Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καὶ Εὐμένιος κατάγονταν ἀπὸ τὰ Πιτσίδια Πυργιωτίσσης καὶ ἦταν τέκνα τῆς εὐλογημένης συζυγίας τοῦ Χαρίτωνος καὶ τῆς Μαρίας Χαριτάκη. Ἀπὸ τὴ μικρή τους ἡλικία ἀποκαλύφθηκε ἡ μοναχική τους κλίση μὲ διάφορα θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ βίωσαν.
Ὁ Παρθένιος γεννήθηκε τὸ 1829 καὶ ἔλαβε τὸ κοσμικὸ ὄνομα Νικόλαος, ἐνῶ μερικὰ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1846 γεννήθηκε καὶ ὁ Εὐμένιος, κατὰ κόσμον Ἐμμανουήλ. Ὁ Νικόλαος ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία ἀπὸ μικρὸς καὶ ἀποστρεφόταν τὰ παιχνίδια, ἐνῶ τηροῦσε ὅλες τὶς καθορισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡμέρες νηστείας.
Δὲν ἐντρύφησε στὰ γράμματα σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν μικρὸ ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος διδάχθηκε ἀπὸ κάποιον δάσκαλο τοῦ χωριοῦ του.
Τὸ 1856 ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ ὁ πατέρας τους καὶ τότε ἄρχιζαν νὰ ἑτοιμάζονται γιὰ νὰ ἀναχωρήσουν καὶ ἐκεῖνοι νὰ ἀκολουθήσουν τὸ μοναχικὸ βίο. Μέχρι τὴν ἀναχώρησή τους μεσολάβησαν ἀρκετὰ θαύματα· ἄλλωστε ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία ὁ μικρός Νικόλαος, εἶχε γευθεῖ τὴν παρουσία καὶ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου πολὺ ἔντονα στὴ ζωή του. Τὸ πρῶτο θαῦμα συνέβη ὅταν μικρὸ παιδί, ἔπεσε σὲ ἕνα βαθὺ πηγάδι. Ἔτρεξαν τότε οἱ κάτοικοι νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ ἐκεῖ πιστεύοντας ὅτι θὰ βγάλουν τὸ παιδὶ νεκρό. Ὁ Νικόλας ὅμως δὲν εἶχε πάθει ἀπολύτως τίποτα καὶ ὅλοι θαύμασαν τὸ γεγονός.
Τὸ δεύτερο θαῦμα ἦταν ἡ πληροφορία ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅτι τὸ καράβι ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ταξιδέψει θὰ βυθιζόταν. Ὁ ἀνάδοχός του ἤθελε νὰ πάρει μαζὶ τὸν Νικόλαο γιὰ νὰ τὸν κάνει ναυτικό. Ὁ Νικόλας ὅμως ἐπιθυμοῦσε τὸν μονήρη βίο καὶ γι’ αὐτὸ βρῆκε μία δικαιολογία γιὰ νὰ μὴν ταξιδέψει καὶ ἐξαφανίστηκε. Τὸ τρίτο καὶ καθοριστικὸ θαῦμα που ώθησε την μητέρα τοὺς νὰ δώσει τὴν εὐχή της γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸ μοναχικὸ βίο ἦταν τὸ ἑξῆς: Ἡ μητέρα ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀνάψουν τὸ φοῦρνο γιὰ νὰ ψήσει τὰ ψωμιά. Ὁ Νικόλαος δὲν τὸν ἄναψε καὶ στὸ παράπονο τῆς μητέρας τοῦ ἀπάντησε: « Γιὰ νὰ δεῖς μάνα πὼς ἐμᾶς τὰ δυὸ παιδιά σου ὁ Θεὸς θέλει νὰ γίνουμε μοναχοί, νὰ βάλεις τὰ ψωμιὰ στὸ φοῦρνο χωρὶς νὰ τὸν ἀνάψουμε, χωρὶς φωτιά». Πραγματικὰ ἔτσι ἔγινε καὶ Ὤ! τοῦ θαύματος τὰ ψωμιὰ ψήθηκαν, ἡ μητέρα θαύμασε Δόξασε τὸ Θεὸ ποὺ κατέστησε τὰ δυὸ τέκνα τῆς σκεῦος ἐκλογῆς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ξεκινοῦν λοιπὸν τὸ 1858 γιὰ τὴν Ὁδηγήτρια, ὅπου μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια δοκιμασίας ὁ Νικόλαος κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Νέστωρ, στὶς 27 Αὐγούστου 1862. Ἔπειτα ἀπὸ 7 χρόνια δοκιμασίας, τὸ 1865 γίνεται μοναχὸς καὶ ὁ Ἐμμανουήλ, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Μεθόδιος.
