Του Γιώργου Μυσιρλάκη
«Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, ξαρμάτωτη την ήβρηκες και λείπαν τα παιδιά της. Στα ξένα επολεμούσανε πάνω στην Αλβανία, μα πάλι πολεμήσανε…».
Το παραπάνω ριζίτικο δίνει τη διάσταση της ηρωικής Μάχης της Κρήτης μιας και η κρητική μεραρχία (18.500 άνδρες) είχε σταλεί στην Αλβανία απ’ όπου μετά την οπισθοχώρηση δεν μπορούσε να επιστρέψει στο νησί. Οι Βρετανοί, πέρα από την πλημμελή αμυντική οργάνωση της Κρήτης, όπως έχει τονισθεί από ιστορικούς, δεν τήρησαν την υπόσχεση για εξοπλισμό των Κρητών ανταρτών, ούτε και τη δημιουργία Πολιτοφυλακής. Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί πως λίγα χρόνια πριν, το 1938, ο δικτάτορας Μεταξάς είχε προχωρήσει στον αφοπλισμό των Κρητών, λόγω της εξέγερσης που είχε σημειωθεί στο νησί εναντίον του καθεστώτος. Έτσι, οι Κρητικοί, άοπλοι, με ό,τι έβρισκαν, μαχαίρια, φτυάρια, τσουγκράνες αμύνθηκαν κατά των εισβολέων σε ολόκληρο το νησί, γράφοντας χρυσές σελίδες στην ιστορία.
Οι βομβαρδισμοί, η πτώση των αλεξιπτωτιστών οι μάχες, ο άνισος αγώνας, τα σαμποτάζ έχουν κατά καιρούς περιγραφεί από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων που σήμερα έχουν «φύγει» από τη ζωή.
«Μάς έριξαν χειροβομβίδα μέσα στο καταφύγιο»
Τον βομβαρδισμό της πόλης του Ηρακλείου, που τον έζησε σε ηλικία μόλις 8 χρόνων, θυμάται η Γεωργία Παύλου και φέρνει στη μνήμη της την ώρα που πήγαιναν στο καταφύγιο, όταν οι Γερμανοί έριξαν μέσα σε αυτό μια χειροβομβίδα και τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν.
«Η μητέρα μου», λέει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «δούλευε στο σταφιδεργοστάσιο του Τάλως και εμείς παίζαμε εκεί με άλλα παιδιά όταν ακούσαμε τους βόμβους των γερμανικών αεροπλάνων και μας πήραν όπως ήμασταν για να πάμε σ’ ένα καταφύγιο στην περιοχή.
«Καθώς συνεχιζόταν ο βομβαρδισμός, και ακολούθησαν οι αλεξιπτωτιστές» συμπληρώνει, «μπήκαμε στο καταφύγιο και αργότερα ένας Γερμανός μάς εντόπισε και εμφανίζεται στην είσοδο του ρίχνοντας μια χειροβομβίδα. Ευτυχώς, ένας από τους σταφιδεργάτες παίρνει τη χειροβομβίδα την πετά έξω απ’ αυτό και τραυματίσθηκε στο πρόσωπο. Και πάλι καλά που δεν σκοτώθηκε ο Γερμανός γιατί θα ήταν κακό το τέλος μας».
Η ίδια θυμάται ακόμη πως στου Κωνσταντινίδη -το εργοστάσιο σταφίδας- εργαζόταν ο πατέρας της και γύρω απ’ αυτό ήταν ελληνικός στρατός. Όταν ο πατέρας της με άλλους εργαζόμενους είχαν ακούσει πως στην περιοχή του Τάλως είχαν πέσει οι Γερμανοί και χτύπησαν τους Ηρακλειώτες, ήθελε να φύγει, να πάει να μάθει τι είχε απογίνει η οικογένειά του αλλά δεν τον άφησαν οι στρατιώτες που πήγαν οι ίδιοι για να διαπιστώσουν τελικά πως ευτυχώς, δεν τους είχαν χτυπήσει.
Στη θύμηση της έρχεται ακόμη η σημερινή οδός Μίνωας στην οποία υπήρχε μια ράγα που μετέφερε υλικά με ένα βαγόνι από το λατομείο και η ράγα περνούσε από ένα γεφυράκι το οποίο βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε, σαν να ‘ναι τώρα, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ακόμη η κ. Παύλου θυμάται πως στην περιοχή της Ηλεκτρικής, της Εφόδου, της Πλαστήρα και πάνω στα τείχη που υπήρχαν οι στρατώνες βομβάρδιζαν συνεχώς οι Γερμανοί.
