Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης
Καταμεσήμερο και δεν την άντεχα άλλο την κάψα στο χωράφι.
Έκατσα στη ρίζα μιας ελιάς με το σκαπέτι στη χέρα και στον ασκιανό της επροσπάθουνα να ξαναβρώ την αναπνιά μου.
Στα πόδια μου εθώρουνα το πέλαγος ν’ αχνίζει από την κάψα και στην αγκαλιά του το Μεγάλο Κάστρο βαριανάσαινε και εσφούγγιζε τον ιδρώτα από το κούτελο του.
Στο νου μου εκλοθογύριζε δίχως αναπαμό, ένας αριθμός.
Ο αριθμός των κοπελιών απού μποδιστήκανε, από μανίες, ανικανότητες, συμφέροντα και προσταγές του κουβέρνου, να διαβούνε το κατώφλι τση μάθησης, τσ’ επιτυχίας και τση πραγμάτωσης του ονείρου.
Που δε μπορέσανε να διαβούνε το κατώφλι του πανεπιστήμιου, όχι γιατί δεν είναι άξια, μα επειδή κάποιοι μεσκήνηδες εφροντίσανε γι’ αυτό.
Ξάφνου, είδα ένα κοπέλι να ‘ρχεται σιμά μου.
Έσερνε τα πόδια του κι είχε κατεβασμένη την κεφαλή του.
Πού και πού εκλώτσα καμιά πέτρα και κάτι σα βλαστημιά επόριζε από τη μπούκα του.
Του ‘καμα χώρο να κάτσει σιμά μου και περίμενα ν’ ακούσω τα σεκλέτια του, γιατί εκάτεχα πως βαρύ κι ασήκωτο σεκλέτι τον βασάνιζε.
Δυό θάλασσες ήτανε τα μάθια του κι εκεί αρμενίζανε δυο καράβια πόνος.
”Μπάρμπα, δεν επέρασα στο πανεπιστήμιο” μου ‘πε και κάμποση θάλασσα ξεχείλισε και ντάκαρε να τρέχει από τις άκρες των αμαθιών του.
Αναστέναξα ανακουφισμένος.
”Για τούτο να ‘σαι στεναχωρεμένος γιόκα μου;” τονε ρώτηξα.
”Ντα λίγο το ‘χεις μπάρμπα;” μου αντιγύρισε κι έσφιγγε τα βλέφαρα του για να σταματήσει τη θάλασσα να πορίζει όξω και να χύνεται στη ρίζα της ελιάς.
Εκείνη την ώρα, εντακάρανε όλοι οι τζίτζικες να χαλούνε τον κόσμο με την τραγουδιστή τραβάγια τους.
”Σήκω να πάμε μια βόλτα, να σου δείξω κάποιους αθρώπους” του ‘πα και τον έσυρα από τη χέρα.
Στανικώς του εσηκώθηκε μα εκλούθα μου.
Πρώτα τον επήγα σ’ ένα λιόφυτο, όπου ο Φώτης ο Αλβανός εκαθάριζε το χωράφι από ξεράδια που ‘χανε κατακυριέψει τον κόσμο..
Ο Φώτης ο Αλβανός ήτανε μουσκίδι στον ιδρώτα, η φανέλα του είχε γίνει ένα με το σώμα του, οι αρβύλες του δεν ξεχωρίζανε από το χώμα, μα έκανε τη δουλειά του τραγουδώντας και γελώντας.
Δεν εκαθάριζε τη γη, την ομόρφαινε, την περιποιούτανε σαν τον καλό κουρέα που πασκίζει να κάμει όμορφο τον πελάτη του.
”Θωρείς τονε; Ετούτος καμάρι μου είναι αληθινός επιστήμονας” είπα στο παλικαράκι, που δεν εμίλιε, μόνο εξάνοιγε τον Φώτη τον Αλβανό, που ‘τανε σκαρφαλωμένος στην κορφή μιας εκατόχρονης ελιάς και τση μίλιε και την κανάκευε και την περιποιούντανε με το κλαδευτήρι και το σάρακα.
”Γεωπόνος ήθελες να γενείς, ε;” τον ρώτηξα.
”Κι αμ’ ίντα;” μ’ απάντησε.
Εκούνησα την κεφαλή μου.
”Μόνο ο Φώτης μπορεί να σε κάμει αληθινό γεωπόνο, κανένα πανεπιστήμιο” του ‘πα.