Ὁ Νέστωρ ἀσκοῦσε τελεία ὑπακοὴ μέσα στὸ μοναστήρι, λειτουργώντας ὡς παράδειγμα γιὰ τὸν μικρὸ ἀδελφὸ τοῦ Μεθόδιο. Ἐστάλη ἀργότερα ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς, στὸν σπηλαιώδη Ναὸ τοῦ Μαρτσάλου. Ἐκεῖ ἀσχολήθηκε μὲ τὸν Ναὸ καὶ ἔχτισε κελιὰ ἀλλὰ καὶ μία δεξαμενὴ γιὰ τὴ συλλογὴ νεροῦ. Ὁ Νέστωρ χρειαζόταν βοήθεια, γι’ αὐτὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο νὰ δώση εὐλογία νὰ μεταβεῖ καὶ ὁ ἀδελφός του κοντά του.
Τὰ δυὸ ἀδέλφια στὸ Μάρτσαλο ἐφάρμοζαν αὐστηρὸ πρόγραμμα ἀσκήσεως αλλά γιὰ λίγο καιρὸ ἔζησαν μέσα στὴν ἡσυχία, διότι σύντομα μαθεύτηκε ἡ ἀρετή τους καὶ τὰ πλήθη συνέρρεαν γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή τους. Λίγο ἀργότερα κηρύχθηκε ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1866 καὶ οἱ Τοῦρκοι προέβησαν σὲ λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι καὶ τὸ Μάρτσαλο, ὅπου κατέστρεψαν ἀκόμη καὶ τὶς εἰκόνες τῆς ἐκκλησίας. Μετὰ τὴν καταστροφή, τὰ δυὸ ἀδέλφια ἀποκατέστησαν τὶς ζημιὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Γεράσιμο νὰ τοὺς κείρει Μεγαλόσχημους μοναχούς. Ὁ ἡγούμενος πῆγε στὸ Μάρτσαλο καὶ τοὺς ἔκειρε Μεγαλόσχημους.
Τότε ὁ Νέστωρ ὀνομάστηκε Παρθένιος καὶ ὁ Μεθόδιος Εὐμένιος. Οἱ δυὸ ἀδελφοὶ αύξησαν τους ασκητικούς αγώνες τους, ευαρεστώντας τον Κύριο. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος φοροῦσε ἁλυσίδες κατάσαρκα καὶ τρίχινο ράσο ἀκόμη καὶ τοὺς θερινοὺς μῆνες. Τὸ 1868 ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτονεῖ σὲ Διάκονο τὸν Εὐμένιο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁδηγήτριας καὶ τὸ 1870 ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας τὸν χειροτονεῖ Πρεσβύτερο. Δίπλα του πάντα ο μοναχός Παρθένιος ο Αββάς του, το στήριγμα της ζωής του.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο διάστημα, ἀνέλαβε ἡγούμενος τῆς μονῆς ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἔβλεπε θετικὰ τὴν προσέλευση τοῦ κόσμου στὸ Μάρτσαλο καὶ ἄρχισε νὰ δημιουργεῖ προβλήματα στὰ δυὸ ἀδέλφια τὰ ὁποῖα ἔπειτα ἀπὸ πλείστους ὀνειδισμοὺς ἀποχώρησαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι τὸ 1874 καὶ βρέθηκαν ἔπειτα ἀπὸ τετραετῆ περιπλάνηση στα σπήλαια των Αστερουσιών στὸν Κουδουμά.
Στὶς σπηλιὲς τῶν Ἀστερουσίων ὀρέων στὶς ὁποῖες περιπλανήθηκαν, δέχονταν ἐλεημοσύνη ἀπὸ βοσκοὺς τῆς περιοχῆς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ψαράδες. Στὴν περιοχὴ μάλιστα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου βρῆκαν τὸν γέροντα Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε ἐκεῖ.
