Του Νίκου Ψιλάκη
Είναι φορές που αρκεί μια και μόνη λέξη για να μας ταξιδέψει σ’ έναν κόσμο γεμάτο νοήματα. Μια τέτοια λέξη με οδήγησε πρόσφατα σε μια μικρή έρευνα. Είχα καιρό να ακούσω τη γαμήλια ευχή των Κρητικών του παλιού καιρού. Πόσα νοήματα πόσοι συμβολισμοί αναδύονται διαρκώς μέσα από τον φαινομενικά απλοϊκό λόγο των ανθρώπων!
Το σχετικό κείμενο δημοσιεύτηκε σήμερα στο περιοδικό ΥΠΕΡ Χ. Το αναρτώ μαζί με δυο ένθετα: Ένα ποίημα του Κωστή Φραγκούλη κι ένα απόσπασμα από το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” του Νίκου Καζαντζάκη. Και οι δυο αείμνηστοι λογοτέχνες αναφέρονται στην εκπληκτική γαμήλια ευχή:
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
Είναι μια από τις πιο συνηθισμένες γαμήλιες ευχές που ακούγονταν παλιότερα στην Κρήτη:
– Να σογεράσετε!
Όποιος δεν έζησε στο Νησί κι όποιος δεν γνωρίζει τις συνήθειες και τις νοοτροπίες των ανθρώπων, ίσως να μην μπορέσει να την καταλάβει, ίσως και να της αποδώσει άλλο νόημα, να προσδώσει επίταση στο ρήμα γερνώ: Ν’ απογεράσετε, να γίνετε ακόμη πιο γέροι (απ’ όσο είστε!) Όποιος όμως γνωρίζει τις λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας καταλαβαίνει πως τούτη η ευχή είναι ό,τι καλύτερο μπορεί ν’ ακούσει ένα καινούργιο ζευγάρι, δυο άνθρωποι που αποφασίζουν να ενώσουν τις ζωές και τις τύχες τους.
Σύμφωνα με τον παλιό, καλό λεξικογράφο (και πολυμαθή λόγιο)’ τον Μανώλη Πιτυκάκη, η λέξη σογερνώ έχει διπλό νόημα:
Σογερνώ: Γηράσκω εντελώς, φτάνω εις έσχατο γήρας. Κι όπως κάνει πολύ συχνά στα λήμματά του, παραθέτει μια σχετική φράση σαν παράδειγμα για την καλύτερη κατανόηση της ερμηνείας: «Μέσα σε δυο χρόνους απού ’χω να τονέ δω εσογέρασεν ο κακομοίρης» (έκφρ.).
Θα ήταν, όμως, τουλάχιστον απρεπές να εύχεται κανείς σ’ ένα νιόπαντρο ζευγάρι να… απολέσει γρήγορα τα νιάτα του και να γεράσει εντελώς.
Η δεύτερη (και πιο συνηθισμένη) ερμηνεία αποδίδει την ευγένεια της λαϊκής ψυχής, αλλά και τους εσώτατους πόθους του ανθρώπου. Τη μεταφέρω και πάλι από τον Πιτυκάκη:
Γηράσκω ταυτόχρονα με κάποιον άλλον.
Για να αποδώσει καλύτερα το νόημα παραθέτει μια παλιά μαντινάδα:
«Και σα μου πάρουν το πουλί, άλλη φωλιά δα σάσω
και με καλύτερο πουλί μέσα δα σογεράσω…»
Ο ίδιος (Πιτυκάκης), την ετυμολογεί από τις λέξεις ίσιος και γερνώ. Δηλαδή ισογερνώ με κάποιον.
Λέξεις – θησαυροί!
– Να σογεράσετε!
Δεν ξέρω κι εγώ με πόσες άλλες λέξεις θα μπορούσε ν’ αποδοθεί αυτή η μονολεκτική (και σχεδόν στερεοτυπική) ευχή, η πιο συνηθισμένη παλιότερα σε αρραβώνες και γάμους: Να γεράσετε μαζί. Που πα να πει: Να ζήσετε μαζί πολλά – πολλά χρόνια κι όταν έρθει η ώρα των γηρατειών να συνεχίσετε να έχετε ο ένας τον άλλον, να μην προκάμει ο Χάρος να σας ξεχωρίσει!
Δεν ξέρω αν υπάρχει καλύτερη ευχή, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη λέξη που ν’ αποδίδει τόσο καθαρά προσδοκίες και πόθους, επιδιώξεις κι ελπίδες που γεννούνται σε κάθε καινούργιο ξεκίνημα.
