ύψος βροχής με καλή κατανομή στις διάφορες εποχές του έτους για καλή ανάπτυξη και παραγωγή. Είναι γνωστό, μάλιστα, ότι οι αποδόσεις αυξάνονται γραμμικά με την αύξηση των ετήσιων βροχοπτώσεων από τα 200 χιλιοστά μέχρι και τα 800-1000 χιλιοστά.
Επομένως το πότισμα είναι απαραίτητο για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής όταν η ετήσια βροχόπτωση δεν υπερβαίνει τα 400 χιλιοστά. Συνήθως η εφαρμογή ποτισμάτων στην ελιά καλύπτει τους μήνες από Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο, ή ακόμη και Οκτώβριο, ανάλογα με τις πρώτες βροχοπτώσεις. Έχει αποδειχθεί ότι το πότισμα στις πιο πάνω περιοχές, και ειδικά το καλοκαίρι, είναι απαραίτητο για να έχουμε υψηλές αποδόσεις. Η ανάγκη ποτίσματος είναι μεγαλύτερη όταν η κατανομή των βροχοπτώσεων στο χρόνο δεν είναι ομοιόμορφη, καθώς και σε φτωχά εδάφη με μικρή υδατοϊκανότητα και πυκνές φυτείες ελιάς (25-40 δένδρα/στρέμμα). Εκτός του ετήσιου ύψους των βροχών, η κατανομή τους παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην παραγωγή. Ειδικά όταν η ξηρασία είναι παρατεταμένη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, εποχές που η εξάτμιση και διαπνοή από τα φύλλα των δένδρων είναι υψηλή λόγω των υψηλών θερμοκρασιών.
Τα κρίσιμα στάδια για την καρποφορία της ελιάς που η έλλειψη νερού μπορεί να μειώσει αισθητά την παραγωγή είναι:
- Το στάδιο της διαφοροποίησης των ανθοφόρων οφθαλμών από το φθινόπωρο μέχρι αρχές άνοιξης και ειδικότερα η περίοδος Φεβρουάριος – μέσα Μαρτίου. Η συνεχής ξηρασία την εποχή αυτή προκαλεί μείωση του αριθμού των ταξιανθιών, μειωμένη ανάπτυξη ταξιανθιών, μείωση αριθμού ανθέων ανά ταξιανθία και μείωση του ποσοστού των τέλειων ανθέων. Αποτέλεσμα των πιο πάνω επιδράσεων είναι η μείωση της επικονίασης/γονιμοποίησης, της καρπόδεσης και της καρποφορίας.
- Στάδιο ανθοφορίας – καρπόδεσης (Μέσα Απριλίου-Ιούνιος). Παρατεταμένη έλλειψη νερού την άνοιξη – αρχές καλοκαιριού μπορεί να προκαλέσει πύρωση του υπέρου (μαύρισμα), ανθόπτωση, μείωση καρπόδεσης και καρπόπτωση.
- Στάδιο ανάπτυξης των καρπών και κυρίως της τα- χείας αύξησης (Ιούλιος-Σεπτέμβριος). Συνθήκες έλλειψης νερού την άνοιξη και το καλοκαίρι προκαλούν μείωση της βλάστησης, η οποία με τη σειρά της μειώνει την παραγωγή της επόμενης χρονιάς, ενώ η έλλειψη νερού μπορεί να προκαλέσει και καρπόπτωση. Επιπροσθέτως, προκαλείται μείωση της ανάπτυξης του καρπού, συρρίκνωση, πρώιμη ωρίμανση, μείωση της σχέσης σάρκας/ πυρήνα με αποτέλεσμα τη μείωση της περιεκτικότητας των καρπών σε λάδι. Τέλος, αναφέρεται ότι η ξηρασία κατά τα τέλη καλοκαιριού-αρχές φθινοπώρου οψιμίζει την άνθηση της επόμενης άνοιξης και μειώνει το ποσοστό των τέλειων ανθέων λόγω μερικής φυλλόπτωσης και μείωσης της φωτοσύνθεσης.