Επειδὴ ὅμως ἀπὸ τὴν προσέλευση τῶν μαθητῶν τοῦ Γερασίμου, δὲν ὑπῆρχε ἡσυχία, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀποχώρησαν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ. Βρέθηκαν στὸ μεγάλο σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅπου ὑπῆρχε πόσιμο νερὸ σὲ στέρνες φτιαγμένες ἀπὸ παλαιότερους ἀναχωρητές. Ἡ παραμονὴ τοὺς ἦταν μικρὴ εκεί λόγω τῆς μεγάλης ὑγρασίας τοῦ σπηλαίου. Κατόπιν προχώρησαν ἀνατολικὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Κουδουμᾶ Ἐκεῖ σὲ ἀπόκρημνο σπήλαιο μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων μὲ μεγαλύτερο ζῆλο ζητούσαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ ἐκεῖ ἡ Παναγία μας τοὺς ἐπιφύλασσε μία μεγάλη εὐλογία.
Στὸν τόπο τοῦ Κουδουμᾶ ὑπῆρχε ἀπὸ αἰῶνες τὸ ἐγκαταλειμμένο Μοναστήρι της. Ἀσκητὲς καὶ ἐρημίτες τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων ὅπως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης εἶχαν ἐκεῖ προσφέρει τὴ ζωὴ τοὺς ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐπιθυμία τῶν δυὸ ἀδελφῶν ἦταν μεγάλη, νὰ γίνει τὸ παλιὸ ἐρημικὸ μοναστήρι, μία νέα παλαίστρα πνευματικῶν ἀγώνων.
Ὁ τόπος ἦταν ἄγριος, ἀκατοίκητος καὶ τὸ κτίσιμο ἐνὸς μοναστηριοῦ φάνταζε ἀδύνατο, μέσα ὅμως στὰ χαλάσματα τοῦ ἐρημωμένου Ναοῦ ὁ Ὅσιος Παρθένιος ὡς ἄλλος Μωυσῆς εἶδε καὶ συνομίλησε μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἡ ὁποία τὸν πρόσταξε λέγοντας: «.. μεῖνε ἐδῶ νὰ ἱδρύσεις Μονύδριον νὰ ἐκτελεῖτε τὰ τῆς μοναδικῆς πολιτείας καθήκοντα καὶ τὴν τάξιν τῆς ἀκολουθίας σώαν καὶ μὴ φοβοῦ διότι Ἐγὼ θὰ εἶμαι οἰκονόμος». Ἔτσι μὲ τὴν προτροπὴ τῆς Παναγίας εἰσέρχονται εἰς ἕνα μεγάλο ἀγώνα γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ.
Ἄρχισαν νὰ κτίζουν τὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε παρὰ λίγο παλαιὸ τεῖχος στὴν Ἐκκλησία ὅπως ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ἀναφέρει στὸν Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Βασίλειο στίς 08/10/1915 λέγοντας «…ἱδρύσαμε ἐκ βάθρων τὴν Μονὴν, μὴ ἔχων τότε εἰμὴ ὀλίγον τεῖχος παλαιὸν ἐν τὴ ἐκκλησία…». Ἔτσι ἔφτιαξαν ἕνα μικρὸ τμῆμα τοῦ σημερινοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας ἐξυπηρετούμενοι σ’ αὐτὸν στὶς Ἀκολουθίες καὶ στὶς καθημερινὲς θεῖες Λειτουργίες τους καὶ διαμένοντες οἱ ἴδιοι εἰς ἕνα σπήλαιο παραπλεύρως τοῦ Ναοῦ. Τὰ δυὸ ἀδέρφια δὲν εἶχαν καθόλου χρήματα, ἀλλὰ τελικὰ ὁ κόσμος στὴν περιοχὴ ὑποστήριξε μὲ κάθε τρόπο τοὺς μοναχούς, ποὺ εἶχαν γίνει γνωστοὶ γιὰ τὴν ἁγιότητά τους καὶ τὰ θαύματα ποὺ πραγματοποιοῦσαν. Κατὰ θαυμαστὸ τρόπο βρῆκαν νερὸ καὶ ἄνοιξαν πηγάδι γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦνται οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἐργάτες τῆς Μονῆς.