Όσο σκύβει κανείς στη γάργαρη πηγή της λαϊκής μας παράδοσης, τόσο ανακαλύπτει κρυμμένους θησαυρούς. Για τους παλιότερους Κρητικούς η ευχή «να σογεράσετε» ήταν αυτονόητη, όπως και η σύνθετη λέξη, το ρήμα «σογερνώ». Ανασκαλεύοντας τη μνήμη σταματούμε σε μερικές παρόμοιες λέξεις – διαμάντια:
Σόχρονος και σογκαιρίτης (συνομήλικος)
Σοπατίζω (ύστερ’ από ανηφοριά φθάνω σ’ ένα ίσιο μέρος – Πιτυκάκης). Υπάρχει και το σόπατο και ο σοπατερός τόπος.
Σοθέτω (ρήμα) και σοθετά (επίρρημα): «Κατά καλό, ίσιο τρόπο τακτοποιημένος: Να στοιβιάσεις τα ξύλα σοθετά για να χωρέσουνε στην αποθήκη» (Πιτυκάκης). Σομπετάρω (κάθομαι ίσια με κάποιον άλλον, μπέτη με μπέτη). Χαρακτηριστική είναι η μαντινάδα που παραθέτει ο Μαρίνος Ιδομενέως στο Λεξικό του:
Άνθρωπο δεν φοβήθηκα ποτέ να σομπετάρω
κι ετσά λοής δα ποδεχτώ ακόμη και το Χάρο.
Τι κρίμα που τόσο εκφραστικές λέξεις ξεχνιούνται στις μέρες μας!
Ξεφυλλίζω πάλι το συναξάρι της κρητικής ψυχής, το υπέροχο ποιητικό έργο του Κωστή Φραγκούλη, τα Δίφορά του, και σταματώ στη Μικρανυφαντού (σελ. 76-77). Το θέμα του είναι πολύ συνηθισμένο στη λογοτεχνία: ο παράταιρος έρωτας κάποιου ηλικιωμένου με γυναίκα κατά πολύ νεότερη του. Ο Φραγκούλης, όμως, πλουμίζει με τρόπο μοναδικό το έργο του. Προσφέρει στον αναγνώστη εικόνες, ιχνηλατεί την κρητική ψυχή. Κι απ’ αυτήν την ιχνηλασία δε θα μπορούσε να λείψει η λέξη – ευχή: Σογερνώ:
Κοπελοπούλα διάζεται τση προύκας τα χιράμια.
Βάνει στιμόνι πράσινο και φάδι ριζαρένιο
και κίτρινο βελεσερό βάφει τα κούμαρά ντως.
Τη νύχτα το περαματεί, τη μέρα το ξυφαίνει
και πρίχου ο γκάρδιος κρεμαστεί, καινούργιο βάνει απάνω.
Η μάνα τζη λιγοψυχά, βάζει τη να ‘ποφάνει
να τήνε δώσει του άρχοντα που τη συχνογυρεύγει.
Μ’ άρχοντας είναι γεροντής και παρακαιρισμένος
κι η κόρη αλλού ’χει την καρδιά και τη φιλιά δοσμένη•
και βρίσκει χίλιες αφορμές τση μάνας τση, και λέει,
όι, στσι πήχες ήσφαλε, στο μέτρημα γελάστη,
τ’ όργο δεν ήτονε σωστό και λείφτηκε ντουράδες,
δε μασουρίζει ο άρδαχτος και το θρομύλι εράη,
ο κλέφτης δεν περαματεί, τ’ αντί κακογυρίζει,
κι οι νιοι συχνοδιαβαίνουνε κι αλικοντίζουνέ ντη.
-Κι ίντα κοντό μου ζήλεψε ο άρχος και με θέλει,
που ’μαι άπραγη κι ακάτεχη και τάξη δε νογούμαι
κι άγγουρη σαν το πωρικό, σαν το στιφό κυδώνι;
Να πάρει μιαν αρχόντισσσα στο σόι να του μοιάζει,
στα έχη να ’ναι ταιργιαχτοί, στα χρόνια σογκαιρίτες,
να σογεράσουνε κι οι δυο, στερνά καλά να δούνε.
Πάλι κι αν είν’ του ριζικού γυναίκα να με πάρει
και να με κάμει αρχόντισσα, δαμάκι ας ανημένει
πρώτα να φάνω τα προυκιά, να τα μορφοπλουμίσω,
ντουζίνες τα πετσετικά, τσι μπόλιες με την πήχυ
τσι πατητές ασήκωτες, κασέλες τα χιράμια
και τα παπλοσκεπάσματα στίβα τσι δωδεκάδες.
Να βάλω και την υστεργιά του πάστου τα σεντόνια
με μαντινάδες να διαστώ, με λύρες να τα φάνω,
και με τσ’ αγάπης το σκοπό να τα γοργοκεντήσω.
Να κάμω ξόμπλι πέρδικα που τη βαστά γεράκι
να γράψω κι αποκατωθιό κόκκινο τ’ όνομά μου,
να μοιάζουν τα ψηφία ντου με τση καρδιάς το αίμα.