Στο νου της έρχονται ακόμη οι στιγμές που έφυγαν από το Ηράκλειο για να πάνε προς τη Αγία Ειρήνη στα Σπήλια και από κει έφυγαν για Σίλαμο και αϊ Βλάσση όπου έμειναν μερικές ημέρες βλέποντας σε πολλά σημεία της διαδρομής σκοτωμένους αλεξιπτωτιστές και τα αλεξίπτωτα πάνω σε δένδρα.
«Οι τράγοι βγαίνουν, μπουν στα αμπέλια»
Νωπές είναι οι αναμνήσεις από τη γερμανική εισβολή τους βομβαρδισμούς και την αντίσταση του Σάββα Στρατάκη 92 χρόνων σήμερα γνωστού επιπλοξυλουργού του Ηρακλείου και επί σειρά ετών προέδρου των Επαγγελαματοβιοτεχνών.
«Εμείς είμαστε στα Ανώγεια όταν μάθαμε πως έρχονταν οι Γερμανοί με τα αεροπλάνα για να βομβαρδίσουν και να καταλάβουν την Κρήτη. Όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός του Ηρακλείου τον ακούγαμε από τα Ανώγεια, δηλαδή ακουγόταν ένα βουητό ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που φαινόταν από μακριά και καπνός από τις καταστροφές που είχαν προξενήσει» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Επίσης, θυμάται ότι πολλοί από τα Ανώγεια, σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ αυτόν κατέβηκαν στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο για να πολεμήσουν μόλις έμαθαν τι γινόταν.
«Τότε δεν υπήρχε οργάνωση και όλοι πήγαιναν αυτόβουλα για να πολεμήσουν εκτός από τους στρατιώτες , τους Άγγλους και τους Νεοζηλανδούς που έτρεχαν για αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς γιατί -προσθέτει ο κ. Στρατάκης- όταν τελείωσε ο αλβανικός πόλεμος δεν άφησαν τον στρατό να επιστρέψει στην Κρήτη που αν βρισκόταν εδώ, τότε θα ήταν αλλιώς τα πράγματα».
«Έτσι, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όταν άρχισαν να πέφτουν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ελάχιστοι ήταν οι στρατιώτες που βρίσκονταν στην Κρήτη και αυτοί ήταν εκείνοι που είχαν τραυματισθεί. Ο κόσμος όμως κατέβηκε με ό,τι είχε απ’ τα χωριά και τις πόλεις για να τους αντιμετωπίσει ενώ δεν υπήρχαν όπλα. Έτσι με τσουγκράνες, σκαπέτια, σκαλίδια, παλάμες, τούς αντιμετώπισαν».
Ακόμη θυμάται πως, ύστερα από τους βομβαρδισμούς, που επέστρεψε στο Ηράκλειο, η πόλη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές.
«Να σκεφτείτε ότι εκεί που σήμερα είναι ο δρόμος της παλιάς τροχαίας, σημερινή οδός Ταγματάρχου Τζουλάκη, ήταν όλα σπίτια τα οποία καταστράφηκαν» λέει ενώ προσθέτει: «την ώρα που περπατούσες σε συλλαμβάνανε οι Γερμανοί για να σε στείλουν για αγγαρεία. Μάλιστα ο ίδιος θυμάται πως είχε πάει δυο φορές στο Τυμπάκι για αγγαρεία 17 και 18 χρόνων».
Ο ίδιος αναφέρεται στην Αντίσταση, τη συμμετοχή του σ’ αυτή και στην ανωγειανή ομάδα με τον αρχηγό τον Χριστομιχάλη τον Ξυλούρη
Ακόμη θυμάται όταν οι Γερμανοί είχαν πάει στα Ανώγεια μαζί με τους δοσίλογους με τις κουκούλες που έδειχναν με το δάχτυλο τους 13 πατριώτες μεταξύ αυτών και τον Στεφανογιαννη, όπως μάς λέει.
Επίσης, ο Σάββας Στρατάκης κάνει αναφορά σε συνθηματικά που χρησιμοποιούσαν και λέει στο ΑΠΕ -ΜΠΕ «Είχαμε ομάδες και μια απ’ αυτές “οι σκοποί”, μάθαμε πως θα έρχονταν οι Γερμανοί στ’ Ανώγεια. Βάλαμε λοιπόν “σκοπούς” στο Γαράζο και στα Σείσαρχα και είχε αποφασισθεί όταν θα έβλεπαν τους Γερμανούς με τα αυτοκίνητα να φωνάξουν: “Οι τράγοι βγαίνουν, μπουν στα αμπέλια”».