Ἀργότερα μὲ τὴν προσέλευση μοναχῶν μεγάλωσαν τὸ Ναὸ τῆς Παναγίας ὁ ὁποῖος χτίστηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Τὸ κτίσιμο Ναοῦ στὸν ἔρημο τόπο τοῦ Κουδουμᾶ ἦταν πολὺ δύσκολο ἐγχείρημα, γιατί τὰ πετρώματα ἦταν ἀκατάλληλα αλλά καὶ ἡ ἐπεξεργασία τους, τὸ πελέκημά τους ἀπὸ τοὺς μάστορες, μὲ τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἐποχῆς, καταστοῦσαν ἀκόμη πιὸ αδύνατη τὴν ὑλοποίηση τοῦ εὐλογημένου ἔργου τους. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ κτίστες ἀποφάσισαν νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴ μονὴ χωρὶς νὰ τελειώσουν τὸ ἔργο. Οἱ Ὅσιοι Πατέρες ὅμως τοὺς παρακάλεσαν νὰ μείνουν γιὰ μία νύχτα ἀκόμη.
Ἐκείνη τὴ νύχτα οἱ Πατέρες ἀφιερώθηκαν με θερμή προσευχὴ στὴν Παναγία καὶ Ἐκείνη μὲ τὶς Πρεσβεῖες της στὸν Κύριο ἔκανε τὸ θαῦμα! Τὸ πρωὶ εἶχαν βγεῖ ἀπὸ τὴ θάλασσα λαξευμένες πέτρες, ἕτοιμες γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ὁλοκληρώθηκε τὸ 1895. Ὁ Ναὸς λέγεται καὶ Θεόκτιστος ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ θαύματος. Οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἐπιδοθῆκαν σὲ μεγάλα ἀσκητικὰ παλαίσματα· δυὸ μόνο ὧρες κοιμόντουσαν καὶ αὐτές πάνω σὲ ἕνα χορταρένιο ψαθὶ καὶ σὲ ἕνα πέτρινο προσκέφαλο, τὰ σώματά τους ἦταν σκελετωμένα ἀπὸ τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πολύμοχθη ἐργασία γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Μονῆς. Δὲν ἔτρωγαν ποτὲ κρέας καὶ εἶχαν μόνο ἕνα τρίχινο ράσο, τὸ ὁποῖο ἔπλεναν μιὰ φορᾶ τὸ χρόνο στὴν θάλασσα καὶ μόνο οἱ ἴδιοι.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος ἦταν πολὺ αὐστηρὸς μὲ τὸν κανονισμὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ γι’ αὐτὸ ἔκανε ἄβατο τὸ μοναστήρι του. Ἀκόμη καὶ οἱ δόκιμοι ἔμεναν ἐκτὸς μονῆς καὶ μάλιστα στὰ γύρω σπήλαια. Ὁ ὅσιος παιδαγωγοῦσε πολὺ αὐστηρὰ ἀλλὰ πάντα μὲ γνώμονα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πνευματικὴ τελείωση τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός. Τὸ χάρισμα καὶ οἱ διδαχὲς τοῦ ὁσίου Παρθενίου ἀσκοῦσαν μεγάλη πνευματικὴ ἐπιρροὴ καὶ σύντομα ὁ Κουδουμᾶς ἀνεδείχθη σὲ μεγάλο πνευματικὸ κέντρο.