Να ποπεράσει κι ο καιρός να πιάσω τα δεκάξε,
να μεγαλώσουν τα κουρλιά κι ο κόρφος να γεμίσει
να κάμω λυγερό κορμί, να σύρω μπόι ακόμη
για να ταιργιάζω τ’ άρχοντα, γιατί κοντή του πέφτω.
Η ΕΥΧΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ:
«…Να σογεράσετε, να κάμετε παιδιά,
να πιάσετε αγγόνια· να πληθύνει το σόι του ανθρώπου…»
Ψάχνοντας για τη χρήση της γαμήλιας ευχής των Κρητικών στη λογοτεχνία, σταματάμε στον πιο γνωστό και πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο των κρητικών γραμμάτων στα νεότερα χρόνια. Στον Καζαντζάκη. Στο έργο του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται περιγράφει τον γάμο του Λενιού, της παραδουλεύτρας του Πατριαρχέα. Κι ανάμεσα στις ευχές που διάλεξε ο συγγραφέας για το καινούργιο ζευγάρι, ήταν και τούτη: Να σογεράσετε!
Μεταφέρομε ένα εκτενέστερο απόσπασμα. Ο Καζαντζάκης ξέρει να χτίζει στέρεα τις λέξεις στον λόγο του. Και παράλληλα να μεταφέρει εικόνες και συναισθήματα:
Άστραφταν νύφη και γαμπρός, καλοπλυμένοι, λαμπροστολισμένοι, αλαφριά ιδρωμένοι και μύριζαν σαν άλογα που βγαίνουν από τη θάλασσα. Ένιωθες τούτα τα δυο κορμιά να ‘μεναν μονάχα στον κόσμο, θα ξεναγέμιζε ο κόσμος ανθρώπους. Ο γέρο άρχοντας πήγε και στάθηκε πλάι τους· αυτός θα’μαπινε κουμπάρος, θ’ άλλαζε τα στέφανα. Ο παπά Γρηγόρης είχε αρχίσει κιόλα να ψέλνει, ο καντηλανάφτης κουνούσε ρυθμικά το ασημένιο θυμιατήρι, οι καλεσμένοι στέκουνταν γύρα και καμαρώναν, δυο κοπελούδες περίμεναν με δυο δίσκους γεμάτους κουφέτα.
Βιάζουνταν ο παπα-Γρηγόρης, δεν είχε κέφι, ο λογισμός του ήταν στην κόρη του, που την είδαν σήμερα το πρωί οι γιατροί και κούνησαν το κεφάλι τους. Έψελνε γρήγορα, έτρωε τα μισά γράμματα, βιάζουνταν, βιάζουνταν κι η νύφη κι ο γαμπρός ν’ απομείνουν μόνοι, δεν καταλάβαιναν τι χρειάζουνται όλα αυτά στη δουλειά τους• βιάζουνταν κι ο γερο-Πατριαρχέας, γιατί ένιωθε τα γόνατα του να λυγίζουν, μα έσφιγγε τα δόντια, στέκουνταν ντούρος, γιατί ντρέπουνταν.
– Παιδιά, είπε, άμα τέλειωσε το μυστήριο, έχουν τις χαρές τους απόψε το Λενιό κι ο Νικολιός. καλώς ορίσατε στο αρχοντικό μου! Φάτε και πιέτε, γλεντήστε, έχουμε σφάξει μπόλικα αρνιά, δόξα σοι ο Θεός, έχουμε μπόλικο κρασί, άρχισε κιόλα ο τρύγος, θα ξαναγεμίσουν τίγκα τα βαρέλια, πίνετε όσο χωράει η κοιλιά σας!
Στράφηκε στο καινούριο ζευγάρι.
– Να ζήσετε, μωρέ παιδιά μου, τους φώναξε, να σογεράσετε, να κάμετε παιδιά, να πιάσετε αγγόνια· να πληθύνει το σόι του ανθρώπου, να μη σβήσει το τζάκι! Να μη μας πάρει τον αέρα ο χάρος· θερίζει αυτός, σπέρνουμε εμείς, να δούμε ποιανού θα περάσει. Ακούς, μωρέ Νικολιό; Τα μάτια σου τέσσερα· σπέρνε όσο μπορείς!
»Εγώ, παιδιά, να με συμπαθάτε, θ’ ανέβω να ξαπλώσω· δεν είμαι καλά. Μα εσείς, τη δουλειά σας! Τρώτε και πίνετε, γάμο τον είπανε, γλεντήστε όσο να ξημερώσει:
»Και σε σας, απήδηχτες κοπέλες, και σε σας, αμούστακα παλικαράκια, γρήγορα και στις χαρές τις δικές σας, και να ’μαι στο γάμο σας κι εγώ, και να ’χω, λέει, γίνει κι εγώ αμούστακο παλικαράκι και να σας κουβαλώ το κρασί με το μπουγαδοκόφινο!
Πηγή: karmanor.gr