Οι επιδράσεις της άρδευσης στη βλάστηση και καρποφορία
Πολύχρονα πειράματα έχουν δείξει ότι η άρδευση στα δύο πρώτα κρίσιμα στάδια (Φεβρουάριο-Ιούνιο), όταν η βροχόπτωση δεν είναι ικανοποιητική, αυξάνει το ποσο- στό διαφοροποίησης ανθοφόρων οφθαλμών, το μήκος της ετήσιας βλάστησης και της ρίζας, ενώ μειώνει την πρώιμη φυλλόπτωση. Η άρδευση μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των ανθοταξιών, τον αριθμό ανθέων/ταξιανθία και το ποσοστό των τέλειων ανθέων με αποτέλεσμα και την αύξηση της καρπόδεσης. Αυξάνει επίσης την παραγωγή του επόμενου χρόνου, το μέγεθος και το μέσο βάρος του καρπού. Θα πρέπει όμως να αποφεύγεται και η υπερβολική αρδευση στην άνθηση, γιατί μπορεί να προκαλέσει έλλειψη αζώτου, πτώση των ανθέων, μείωση της καρπόδεσης και της παραγωγής.
Η ικανοποιητική τροφοδοσία με νερό (βροχές ή άρδευση) στο στάδιο ταχείας ανάπτυξης του καρπού αυξάνει το μέγεθός του και τη σχέση σάρκας/πυρήνα και επομένως την περιεκτικότητα σε λάδι του καρπού. Μπορεί όμως να καθυστερήσει την ωρίμανση του καρπού και την αλλαγή του χρώματος.
Πειραματικά δεδομένα έδειξαν ότι το πότισμα ελιών όπου η ετήσια βροχόπτωση ήταν 400-500 χιλιοστά διπλασίασε την παραγωγή/στρέμμα (από 800 κιλά/στρέμμα σε 1600 κιλά/στρέμμα). Επομένως είναι καλό να μετράται με ειδικά όργανα το ποσό της βροχόπτωσης και ανάλογα να αποφασίζεται η ποσότητα του νερού άρδευσης και η συχνότητα των ποτισμάτων.
Απαιτήσεις σε νερό άρδευσης της ελιάς
Οι ποσότητες εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Οι κυριότεροι είναι το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων και η κατανομή τους στη διάρκεια του χρόνου που πρέπει να καταγράφονται. Η ποικιλία παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Γενικά οι επιτραπέζιες ποικιλίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις απο τις ελαιοποιήσιμες, αλλά και μεταξύ με- μονωμένων ποικιλιών υπάρχουν διαφορές. Ένας άλλος παράγοντας είναι το φορτίο των δένδρων, δηλαδή το συνολικό βάρος των καρπών που φέρει το κάθε δένδρο. Για παράδειγμα, τη χρονιά της κανονικής καρποφορίας οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες από τη χρονιά της ακαρπίας ή της μειωμένης καρποφορίας. Το έδαφος του ελαιώνα επηρεάζει σημαντικά τις απαιτούμενες ποσότητες νερού άρδευσης. Τα αμμώδη και πολύ αργιλώδη εδάφη έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις ενώ τα μέσης σύστασης και γό- νιμα εδάφη μικρότερες απαιτήσεις, γιατί μπορούν να συγκρατούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού.
Οι απαιτούμενες ποσότητες νερού εξαρτώνται και από τον τρόπο του ποτίσματος. Είναι αποδεδειγμένο σήμερα ότι το πότισμα με σταγόνες («σταγδην») είναι πολύ πιο οικονομικό σε σύγκριση με άλλους τρόπους ποτίσματος. Μάλιστα, αυτό του υπόγειου συστήματος με σταγόνες είναι ακόμη πιο οικονομικό και αν συνδυαστεί με υδρολίπανση επιφέρει και οικονομία στα λιπάσματα, ενώ αυξάνει και την αποτελεσματικότητα των λιπάνσεων. Αυτό γιατί το νερό και το λίπασμα πηγαίνει κοντά στο ριζικό σύστημα και αποφεύγονται απώλειες από εξάτμιση και τα ζιζάνια. Τέλος, όπως είναι φυσικό, οι ποσότητες του νερού άρδευσης εξαρτώνται από την εποχή και τις κλιματικές συνθήκες και κυρίως της θερμοκρασίας και σχετικής υγρασίας του αέρα. Ενδεικτικές τιμές για τις απαιτούμενες σε νερό άρδευσης στη διάρκεια του χρόνου φαίνονται στον πιο κάτω Πίνακα.
Ανάγκες σε νερό άρδευσης της ελιάς (λίτρα/δένδρο ανά ημέρα)
Μήνες του χρόνου
Σκοπός καλλιέργειας | Μάιος | Ιούν. | Ιούλ. | Αύγ. | Σεπτ. | Οκτ. |
Παραγωγή λαδιού | 30-40 | 40-50 | 50-60 | 50-60 | 40-60 | – |
Βρώσιμες ελιές | 40-50 | 70-80 | 80-100 | 80-100 | 60-70 | 50-60 |
Πηγή: Χαρτζουλάκης, 2019 (Η άρδευση των καλλιεργειών)
Σε κάθε περίπτωση οι ποσότητες αυτές πρέπει να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με το έδαφος, τις κλιματικές συνθήκες, τον τρόπο ποτίσματος και όλους τους παράγοντες που αναπτύχθηκαν πιο πάνω.