Ὁ Πνευματικός της Μονῆς ἦταν ὁ Εὐμένιος ποὺ χειροθετήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο. Ὁ Ὅσιος ἔχοντας πλήρη συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ τηρώντας τοὺς ἱεροὺς κανόνες ἀνέπαυσε χιλιάδες ψυχὲς μὲ τὶς σοφὲς καὶ πλήρεις Ἁγίου Πνεύματος συμβουλές του, ὀδηγώντας ταὶς στὴ σωτηρία καὶ τὴν λύτρωση πού μας χάρισε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ ὅσιος Εὐμένιος, ὡς καλὸς παιδαγωγὸς τῶν ψυχῶν, προετοίμαζε καὶ πολλοὺς νέους ποὺ κατέφευγαν κάτω ἀπὸ τὶς πνευματικές του συμβουλὲς γιὰ τὸ μέγα Λειτούργημα τῆς Ἱερωσύνης γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτοῦσε ἀπό τοὺς κληρικοὺς του δυὸ προϋποθέσεις: νὰ ἔχουν φόβο Θεοῦ καὶ καθαρότητα. Ὅταν ἐπρόκειτο μάλιστα νὰ δώσει συμμαρτυρία γιὰ κάποιον, πρῶτα νήστευε, ἀγρυπνοῦσε καὶ προσευχόταν γιὰ τρία μερόνυχτα. Ἔπειτα ἔβαζε τὸν μέλλοντα κληρικὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν καλοῦσε νὰ ἐξομολογηθεῖ τὰ ἁμαρτήματά του γιὰ νὰ εἰσέλθει καθαρὸς στὴν Ἱερωσύνη.
Οἱ Ὅσιοι τόσο χαριτώθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ τὰ πάντα γύρω τοὺς διαλαλοῦσαν τὴν ἁγιότητά τους, ἄλλωστε δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ δόκιμοί τους εἶχαν δεῖ νὰ λάμπουν ἀπὸ φῶς, νὰ μὴν περπατοῦν στὴ γῆ, νὰ περιβάλλονται ἀπὸ ἕνα φωτοστέφανο ποὺ φώτιζε ὅλη τὴν πλαγιὰ τῶν γύρω σπηλαίων τῆς Μονῆς. Ἦταν πράγματι ἐκεῖνοι οἱ πνευματέμορφοι ἄνθρωποι ποὺ καὶ μόνο ἡ θέα τους, ἀρκοῦσε γιὰ νὰ μιλήσει καὶ νὰ πλημυρίσει χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση τὴν καρδία κάθε προσκυνητή. Ὅταν ὅμως μία ζωὴ εἶναι δοσμένη στὸ Θεὸ ἀπόλυτα τότε καὶ τὸ τέλος τῆς εἶναι θαυμαστὸ καὶ ὀσιακό. Τὸ ἔτος 1905 ὁ μοναχὸς Παρθένιος ἀσθένησε βαριὰ· ὁ ὀργανισμὸς τοῦ ἦταν ἤδη βεβαρυμμένος ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἀρκετὰ χρόνια εἶχε ἤδη ταλαιπωρηθεῖ ἀπὸ προβλήματα τοῦ στομάχου. Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς εἰδοποίησαν τὸν ἰατρὸ Ἀλέξανδρο Παπαχατζάκη, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ ἀλλὰ τοῦ συνέστησε νὰ λάβει δυναμωτικὲς τροφὲς καὶ κυρίως κρέας. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ δὲν δέχθηκε οὔτε νὰ μεταφερθεῖ σὲ κανονικὸ κρεβάτι ἀλλὰ προτίμησε νὰ κοιμᾶται σὲ ψάθα, ὅπως ὅλα τὰ χρόνια.
Κάλεσε ὅλους τους μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς καθὼς καὶ τοὺς δόκιμους καὶ τοὺς νουθέτησε μετὰ δακρύων. Τοὺς εἶπε νὰ μείνουν πιστοὶ στὴν Παράδοση, στὸ παράδειγμα ποὺ τοὺς ἔδωσε καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν ἀδελφό του Εὐμένιο. Σὲ ἐκεῖνον ἔδωσε μάλιστα καὶ τὸ σακουλάκι μὲ τὸ φυλαχτό του. Ἔλαβε τὴ Θεία Κοινωνία, ὡς ἐφόδιο ζωῆς αἰωνίου καὶ τότε τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε, ἀκούστηκαν οὐράνιες μελωδίες καὶ μία εὐωδία ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν πλαγιά και του ἐνεμφανίσθη ἡ ἴδια ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἡ ὁποία ἦρθε νὰ παραλάβει τὴν ἁγιασμένη ψυχῆ τοῦ πιστοῦ καὶ ἀφοσιωμένο τέκνου της. Ὁ Ὅσιος της παρέδωσε τὴν μακαρία του ψυχὴ ψελλίζοντας τα χείλι του τὰ τελευταῖα λόγια: «Καλῶς ὅρισες, Παναγία Μου». Ὁ Ὅσιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή, πρὸς αἰώνια συνάντηση τοῦ Κυρίου μας καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοὺς ὁποίους ὑπηρέτησε πίστα σὲ ὅλη τὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε πληροφορία γιὰ τὴν ἁγιότητά του καὶ τὸ ἔτος 1907, μετὰ ἀπὸ ἀγρυπνία καὶ παρουσίᾳ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀρκαδίας Βασιλείου ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ τὰ ὁποία τοποθετήθηκαν στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας.