«Έτσι και έγινε, και κατά τις 9 το πρωί, στις 12 Αυγούστου πρόβαλε ένας από το μετόχι Τζελιβάδα και μάς φώναξε: “Ε! χωριανοί οι τράγοι βγαίνουν να μπαίνουνε στα αμπέλια”. Έτσι, πήγαμε στο χωριό -εγώ ήμουν στην ομάδα των ενόπλων- και μαζευτήκαμε όλοι ενώ οι αρχηγοί αποφάσισαν να φύγουμε από το χωριό. Τότε έμειναν στο χωριό μόνο 73 άτομα, γέροι και γυναίκες, που δεν μπορούσαν να φύγουν». Και στη συνέχεια αναφέρεται στο ολοκαύτωμα των Ανωγείων στις 13 Αυγούστου που αφού έμπαιναν στα σπίτια άρπαζαν υφαντά και άλλα αντικείμενα και στη συνέχεια έβαζαν φωτιά καταστρέφοντάς τα «και να φανταστείτε ότι τα τζάμια είχαν διπλώσει ενώ έβαζαν δυναμίτες στους ροκούνους για να ισοπεδωθούν τα πάντα…»
Ιδιαίτερες αναφορές κάνει επίσης, στην Αντίσταση και τη συμμετοχή του σ’ αυτήν και στο σαμποτάζ της Δαμάστας ενθυμούμενος αυτούς που πήραν μέρος σ’ αυτό και την ηρωική πράξη τους.
Επίσης, παρά την ηλικία του θυμάται κατά λέξη τη διαταγή του τότε Γερμανού διοικητή της Κρήτης, στρατηγού Μύλλερ, για την πλήρη καταστροφή των Ανωγείων, λέγοντας:
«Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι το κέντρο της αγγλικής κατασκοπείας,
Επειδή οι κάτοικοι των Ανωγείων διέπραξαν τον φόνο του επιλοχία διοικητού του φυλακίου Γενί Γκαβέ.
Επειδή οι κάτοικοι των Ανωγείων διέπραξαν το σαμποτάζ της Δαμάστας.
Επειδή οι αντάρτες κάθε προέλευσης, βρίσκουν καταφύγιο και προστασία στα Ανώγεια
Επειδή μέσω Ανωγείων διεπράχθη η απαγωγή του στρατηγού Φον Κράιπε
Διατάσσομεν
Την πλήρη καταστροφή της πόλης και την εκτέλεση οιουδήποτε άρρενος κατοίκου που θα τύχει να βρεθεί μέσα στην πόλη και γύρω χίλια μέτρα πέριξ αυτής
Ι Μύλλερ»
«Ο περιπτεράς με τα σαλβάρια έξω από τη Χανιώπορτα πυροβολούσε τους αλεξιπτωτιστές και λίγο μετά τον “γάζωσαν”»
Τη δική του εμπειρία απ’ τον βομβαρδισμό και την πτώση των αλεξιπτωτιστών στο Ηράκλειο περιγράφει στο ΑΠΕ -ΜΠΕ ο Γιάννης Βίγλας συνταξιούχος καφετζής σήμερα, 85 χρόνων.
«Όταν έπεσαν οι Γερμανοί βρισκόμαστε σ’ ένα αμπέλι στην περιοχή του άι Γιάννη του Χωστού λίγο έξω από το Ηράκλειο για να μαζέψαμε αμπελόφυλλα και βλέπαμε δεξιά και αριστερά να πέφτουν αλεξιπτωτιστές».
«Την ίδια μέρα» συνεχίζει ο κ. Βίγλας «ο πατέρας μου μάς πήρε για να πάμε και να προστατευθούμε στον Άγιο Θωμά πράγμα που έγινε μιας και φύγαμε από τον άι Γιάννη με τα πόδια. Σε όλη τη διαδρομή βλέπαμε Γερμανούς αλεξιπτωτιστές κρεμασμένους σε δένδρα, άλλους σκοτωμένους και άλλους να έχουν καταφέρει να πέσουν χωρίς να πάθουν τίποτα και με νοήματα να συνεννοούνται μεταξύ τους και να κάνουν σχηματισμούς “πουλιών” όπου συγκεντρωνόταν για να προχωρήσουν.