Εφύγαμε από το λιόφυτο και πήγαμε σ’ ένα μαντρί, στον πόρο του φαραγγιού.
Ο Λιόντας ο βοσκός καταγινότανε με τα ζούμπερα του και έδειχνε να μη τον αγγίζει η κάψα, παρότι τονε λούζανε οι αχτίνες του ήλιου.
Ετραγούδιε μαντινάδες ο Λιόντας και έπαιζε μπουκόλυρα, μ’ ένα τρόπο που ήμουνα σίγουρος πως εθώρουνα τα ζούμπερα να χορεύουνε χανιώτη γύρω του.
”Θωρείς τονε; Ετούτος είναι αληθινός επιστήμονας στη βοσκική και στο τυροκομιό” είπα στο παλικάρι που δεν εμίλιε.
”Όλη η Κρήτη τονε σέβεται, τον εχτιμά και τον αγαπά. Του δημοτικού είναι, μα βάνει κάτω όλους τους επιστήμονες του ντουνια στον τομέα που καταγίνεται από γεννησιμιού του” πρόσθεσα.
Έπιασα από τη χέρα το ντελικανή και συνέχισα τη βόλτα μας. Και πού δεν τονε πήγα.
Του ‘δειξα αθρώπους και αθρώπους.
Επιστήμονες που άθρωπος γεννημένος δεν τους λέει ”καλημέρα”, μήτε κι αυτοί λένε ”καλημέρα αθρώπου γεννημένου”.
Επιχειρηματίες που ‘χουνε χτίσει αυτοκρατορίες πάνω σε κουφάρια αθρώπων, με τερτίπια που διδαχτήκανε σε πανεπιστήμια.
Δαχτυλοδειχτούμενους κοινωνικούς παράγοντες, μορφωμένους, που είπανε στους γονιούς τους ”εμεγαλώσαμε, δε σας χρειαζόμαστε άλλο” και τους πετάξανε σε μια αποθήκη ανήμπορων γερόντων.
Του ‘δειχνα πτυχιούχους, δόχτορες, καθηγητάδες που οι απλόι αθρώποι αλλάζουνε πεζοδρόμιο σαν τους συναντήσουνε.
Του ‘δεξα κάμποσους που σπουδάσανε μόνο και μόνο για να κάμουνε το χατήρι των γονέων τους και για να εξασφαλίσουνε πλούσια νύφη, λόγω του πτυχίου τους.
Του ‘δειξα κι άλλους που άλλο πράμα σπουδάσανε κι άλλη δουλειά κάνουνε.
Τον πήγα σε φτωχογειτονιές και του ‘δειξα καλούς αθρώπους, καλούς νοικοκύρηδες, καλούς οικογενειάρχες, καλούς γονείς, μα αγράμματους, γιατί οι εδικοί τους δεν είχανε τη μπόρεση να τους στείλουνε στα πανεπιστήμια.
Και ο ντελικανής μου κλουθούσε, δίχως να μιλεί.
Εθώριε μα δεν εμίλιε.
Πάνω κει, έφυγε το σκαπέτι από τη χέρα μου και εξύπνησα.
Για ώρα εστριφογύριζα τα μάθια μου γυρεύοντας το ντελικανή.
Όνειρο ήτανε.
Μα και στον ξύπνιο μου να ‘ρχότανε με βουρκωμένα μάθια, σεκλετισμένος που δεν επέρασε στο πανεπιστήμιο, πάλι θα του ‘λεγα αυτά που του ‘πα στ’ όνειρό μου.
Πάλι θα του ‘λεγα ”μη σεκλετίζεσαι γιέ μου, αληθινός επιστήμονας είναι μόνο εκείνος, που αγαπά αυτό που κάνει και που κατέχει να κάνει καλά, αυτό που κάνει, γιατί το αγαπά”.
Και θα πρόσθετα κι ετούτο το λόγο:
«Πάλι, σαν θες να χεροπιάσεις τ’ όνειρο σου, συνέχισε να το ζυγώνεις. Του χρόνου, άμα θένε ο Θεός κι ο Λαός, θα ‘χουνε ξαφανιστεί όλοι οι διαόλοι απού σε ‘μποδίσανε οφέτος. Και τότε σας, θ’ αποδείξεις και πόσο άξιος είσαι του λόγου σου, και πόσο άχρηστοι ήσανε εκείνοινα απού σου κόψανε οφέτος τα φτερά, επειδής οι ίδιοι φίδια είναι και δε μπορούνε να πετάξουνε».