Ὁ ὅσιος Εὐμένιος ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν ὁ ἀπόλυτα ὑπάκουος, ὁ ὑποτακτικὸς ἐκεῖνος ποὺ παραμέρισε ἀκόμα καὶ τὸ γεγονὸς τῆς συγγενείας μὲ τὸν ἀδελφό του ὅσιο Παρθένιο, ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν εὐπρέπεια τῆς Ἱερωσύνης τοῦ ἱερούργησε τὴν ἀκοίμητη Εὐχαριστία τῆς Ἐκκλησίας ἐν πομπη, μετ’ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλῶν ποὺ τὸν συνόδευαν στὸ ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο.
Πολεμήθηκε καὶ ταλαιπωρήθηκε πολύ, μετὰ τὴν οσιακή κοίμηση τοῦ γέροντος Παρθενίου, ἀπὸ ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ ὄχι μόνο. Εἶναι πολὺ σπουδαία ἡ προσφορά του, ὄχι μόνο μὲ τὴ στάση τοῦ μέσα στὸ μοναστήρι ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κανονισμὸ ποὺ θέλησε νὰ θεσπίσει. Μέχρι τότε ἡ μονὴ δὲν εἶχε κανονισμὸ· πορευόταν μὲ ὅσα εἶχε θεσπίσει ὁ ὅσιος Παρθένιος. Ὁ κανονισμὸς ἀφοροῦσε τὴν διοίκηση τῆς Μονῆς, τὴ σχέση τῶν ἀδελφῶν μεταξὺ τοὺς ἀλλὰ καὶ θέματα τῆς καθημερινῆς διαβίωσης στὴ Μονή. Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴν συχνὴ ἐπικοινωνία μέσο ἀλληλογραφίας μὲ τὸ πνευματικὸ τεκνὸ τοῦ Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Βασίλειό μας διασώζει ὅλη τὴν πορεία τῆς ἱδρύσεως καὶ λειτουργιᾶς τῆς Ἱ. Μονῆς Κουδουμᾶ καὶ τὴν ἔντονη καὶ θαυμαστῆ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας στὴν πορεία τοὺς αὐτή. Κουρασμένος ἀπὸ τὴν πολὺ ἄσκηση, τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν διοίκηση τῆς Μονῆς καὶ μέσα στὴν ἀγαπημένη τοῦ ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση ἐκοιμήθη στὶς 12 Σεπτεμβρίου τοῦ 1920. Πῆγε πρὸς συνάντηση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ γέροντά του, Ὅσιο Παρθένιο, στὸν οὐρανὸ καὶ ἐκεῖ «εὗρε μισθὸ τῶν καμάτων του» ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀλλὰ καὶ τὴν Παναγία τὴν ὁποία πιστὰ τὴν ὑπηρέτησε καὶ δόξασε. Οἱ δύο γέροντες ἐπεβλήθησαν στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν ὡς ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ πρώτου Ναοῦ πρὸς τιμὴν τῶν ἁγίων ἔγιναν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουδουμὰ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας κυρὸ Κύριλλο στὶς 10 Ἰουλίου 1983, ὁπότε καὶ καθιερώθηκε ὡς ἡμέρα τῆς μνήμης τους.
Τὸ ἔτος 2007 ἔγινε ἡ ἐπίσημη κατάταξη τῶν Ὁσίων Πατέρων Παρθενίου καὶ Εὐμενίου ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατόπιν εἰσηγήσεως, διὰ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας κ.κ. Μακαρίου.