Συχνότητα ποτισμάτων
Η έναρξη των ποτισμάτων και η συχνότητά τους προσδιορίζονται με διάφορους τρόπους. Πρακτικά ξεκινά με την έναρξη μάρανσης των φύλλων στα πρώτα δένδρα το πρωί. Υπάρχουν όμως αρκετοί επιστημονικοί τρόποι προσδιορισμού όπως:
- H xρήση τενσιομέτρων που μετρούν την υγρασία του εδάφους (προαπαιτεί όμως ομοιομορφία του εδάφους).
- Ο προσδιορισμός της υδατικής κατάστασης του δένδρου που γίνεται είτε με τη μέτρηση του υδατικού δυναμικού των φύλλων (συσκευή pressure bomb την αυγή και το μεσημέρι) είτε με τη μέτρηση της στοματικής αγωγιμότητας ή αντίστασης των φύλλων. Ο τρόπος αυτός απαιτεί την ύπαρξη ειδικών και ακριβών οργάνων καθώς και ειδικές γνώσεις.
Τέλος, ο προγραμματισμός της άρδευσης με βάση τα εδαφοκλιματολογικά δεδομένα, όπως της θερμοκρασίας, της σχετικής υγρασίας της εξατμισοδιαπνοής, τον τρόπο ποτίσματος, τις ανάγκες της ποικιλίας, τον τύπο του εδάφους κ.λπ., αποτελεί σήμερα τον καλύτερο τρόπο προσδιορισμού της άρδευσης, που μπορεί ταυτόχρονα να εξοικονομήσει μέχρι και 30% νερό. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικών software που μπορεί να προμηθευτεί ένας παραγωγός και να λαμβάνει το σήμα για τον χρόνο άρδευσης μέσω του διαδικτύου με μήνυμα SMS στο κινητό του. Η μέθοδος αυτή είναι η πιο ακριβής, ήδη εφαρμόζεται πιλοτικά στην Κρήτη αλλά και σε άλλες περιοχές. Χρειάζεται όμως καλή ενημέρωση των παραγωγών στις νέες αυτές τεχνολογίες, αλλά και επέκταση της συγκέντρωσης των πιο πάνω δεδομένων σε όλες τις περιοχές της χώρας
Συστάσεις προς τους ελαιοπαραγωγούς
Το χειμερινό πότισμα ελιάς, ή ακόμη και τον Μάρτιο, είναι απαραίτητο όταν οι βροχοπτώσεις στο τέλος του χειμώνα δεν υπερβαίνουν τα 400-450 χιλιοστά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, μια παρατεταμένη ανομβρία τον Φεβρουάριο-Μάρτιο μπορεί να προκαλέσει σημαντική μείωση της ανθοφορίας και της παραγωγής της ελιάς. Για τους πιο πάνω λόγους η άρδευση (όπου υπάρχει διαθέσιμο νερό) είναι απαραίτητο να ξεκινήσει από τις αρχές Μαρτίου για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής.
Για τους ξηρικούς ελαιώνες συνιστάται να αποφεύγονται τα οργώματα και φρεζαρίσματα, ειδικά την άνοιξη που μειώνουν την υγρασία του εδάφους και την οργανική ουσία. Αντί αυτού πρέπει να εφαρμόζονται πρακτικές που αυξάνουν την οργανική ουσία του εδάφους και διατηρούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού στο έδαφος. Τέτοιες πρακτικές είναι η χρήση χορτοκοπτικών και καταστροφέων για τον έλεγχο των ζιζανίων, η οργανική λίπανση και γενικά πρακτικές που βοηθούν στη διατήρηση μεγαλύτερου ποσοστού υγρασίας στο έδαφος. Η δημιουργία επιστρωμμάτων στο έδαφος με την αποφυγή καψίματος των κλαδιών, τον θρυμματισμό τους και τον διασκορπισμό στο έδαφος του ελαιώνα βοηθούν στη συγκράτηση υγρασίας στο έδαφος. Οι πρακτικές αυτές καλό είναι να εφαρμόζονται και στους ποτιστικούς ελαιώνες για τη μείωση των απαιτούμενων ποσοτήτων νερού για πότισμα.
*Ο κ. Σταύρος Βέμμος είναι ομότιμος καθηγητής Δενδροκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: olivenews.gr