Έξω από την είσοδο του σημερινού σταδίου στη Χανιώπορτα υπήρχε ένα περίπτερο και ο περιπτεράς που φορούσε σαλβάρια και με το που έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές άρχισε να πυροβολεί μέσα από το περίπτερο. Εντοπίζοντας οι Γερμανοί τις απώλειες τους τον γάζωσαν και τον σκότωσαν» μας λέει.
Ακόμη ο ίδιος συμπληρώνει πως «όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός πήγαν οι Γερμανοί να χτυπήσουν το εργοστάσιο της ηλεκτρικής αλλά αστόχησαν και οι βόμβες έπεσαν στην Ξύλινη Ντάμπια και η πόλη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές αφού είχαν ισοπεδωθεί κτίρια και σπίτια που τα είδαμε όταν πια είχαμε επιστρέψει από τον Άγιο Θωμά».
Επίσης, θυμάται τη νηοπομπή με το υποβρύχιο Παπανικολής που ήταν κοντά στον Καράβολα και πως είχαν βουλιάξει τρία γερμανικά πλοία.
Τέλος, κάνει αναφορά στο σύνταγμα στη Χανιώπορτα και θυμάται ένα τραγούδι που έλεγαν οι Έλληνες φαντάροι: «Σαν πεθάνω μες τη μάχη στου πολέμου τη φωτιά, θάψετε με φανταράκια για τη λευτεριά».
Βλέπαμε καπνούς και οι σκόνες που «σηκωνόταν» απ’ τον βομβαρδισμό
«Μπορεί να ήμουν μικρός όμως θυμάμαι πώς ζήσαμε τον βομβαρδισμό του Ηρακλείου από τον Άγιο Μύρωνα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας του Αγίου Μύρωνα Γιάννης Φραγκιαδάκης.
«Όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός του Ηρακλείου φύγαμε από το σπίτι μας στο χωριό τον Άγιο Μύρωνα, 18 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, και πήγαμε στο Λιβάδι. Εκεί, θυμάμαι είχαν μαζευτεί και άλλοι χωριανοί από τη γειτονιά της Αομπαδένας και βλέπαμε τα γερμανικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από το Ηράκλειο και από τις γύρω περιοχές και να βομβαρδίζουν ανηλεώς.
Τις βόμβες δεν μπορούσαμε να τις διακρίνομε συμπληρώνει ο κ. Φραγκιαδάκης αλλά φαίνονταν οι καπνοί και οι σκόνες που σήκωναν, ενώ στην αρχή είδαμε και αλεξιπτωτιστές όχι όμως ιδιαίτερα πολλούς».
«Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτές τις εικόνες», προσθέτει πως όπως έμαθε μετά, ύστερα από τη γερμανική επίθεση «Αγιομυριανοί που δεν είχαν πάει στην Αλβανία και κάποιοι που είχαν επιστρέψει από κει, πήγαν στην αστυνομία του χωριού και πήραν όπλα που είχε αρνηθεί να τούς δώσει ο διοικητής».
«Τα όπλα πήρε τότε ο Μύρων Κυριακάκης μαζί με άλλους, συγκεντρώθηκαν ακόμη και όσα όπλα υπήρχαν από σπίτια και κατέβηκε πολύς κόσμος για να πολεμήσει τους αλεξιπτωτιστές, πηγαίνοντας στον τομέα κοντά στον Εσταυρωμένο και το Μετόχι που τον ήλεγχε σαν διοικητής ο δικός μας Βαγγέλης Χαιρέτης» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Μάλιστα την πρώτη ημέρα» συμπληρώνει ο Γιάννης Φραγιαδάκης «στην περιοχή πιο κάτω από το σημερινό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο σκοτώθηκε ο Γιώργης Μαγκουσάκης, ενώ τη δεύτερη ημέρα σκοτώθηκε αριστερά σε μια απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων από το ΠΑΓΝΗ ο Ανδρέας Κοτσιφός που είχε μπει μέσα σε μια βάγκα και πυροβολούσε τους Γερμανούς».
Επίσης, προσθέτει ότι σκότωσαν και τον αδελφό του, τον Μανώλη Κοτσιφό κοντά στο εργοστάσιο της ηλεκτρικής ενώ «σκοτώθηκε ακόμη ένας, ο Χρόνης που μού διαφεύγει το επίθετο του» όπως μάς λέει, κάνοντας παράλληλα αναφορές στη θυσία του Ταγματάρχη Τζουλάκη από τον Άγιο Μύρωνα που έπεσε στο Μεϊντάνι.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